Τα βήματα στα οποία προχώρησε η παρούσα δημοτική αρχή της Αθήνας για την αντιμετώπιση του ζητήματος των εγκαταλελειμμένων κτιρίων καταγράφει με ανακοίνωσή της μετά και τη δεύτερη κατάρρευση παλιού κτίσματος στο Θησείο.

Ο δήμος Αθηναίων διαπιστώνοντας ήδη από το 2011 την κακή κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει δεκάδες παλιά κτίσματα στην Αθήνα, προχώρησε σε συγκεκριμένες πολιτικές πρωτοβουλίες προκειμένου να αντιμετωπιστεί το σοβαρό ζήτημα των εγκαταλελειμμένων κτιρίων, καθώς και το απαρχαιωμένο νομοθετικό καθεστώς που τα διέπει. «Επιπροσθέτως, η έλλειψη χρηματοδοτικών εργαλείων και κινήτρων, λόγω οικονομικής κρίσης, κατέστησε και πολλά διατηρητέα κτίρια ουσιαστικά μη επισκευάσιμα» αναφέρουν από το δήμο.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση, το 2013 ξεκίνησε η καταγραφή των εγκαταλελειμμένων κτιρίων και οι προτάσεις λύσεων διαχείρισης, μέσω του «Σχεδίου Ολοκληρωμένης Αστικής Παρέμβασης», που προσυπέγραψαν 17 Υπουργεία.

Στη συνέχεια κατατίθεται ολοκληρωμένη πρόταση, «συγκροτημένη σε πρόταση νόμου, για τη διαχείριση και αξιοποίηση των εγκαταλελειμμένων κτιρίων. Το προτεινόμενο σχέδιο προβλέπει την προσωρινή δέσμευση και αξιοποίηση των κτιρίων μέχρι την απόσβεση του κόστους αποκατάστασης, σύμφωνα με τεχνικοοικονομική μελέτη βιωσιμότητας που θα εγκρινόταν από τον δήμο Αθηναίων και το Μονομελές Πρωτοδικείο (αν δεν υπήρχε η σύμφωνη γνώμη των ιδιοκτητών)».

Το 2014, συστάθηκε ομάδα εργασίας μεταξύ υπουργείου Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και δήμου Αθηναίων. Στα τέλη του ίδιου χρόνου το σχέδιο νόμου ήταν ώριμο να εισαχθεί στη νομοπαρασκευαστική επιτροπή της Βουλής, αφού είχαν ενσωματωθεί οι παρατηρήσεις όλων των συναρμόδιων υπουργείων.

«Μετά τις βουλευτικές εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, εγγράφως ο δήμαρχος Αθηναίων κ. Γιώργος Καμίνης έχει ζητήσει την προώθηση της διαδικασίας. Συγκροτήθηκε, εκ νέου, ανεπίσημη ομάδα εργασίας μεταξύ υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας και δήμου Αθηναίων, με συμμετοχή και άλλων φορέων (όπως ΣΑΔΑΣ, Σύλλογος Ιδιοκτητών Διατηρητέων κ.ά.). Τον Ιούλιο του 2017 από την κυβέρνηση αποφασίστηκε να εκπονήσει δική της πρόταση, χωρίς πάντως έκτοτε να επανέλθει στο ζήτημα. Αντιθέτως, η κυβέρνηση επέλεξε να εντάξει τη διαχείριση των εγκαταλελειμμένων κτιρίων στο θολό καθεστώς της νεοσύστατης εταιρίας «Ανάπλαση Αθήνας ΑΕ», εναντίον της οποίας ο δήμος Αθηναίων έχει προσφύγει στο Συμβούλιο της Επικρατείας» συνεχίζει η ανακοίνωση.

Σύμφωνα με το άρθρο 1 του νόμου 1512/1985 επιβάλλεται η υποχρέωση των ιδιοκτητών για τη συντήρηση των ακινήτων τους. Την ίδια ώρα, υπογραμμίζεται ότι σε σχέση με το ζήτημα των εγκαταλελειμμένων κτιρίων υπάρχουν δύο κατηγορίες που εμπλέκεται η αυτοδιοίκηση Α’ Βαθμού: πρώτον κτίρια που κατόπιν κάποιας καταγγελίας ή αναφοράς,από άποψη στατική, δομική, υγιεινής και κατά του πυρός ελέγχονται ως επικίνδυνα. Τα κτίρια χαρακτηρίζονται επικίνδυνα, βάσει αυτοψίας της Υπηρεσίας Δόμησης των δήμων και συγκεκριμένα από το Γραφείο Επικινδύνων του Τμήματος Ελέγχου Κατασκευών. Οι εκθέσεις αυτοψίας κοινοποιούνται στον εισαγγελέα και το τοπικό αστυνομικό τμήμα. Βάσει των εκθέσεων αυτών, απαιτείται άμεση λήψη προσωρινών μέτρων από τον ιδιοκτήτη και υποχρέωση του για μόνιμη άρση της επικινδυνότητας, εντός 6μηνου.

Βάσει προεδρικού διατάγματος, αν ο ιδιοκτήτης δεν προβεί εμπροθέσμως στην εφαρμογή των υποδεικνυόμενων μέτρων, η Πολεοδομική Υπηρεσία προβαίνει στην άρση του κινδύνου εφαρμόζοντας τα μέτρα της αναγκαστικής εκκένωσης και της κατεδάφισης των επικίνδυνων μερών της κατασκευής, εφόσον η αχρησία δεν κρίνεται επαρκής για την αποσόβηση του κινδύνου.

Δεύτερον, κτίρια που, αφού έχουν χαρακτηριστεί ως επικίνδυνα, έχουν κριθεί από την αρμόδια επιτροπή ότι χρήζουν κατεδάφισης, ως ετοιμόρροπα. Συνεργεία του δήμου Αθηναίων, για τις περιπτώσεις αυτές, έχουν ήδη προχωρήσει σε παρεμβάσεις ασφάλειας, ενώ προσφάτως κατεδάφισαν δύο τέτοια κτίρια.

«Ο δήμος Αθηναίων τονίζει ότι θα συνεχίσει να εργάζεται συστηματικά προκειμένου να ενισχυθεί το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τα εγκαταλελειμμένα κτίρια, ένα σημαντικό ζήτημα για το αστικό τοπίο της πρωτεύουσας και την ιστορικότητά της, καθώς και για την ασφάλεια των κατοίκων και των επισκεπτών της» καταλήγει η ανακοίνωση.