Η κάθετη κάμψη της ζήτησης για αεροπορικά ταξίδια που οφείλεται μεν στην επιφυλακτικότητα των ταξιδιωτών αλλά εν πολλοίς και στις απαγορεύσεις των κρατικών αρχών έχει φέρει τις αεροπορικές εταιρείες σε απόγνωση. Πολλοί μικροί αερομεταφορείς έχουν βάλει ήδη λουκέτο, ενώ οι μεγάλοι προχωρούν σε μειώσεις προσωπικού μέσω απολύσεων και αναστολών απασχόλησης, σε περικοπές πτήσεων και σε καταργήσεις δρομολογίων. Το ανησυχητικό για τους αερομεταφορείς είναι ότι προϊόντος του χρόνου αντιλαμβάνονται πως το πλήγμα της παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης στην αεροπορική βιομηχανία είναι πολύ μεγαλύτερο από όσο αρχικώς είχε εκτιμηθεί.

Είναι χαρακτηριστικό ότι τον περασμένο μήνα η Διεθνής Ενωση Αερομεταφορέων (ΙΑΤΑ) αναθεώρησε για άλλη μια φορά τις εκτιμήσεις της για το κόστος της πανδημίας στις 290 εταιρείες-μέλη της. Υπολογίζει ότι οι ζημιές θα φτάσουν εφέτος συνολικά τα 84 δισ. δολάρια και η πτώση του τζίρου τα 419 δισ. δολάρια (μιλάμε για ποσοστό 50%) συγκριτικά με το 2019. Τον περασμένο Φεβρουάριο η ΙΑΤΑ είχε εκτιμήσει για την εφετινή χρονιά πτώση του τζίρου των αερομεταφορέων μόλις κατά 29 δισ. δολάρια.

Το περιβάλλον της καμπίνας ενός αεροσκάφους αποτελεί έναν εν δυνάμει προνομιακό χώρο εξάπλωσης του κορωνοϊού και ως εκ τούτου είναι εύλογη η αποχή ενός μεγάλου μέρους του επιβατικού κοινού από τα αεροπορικά ταξίδια. Εύλογες είναι και οι αντιδράσεις των αερομεταφορέων, οι οποίοι εκτός από το προσωπικό περιορίζουν τα δρομολόγιά τους και επίσης τον αριθμό των αεροσκαφών που χρησιμοποιούν.

Τέσσερις μεγάλοι αερομεταφορείς από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη με επιστολή που υπογράφουν ζητούν από τις Αρχές των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης να υιοθετήσουν και να θέσουν τάχιστα σε εφαρμογή μια κοινή μέθοδο ιατρικού ελέγχου των υπερατλαντικών αεροπορικών επιβατών, προκειμένου να «ξεπαγώσουν» σειρά αεροπορικών συνδέσεων μεταξύ των δύο ηπείρων. Διότι φτάσαμε ήδη στα μέσα του καλοκαιριού και τα αεροπορικά σύνορα ΗΠΑ – ΕΕ παραμένουν σχεδόν κλειστά.

«Με δεδομένη την αδιαμφισβήτητη σημασία που έχουν οι υπερατλαντικές αεροπορικές συνδέσεις για την παγκόσμια οικονομία αλλά και για την οικονομική ανάκαμψη του κλάδου μας, πιστεύουμε ότι πρέπει να αποκατασταθεί το συντομότερο η αεροπορική συγκοινωνία μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης» σημειώνουν στην κοινή τους επιστολή οι διευθύνοντες σύμβουλοι της βρετανικής International Airlines Group (είναι μητρική της British Airways) και της γερμανικής Lufthansa από τη μια πλευρά και των αμερικανικών American Airlines και United Airlines από την άλλη.

Η ασυνεννοησία κοστίζει

«Αναγνωρίζουμε ότι η υποβολή των αεροπορικών επιβατών σε τεστ ανίχνευσης του κορωνοϊού εμπεριέχει έναν αριθμό προκλήσεων, ωστόσο πιστεύουμε ότι ένα πιλοτικό πρόγραμμα ελέγχων για την υπερατλαντική αεροπορική αγορά μπορεί να εξελιχθεί σε μια θαυμάσια ευκαιρία για τις κυβερνήσεις και για την αεροπορική βιομηχανία προκειμένου να συνεργαστούν» αναφέρουν οι μάνατζερ στην επιστολή που απέστειλαν στον αμερικανό αντιπρόεδρο Μάικ Πενς και στην αρμόδια για τις Εσωτερικές Υποθέσεις της ΕΕ επίτροπο Ιλβα Γιόχανσον.

Καθώς βρισκόμαστε ήδη στα μέσα της περιόδου των καλοκαιρινών διακοπών και οι αερομεταφορείς ως μέρος της παγκόσμιας τουριστικής βιομηχανίας πασχίζουν να ανακάμψουν από την κρίση που προκάλεσε η πανδημία, η ΕΕ κρατά ακόμη κλειστά τα σύνορά της για τους αμερικανούς πολίτες. Εχει ωστόσο χαλαρώσει τους κανόνες ελέγχου σε αεροπορικούς επιβάτες που προέρχονται από 15 χώρες με χαμηλούς ρυθμούς μετάδοσης του κορωνοϊού. Επίσης η Βρετανία, που έχει άρει την απαγόρευση άφιξης επιβατών από τις ΗΠΑ, τους υποχρεώνει σε 14ήμερη καραντίνα. Από την άλλη πλευρά, οι ΗΠΑ απαγορεύουν τις αφίξεις από την Ευρώπη. Η διενέργεια κοινώς αποδεκτών ελέγχων που θα γίνονται στους υπερατλαντικούς αεροπορικούς επιβάτες προτού επιβιβαστούν στα αεροσκάφη και θα αποδεικνύουν ότι δεν έχουν μολυνθεί από την COVID-19 θεωρείται όρος εκ των ων ουκ άνευ για τις υγειονομικές αρχές των χωρών προκειμένου να τους επιτραπεί η αποβίβαση. Την απαίτηση αυτή σύντομα θα έχει και η Κίνα, σύμφωνα με ανακοίνωση που έκανε την περασμένη Τρίτη η Πολιτική Αεροπορία της χώρας.

Η Royal Bank of Scotland πέθανε, ζήτω η Natwest Group

Στα βιβλία της παγκόσμιας τραπεζικής ιστορίας πέρασε μια βρετανική τράπεζα με ζωή τριών και πλέον αιώνων. Η Royal Bank of Scotland (RBS), η οποία διασώθηκε το 2008 από την τότε κυβέρνηση του Λονδίνου με χρήματα των βρετανών φορολογουμένων (περί τα 46 δισ. στερλίνες ή 50 δισ. ευρώ) και παραμένει κατά 62% υπό κρατικό έλεγχο καθώς ουδέποτε ξεπέρασε το σοκ που υπέστη κατά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, μετονομάστηκε σε Natwest Group.
Η Natwest είναι μια επίσης ιστορική τράπεζα, η οποία εξαγοράστηκε το έτος 2000 από την RBS. Δημιουργήθηκε μεν μόλις το 1968, αλλά από τη συγχώνευση των National Provincial Bank και Westminster Bank, που ιδρύθηκαν στις αρχές του 19ου αιώνα.
«Μητέρα» της μετονομασίας είναι η νέα διευθύνουσα σύμβουλος της τράπεζας, Αλισον Ρόουζ (φωτογραφία), η οποία γεννήθηκε μία μόλις χρονιά μετά τη δημιουργία της Natwest (το 1969) και είναι η πρώτη γυναίκα επικεφαλής μεγάλου βρετανικού τραπεζικού ομίλου.
Η απόφαση της βρετανίδας τραπεζίτισσας να μετονομάσει τον μεγαλύτερο πιστωτικό όμιλο των βρετανικών επιχειρήσεων (και μία από τις τέσσερις μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας) έχει να κάνει ακριβώς με την επιθυμία της να αλλάξει η RBS – και πλέον Natwest – σελίδα. Να αφήσει πίσω της το ζημιογόνο παρελθόν. Κάτι που δεν είναι διόλου εύκολο, όπως η ίδια παραδέχθηκε σε συνέντευξη που έδωσε την περασμένη Τετάρτη.
«Είναι σαφές ότι έχουμε δύσκολες εποχές μπροστά μας. Δεν θα επιβιώσουν όλες οι επιχειρήσεις και κάποιες θα συνεχίσουν να συσσωρεύουν ζημιές. Ισως έχουμε και εμείς μεγάλη αύξηση των απωλειών μας καθώς εφέτος βάλαμε στην άκρη εννεαπλάσια κεφάλαια συγκριτικά με πέρυσι (αυξημένα κατά 833%, για την ακρίβεια) ως προβλέψεις για τα κόκκινα δάνεια. Είναι μια υποχρέωση αυτή από τα νέα λογιστικά στάνταρντ» είπε χαρακτηριστικά η Ρόουζ.
Οπως σημειώνει πάντως ο Σάιμον Τζακ του BBC, δεδομένου ότι τα δάνεια αυτά είναι εγγυημένα, το πρόβλημα το έχει ουσιαστικά η κυβέρνηση. Ωστόσο η Natwest κληρονομεί και αρκετά μη εγγυημένα δάνεια. «Είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζει ο κόσμος ότι είμαστε 100% συνεπείς στις υποχρεώσεις μας» τόνισε η Ρόουζ. Και σε κάθε περίπτωση «δεν θα κάνουμε τα λάθη του παρελθόντος, ούτε θα επιστρέψουμε στο 2009» κατέληξε. Την τελευταία 10ετία η RBS είχε συσσωρευμένες ζημιές 60 δισ. στερλινών (66 δισ. ευρώ). Παρά τα 46 δισ. στερλίνες των βρετανών φορολογουμένων που εισέπραξε…