H πολυδιαφημισμένη έξοδος στις αγορές επήλθε και εμφανίστηκε ως ένας ακόμη θρίαμβος της αριστερής διακυβέρνησης.

Οντως το ελληνικό δημόσιο κατάφερε, έπειτα από αναμονή μακράς διαρκείας, να απορροφήσει 2,5 δισ. ευρώ με επιτόκιο 3,6% , το οποίο όμως απέχει πολύ από τα αντίστοιχα που απολαμβάνουν ισοϋψείς ευρωπαϊκές χώρες, όπως για παράδειγμα η Πορτογαλία, η οποία για αντίστοιχες διάρκειες πέντε ετών προσφέρει επιτόκιο μόλις 0,50%.

Πέραν όμως του υψηλού επιτοκίου η τρέχουσα έξοδος στις αγορές φαντάζει λειψή και περιορισμένη, καθώς η διεκδικούμενη διεθνής χρηματοδότηση ζητήθηκε για περίοδο δημοσιονομικά ασφαλισμένη και καλυπτόμενη από τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία η χώρα είναι υποχρεωμένη να επιτυγχάνει μέχρι το 2023.

Επιπλέον σε καμία περίπτωση δεν συνιστά επανένταξη της χώρας στο διεθνές οικονομικό σύστημα γιατί απλούστατα παραμένει μεμονωμένη.

Για να κερδηθεί η διεκδικούμενη αυτόνομη έξοδος στις αγορές και για να καταστεί η χώρα ξανά χρηματοδοτήσιμη θα πρέπει να επαναληφθούν εκδόσεις ελληνικών ομολόγων σε τακτά χρονικά διαστήματα και μάλιστα σε όλες τις διάρκειες.

Δηλαδή θα πρέπει να αποπειραθεί το υπουργείο Οικονομικών εκδόσεις όχι μόνο πενταετών ομολόγων, αλλά και επταετών και ιδιαιτέρως δεκαετών τίτλων, η έκδοση των οποίων θα επιτρέψει τη δημιουργία εμφανούς και συγκρίσιμης καμπύλης επιτοκίων, από την πορεία της οποίας θα επιβεβαιώνεται στο χρόνο η ελκυστικότητα των ελληνικών τίτλων και η ανάκτηση της χαμένης εμπιστοσύνης.

Κανείς δεν κρύβει ότι αυτή η πρώτη, μετά από καιρό, έξοδος στις αγορές συνιστά ένα πρώτο βήμα, αλλά σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπει πανηγύρια, σαν κι αυτά στα οποία επιδίδονται οι κυβερνώντες και ιδιαιτέρως ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος.

Θέλει πολύ δουλειά ακόμη για να κερδηθεί η εμπιστοσύνη των αγορών, πολλές κι επίπονες προσπάθειες για να εξασφαλισθεί πραγματικά η σταθεροποίηση των δημοσίων οικονομικών και να επιτευχθεί η οριστική έξοδος της χώρας από την κρίση.

ΤΟ ΒΗΜΑ