Είναι θλιβερό και συνάμα ανησυχητικό για το Δημοκρατικό μας πολίτευμα αυτό που συμβαίνει με το ΒΗΜΑ και ΤΑ ΝΕΑ του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη. Είμαι αναγνώστης του Βήματος από τα φοιτητικά μου χρόνια, όταν ήταν ημερήσιο, ενώ αργότερα ως Καθηγητής Πανεπιστημίου συνήθιζα να συνιστώ στους φοιτητές μου να διαβάζουν, τουλάχιστον κάθε Κυριακή, μια ή δύο καλές εφημερίδες, με έμφαση στο οικονομικό ένθετο, τις διεθνείς ειδήσεις, τις εξελίξεις γύρω από την ευρωπαϊκή ενοποίηση και τα σχετικά άρθρα.

Μεταξύ αυτών τους συνιστούσα και Τo ΒΗΜΑ, με την παρατήρηση, να διαβάζουν τις εφημερίδες αυτές και να ενημερώνονται ανεξαρτήτως των πολιτικών τους φρονημάτων, να κρίνουν κάθε είδηση και κάθε άρθρο, ναεπικρίνουν, να συμφωνούν ή να διαφωνούν. Αυτό είναι το δικαίωμα του αναγνώστη.

Διαβάζω από τότε ΤΟ ΒΗΜΑ διότι είναι, σύμφωνα με την βρετανική ορολογία, “qualitypaper” (εφημερίδα ποιότητας), γιατί σ’ αυτό έγραφαν και γράφουν πλειάδα διακεκριμένων δημοσιογράφων και συνεργατών. Στο ΒΗΜΑ διάβαζα τα πύρινα άρθρα, πολιτικά και οικονομικά, του Αθανάσιου Κανελλόπουλου, ιδίως κατά την δικτατορία τους «Αντίλαλους», με τα φαρμακερά βέλη κατά της Χούντας. Εκεί διάβαζα κάθε πρωί τις Επιφυλλίδες και τα Χρονογραφήματα του Παύλου Παλαιολόγου, Ηλία Βενέζη, Άγγελου Τερζάκη, Μάριου Πλωρίτηκ.ά.

Τα επιτυχημένα άρθρα, οικονομικά και πολιτικά, του Γιάννη Μαρίνου και πολλών άλλων, που τώρα μου διαφεύγει το όνομά τους. Προσωπικά δε θεώρησα και θεωρώ μεγάλη μου τιμή το γεγονός ότι Το Βήμα φιλοξένησε αργότερα και δικά μου άρθρα.

Το Βήμα ήταν και είναι απόλυτα δημοκρατική εφημερίδα, αφιερωμένη στο Κέντρο, στην κεντρώα ιδεολογία, με θαυμάσια γλώσσα, την καθομιλουμένη, χωρίς υπερβολές, με άλλα λόγια, ήταν και είναι θεματοφύλακας της ελληνικής γλώσσας, κάτι ανάλογο με τους TIMESκαι το GUARDIAN της Αγγλίας.

Συνήθιζα να λέω στους φοιτητές μου αλλά και σε φίλους μου ότι το να διαβάζεις κάθε Κυριακή Το Βήμα είναι σαν να παρακολουθείς μια πανεπιστημιακή σχολή πολιτικών και οικονομικών Επιστημών. Το μόνο……. μειονέκτημά του είναι ότι για να το εξαντλήσεις πρέπει να το διαβάζεις ολόκληρη την εβδομάδα.

Αυτήν λοιπόν την εφημερίδα και κάθε άλλη με ανάλογο περιεχόμενο, με τέτοια ιστορία και προσφορά στη Δημοκρατία και στους θεσμούς, δεν την κλείνεις ούτε με κυβερνητικές αποφάσεις, ούτε με τραπεζικό στραγγαλισμό. Το ίδιο ισχύει και για κάθε άλλη εφημερίδα ανεξαρτήτως ιδεολογίας και περιεχομένου. Αν το αναγνωστικό κοινό δεν συμφωνεί με το περιεχόμενο και την πολιτική γραμμή μιας εφημερίδας, απλώς δεν την αγοράζει και τότε η εφημερίδα κλείνει. Οι εφημερίδες του ΔΟΛ είναι πρώτες ή μεταξύ των πρώτων σε κυκλοφορία. Άρα, το αναγνωστικό κοινό τις θέλει, τις διαβάζει. Αν η κυβέρνηση θεωρεί ότι οι εφημερίδες αυτές περιέχουν ειδησεογραφία που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ας εφοδιάζει με τις αληθείς κατά τη γνώμη της ειδήσεις τις άλλες εφημερίδες, ώστε ο αναγνώστης να κρίνει. Ποτέ, καμία κυβέρνηση δεν ωφελήθηκε από το κλείσιμο μιας εφημερίδας. Τουναντίον, το κλείσιμο έγινε μπούμερανκ.

Εφημερίδες μπορεί να κλείσουν, με απόφαση Δικαστηρίου, αν έχουν παραβιάσει την κείμενη νομοθεσία. Αν οι εφημερίδες έχουν οφειλές σε Τράπεζες, Ασφαλιστικά ή Δημόσια Ταμεία, πρέπει να εφαρμόζεται η ισχύουσα νομοθεσία. Οι εφημερίδες είναι εμπορικές επιχειρήσεις, ό, τι ισχύει για τις υπερχρεωμένες επιχειρήσεις πρέπει να εφαρμόζεται και στις εκδοτικές επιχειρήσεις. Τολμώ δε να ισχυριστώ ότι, όπως συμβαίνει σε πολλές χώρες της Ευρώπης, οι εφημερίδες πρέπει να τυγχάνουν κρατικών ενισχύσεων, τηρουμένης της αρχής της ισότητας, δεδομένης της ύψιστης αποστολής τους στη σύγχρονη Δημοκρατία.

Αν θέλουμε να θεσμοθετήσουμε ένα όργανο κοινωνικού «ελέγχου» του Τύπου για την αξιοπιστία του, ας μιμηθούμε το βρετανικό παράδειγμα, όπου, στο τέλος κάθε έτους, δημοσιεύεται η έκθεση μιας ανεξάρτητης αρχής, όχι κρατικής, στην οποία καταγράφεται κάθε δημοσίευμα του βρετανικού τύπου που δεν ανταποκρινόταν στην αλήθεια, που ήταν υπερβολικό ή προσβλητικό για την κυβέρνηση, την κοινωνία ή τους πολίτες. Είναι το περίφημο, “FleetStreetReport”, από το όνομα της ομώνυμης οδού στην οποία είχαν παλαιότερα την έδρα τους οι περισσότερες εφημερίδες του Λονδίνου, το οποίο δεν είναι δεσμευτικό, απλώς κρίνει τις εφημερίδες, πωλείται ως βιβλιαράκι αντί μιας λίρας στερλίνας και αφήνει το αναγνωστικό κοινό να διαβάσει και να αποφασίσει. Γιατί όχι και εμείς.

Τελειώνω με μια έκκληση προς «όλους». Για τ’ όνομα του Θεού, να μην κλείσει καμία εφημερίδα. Θα είναι μαχαιριά στην ελευθεροτυπία, τον πλουραλισμό και τελικά στη Δημοκρατία μας. Αποτελεί παραβίαση των αρχών και αξιών της ΕΕ, όπως αναφέρονται στο άρθρο 2 της Συνθήκης ΕΕ και του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων αυτής, με σοβαρές νομικές συνέπειες. Εκκρεμεί προσπάθεια να κλείσουν επιτυχημένοι τηλεοπτικοί σταθμοί και να περιοριστεί ο αριθμός τους, τώρα γίνεται προσπάθεια να κλείσουν εφημερίδες. Που οδηγεί αυτή η τακτική; Δεν ανησυχούν οι Θεσμοί, τα συνδικαλιστικά όργανα του Τύπου και γενικότερα της χώρας; Αν κλείσουν εφημερίδες, θα είναι ασυγχώρητο λάθος, που θα καταγραφεί στην Ιστορία της χώραςγια πάντα, σε βάρος αυτού που θα το επιχειρήσει.


Ο Παναγιώτης Ι. Κανελλόπουλος είναι ομότιμος Καθηγητής του Δικαίου της ΕΕ στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς. Κάτοχος ευρωπαϊκής έδρας Jean Monnet.