Το 1949 ήταν πραγματικό σημείο καμπής στην καριέρα της Μαρίας Κάλλας. Ερμήνευε την Μπρουνχίλντε στη βαγκνερική «Βαλκυρία» στο θέατρο La Fenice της Βενετίας, όταν ξαφνικά αρρώστησε η σοπράνο Μαργαρίτα Καρόζιο που επρόκειτο να τραγουδήσει την Ελβίρα στους «Πουριτανούς» του Μπελίνι στο ίδιο θέατρο. Καθώς στάθηκε αδύνατο να βρεθεί αντικαταστάτρια, ο αρχιμουσικός Τούλιο Σεραφίν ανακοίνωσε στην Κάλλας ότι εκείνη θα αναλάμβανε τον ρόλο και θα έκανε πρεμιέρα σε έξι, μόλις, ημέρες. Η νεαρή σοπράνο διαμαρτυρήθηκε: όχι μόνο δεν γνώριζε τον ρόλο αλλά είχε ακόμη τρεις παραστάσεις της «Βαλκυρίας» μπροστά της…«Σου εγγυώμαι ότι μπορείς» της απάντησε ο Σεραφίν. Παρ’ όλο που κατά γενική ομολογία ελάχιστοι αρχιμουσικοί είχαν διαπρεπέστερη καριέρα από αυτόν και εκείνη την εποχή η επιρροή του μπορούσε να συγκριθεί μόνο με αυτήν του Τοσκανίνι, η απόφασή του αυτή αμφισβητήθηκε έντονα μέσω του Τύπου. Το να συνδυάσεις δύο ρόλους τόσο διαφορετικούς φωνητικά στη διάρκεια μιας ολόκληρης καριέρας ήταν πραγματικά περίεργο, το να το επιχειρήσεις όμως στη διάρκεια της ίδιας σεζόν έμοιαζε με πραγματική τρέλα.
«Καλλιτεχνικός άθλος»

«Μετά απ’ αυτό, μπορούμε πλέον να περιμένουμε ότι στην επόμενη παραγωγή της «Τραβιάτας» θα ερμηνεύσει τη Βιολέτα ένας… βαρύτονος»
αναφέρει σαρκαστικά ένα δημοσίευμα της εποχής λίγο πριν από την πρεμιέρα. Το κλίμα άλλαξε άρδην μετά το άνοιγμα της αυλαίας. «Ακόμη και ο πλέον δύσπιστος θα πρέπει να αναγνωρίσει ότι εν προκειμένω η Κάλλας επιτυγχάνει έναν πραγματικό καλλιτεχνικό άθλο… Η ευελιξία της φωνής της, οι υπέροχες υψηλές της νότες. Η ερμηνεία της είναι βαθιά ανθρώπινη, έχει μια ζεστασιά και μια εκφραστικότητα που μάταια θα την αναζητούσε κανείς σε άλλες ερμηνεύτριες του ρόλου».
Αυτή η εκπληκτική νεανική επιτυχία στο μπελκάντο άλλαξε την πορεία της Κάλλας και της άνοιξε τον δρόμο για τους μεγάλους ρόλους της καριέρας της: τη Λουτσία, την Αμίνα, την Τραβιάτα, την Αννα Μπολένα, τη Μήδεια… Ο Σεραφίν είχε κερδίσει το στοίχημα για μία ακόμα φορά. Οι δυο τους είχαν συναντηθεί τρία χρόνια νωρίτερα, το 1946, όταν η Κάλλας είχε κάνει μαζί του το ιταλικό της ντεμπούτο με την «Τζοκόντα» του Πονκιέλι στην Αρένα της Βερόνας. Λίγο αργότερα ο ίδιος τής προσέφερε τον ρόλο της βαγκνερικής Ιζόλδης και έκτοτε εξελίχθηκε σε πραγματικό μέντορα της νεαρής σοπράνο…

«Η συνεργασία μου με τον Σεραφίν ήταν η πραγματικά μεγάλη τύχη της καριέρας μου»
δήλωνε η ίδια το 1968, χρονιά θανάτου του αρχιμουσικού. «Μου δίδαξε τι θα πει εκφραστικότητα, μου έμαθε ότι στη μουσική υπάρχει πάντα κάποιος λόγος που γίνονται τα πράγματα. Μου δίδαξε το βάθος στη μουσική… κι εγώ «ρούφηξα» όσο περισσότερα μπορούσα από τον άνθρωπο αυτόν».
Πάθος με τους νέους
Γεννημένος σε μια περιοχή κοντά στη Βενετία την 1η Σεπτεμβρίου 1878, ο Τούλιο Σεραφίν υπήρξε κορυφαίος ιταλός αρχιμουσικός έχοντας διαγράψει ιδιαίτερα μακρόχρονη καριέρα σε ένα εξαιρετικά ευρύ ρεπερτόριο. Είχε αποκτήσει ιδιαίτερη φήμη για τη συμβολή του στην καριέρα πολλών κορυφαίων τραγουδιστών –ανάμεσά τους η Ρόζα Πονσέλε και η Τζόαν Σάδερλαντ -, με τη Μαρία Κάλλας να οδηγεί βεβαίως την «κούρσα»…
Σπούδασε στο Μιλάνο και έπαιξε βιόλα στην ορχήστρα της Σκάλας υπό τον Τοσκανίνι, του οποίου αργότερα έγινε βοηθός. Ανέλαβε τη θέση του μουσικού διευθυντή του θεάτρου όταν ο τελευταίος έφυγε για τις ΗΠΑ ενώ το 1924 εντάχθηκε στους αρχιμουσικούς της Μητροπολιτικής Οπερας της Νέας Υόρκης όπου παρέμεινε για μία δεκαετία, ύστερα από την οποία έγινε καλλιτεχνικός διευθυντής του Teatro Reale της Ρώμης. Συνολικά, παρέμεινε επί 68 ολόκληρα χρόνια στην ενεργό δράση: έκανε το ντεμπούτο του στο Μιλάνο το 1898 στη Sala Follia με το ψευδώνυμο Alfio Sulterni (το οποίο ήταν αναγραμματισμός του ονοματεπωνύμου του προκειμένου να παρακάμψει την απαγόρευση η οποία ίσχυε για τους σπουδαστές του Ωδείου να εμφανίζονται δημόσια), ενώ η τελευταία του εμφάνιση ήταν με τους «Αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης» του Βάγκνερ το 1964 στην Οπερα της Ρώμης, όπου αναγκάστηκε να εγκαταλείψει στη δεύτερη παράσταση εξαιτίας της κακής κατάστασης υγείας στην οποία βρισκόταν ήδη. Τα ονόματα των λυρικών τραγουδιστών που συναντά κανείς στις παραστάσεις τις οποίες διηύθυνε εντυπωσιάζουν πραγματικά: από τον Ενρίκο Καρούζο ως τον νεαρό Λουτσιάνο Παβαρότι τον οποίο επέλεξε και προετοίμασε ο ίδιος ο Σεραφίν για μια παραγωγή του «Ριγκολέτο» στο Παλέρμο το 1962, όταν ο τενόρος δεν είχε συμπληρώσει ακόμη τον πρώτο χρόνο της καριέρας του.
«Νόρμα» στην Επίδαυρο
Στην Ελλάδα, είχε διευθύνει τη Μαρία Κάλλας στις παραστάσεις της «Νόρμας» του Μπελίνι στην Επίδαυρο το καλοκαίρι του 1960. Χαρακτηριστική η περιγραφή του βετεράνου αρχιμουσικού από «Το Βήμα» στη διάρκεια των προβών: «Οσοι παρακολούθησαν τις δοκιμές της «Νόρμας» εκφράζονται με κατάπληξι για τον διάσημο ιταλό μαέστρο που τις διευθύνει και που αποκαλείται «μονάρχης της μουσικής» στην Ευρώπη. Ο άνθρωπος αυτός έχει περάσει τα ογδόντα και περπατά με κόπο, υποβασταζόμενος από τη μόνιμη νοσοκόμο του –ένα κουβάρι όπως λέμε κοινώς, έτσι που να δίνη την εντύπωσι ανθρώπου που μόλις μπορεί να σταθή στα πόδια του. Φθάνει στο θέατρο, αλλάζει σακάκι και έρχεται να σταθή μπροστά στο αναλόγιό του. Από τη στιγμή που θα πάρη στα χέρια του την μπαγκέτα, το ερείπιο μεταβάλλεται ξαφνικά σε κολοσσό. Ορθώνει το ανάστημά του, ξεχνά ηλικία και πόνους και αδυναμίες, παίρνει ένα ύφος πολεμάρχου σε μάχη, τίποτε δεν τον επηρεάζει πια και διευθύνει ογδόντα όργανα και τους τραγουδιστές με τέτοια μαεστρία που τίποτε δεν του διαφεύγει –ούτε η παραμικρή νότα. Και φωνάζει και επιβάλλεται και κατευθύνει και διατάσσει, καταπληκτικός και τεράστιος, σφριγηλός και ακαταμάχητος. Ευθύς μόλις τελειώση τη δουλειά του, ξαναγίνεται το καημενούλι το γεροντάκι που έχει απόλυτη ανάγκη περιθάλψεως για να κάνη μερικά βήματα» («Το Βήμα», 21.8.1960).
Ο Σεραφίν υπήρξε παντρεμένος με τη σοπράνο Ελένα Ρακόφσκα. Πέθανε στο Μιλάνο στις 2 Φεβρουαρίου 1968, μόνος του, στο διαμέρισμά του στη Ρώμη. Για κάποιες ημέρες, οι Αρχές δεν γνώριζαν την ταυτότητά του, ώσπου να αναγνωριστεί από τους φίλους του, οι οποίοι τον μετέφεραν να ταφεί στη γενέτειρά του, δίπλα στη μητέρα του.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ