Η νέα κυβέρνηση, παρά τη σαφή της πρόθεση για επιτάχυνση των μνημονιακών υποχρεώσεων, θα αποτύχει για τους ίδιους λόγους που απέτυχε και η προηγούμενη. Η χώρα για να βγει από την κρίση χρειάζεται ευρύτερες συναινέσεις για τη χάραξη εθνικής πολιτικής και ισχυρή κυβέρνηση ικανή να την υλοποιήσει. Η πρόσφατη ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στο μέτωπο των καναλιών και του ΕΣΡ και οι προσπάθειες για επίτευξη συμφωνίας, αλλά και τα γενικότερα αδιέξοδα της κυβερνητικής πολιτικής, επανέφεραν στο προσκήνιο του δημόσιου διαλόγου προτάσεις για εθνική συνεννόηση και για κυβερνητικές συνεργασίες. Από τις προτάσεις αυτές, άλλες αποσκοπούν στη διάσωση του κυβερνώντος κόμματος και άλλες επιδιώκουν την επιβίωση της χώρας. Δεν θα πρέπει όμως οι όποιες κομματικές σκοπιμότητες να αποτελούν εμπόδιο για την υποστήριξη θέσεων εθνικής ευθύνης.
Σε μια χώρα που έχει χρεοκοπήσει η εθνική συνεννόηση αποτελεί προϋπόθεση για την έγκαιρη κοινωνική και οικονομική της ανόρθωση. Εάν στην Ελλάδα του 2010 είχε υπάρξει εθνική συνεννόηση, αντί για το αντιμνημονιακό μένος που εξέθρεψαν για στενά κομματικά οφέλη τόσο η ΝΔ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ, θα ήμασταν ήδη στον δρόμο της ανάπτυξης.
Αλλά και σήμερα που η κρίση συνεχίζεται, η εθνική συνεννόηση ανάμεσα στις δημοκρατικές δυνάμεις που προτάσσει η Δημοκρατική Συμπαράταξη θα διευκόλυνε την υλοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων για την έξοδο από τα μνημόνια, όπως εξάλλου συνέβη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες τα τελευταία χρόνια. Η δική μας αδυναμία εθνικής συνεννόησης, τώρα που έληξε άδοξα το «αντιμνημονιακό» αφήγημα, μπορεί να οφείλεται πρωτίστως στη διχαστική ρητορική περί «δύο κόσμων» και στον αντιδημοκρατικό καθεστωτισμό της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, αλλά τροφοδοτείται και από την αντιπολιτευτική πολιτική του «όχι σε όλα», η οποία επιδιώκει με τον τρόπο αυτό να επιταχύνει τη φθορά της κυβέρνησης.
Ομως, το «όχι σε όλα» φθείρει και τη χώρα περιορίζοντας ακόμα περισσότερο τα ήδη στενά περιθώρια της αναγκαίας εθνικής συνεννόησης. Επιπλέον, καθιστά λιγότερο πειστικό τον αντιπολιτευτικό λόγο, όταν αυτός αρνείται να επιδοκιμάσει –αν όχι και να στηρίξει –τις ελάχιστες, έστω, σωστές κυβερνητικές πρωτοβουλίες, όπως συνέβη πρόσφατα με το μάθημα των Θρησκευτικών. Σε μια εποχή μάλιστα όπου αμφισβητείται η αξιοπιστία του πολιτικού μας συστήματος, η γλώσσα της αλήθειας στην πολιτική δεν εξυπηρετεί μόνο εθνικές ανάγκες αλλά και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς τα κόμματα, καθώς και την απόκτηση συλλογικής αυτογνωσίας, είδους δυστυχώς εν ανεπαρκεία. Επιπρόσθετα, όσο θα συντηρείται από τη στάση της αντιπολίτευσης το διχαστικό κλίμα που καλλιεργεί ο ΣΥΡΙΖΑ, τόσο θα διευκολύνεται η περιχαράκωση των οπαδών του με «πολεμικά οδοφράγματα» που σκόπιμα επιδιώκουν στελέχη του.
Η εθνική συνεννόηση και η γλώσσα της αλήθειας αποτελούν, επίσης, τα θεμέλια για τη συγκρότηση ισχυρής, και κυρίως αποτελεσματικής, κυβέρνησης. Η επτάχρονη εμπειρία έχει καταστήσει φανερή την αδυναμία κυβερνήσεων οριακής πλειοψηφίας να βγάλουν τη χώρα από την κρίση, είτε είχαν κορμό τη ΝΔ είτε, όπως τώρα, τον ΣΥΡΙΖΑ. Η χώρα πάνω απ’ όλα χρειάζεται κυβέρνηση συνεργασίας ευρύτερων δημοκρατικών-μεταρρυθμιστικών δυνάμεων, που θα μπορούν να συμφωνήσουν σε ένα εθνικό σχέδιο οικονομικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης, αλλά και στην αντιμετώπιση των διεθνών απειλών που αυξάνονται επικίνδυνα στην περιοχή μας.
Μια τέτοια όμως κυβέρνηση δεν μπορεί να προκύψει από τους υφιστάμενους πολιτικούς συσχετισμούς, αλλά και με τις ασκούμενες πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ, οι οποίες αποσκοπούν στην εγκαθίδρυση ενός νέου αδιεξόδου δικομματισμού, του «φύγε εσύ, να έρθω εγώ». Γι’ αυτό και σήμερα κάθε προτροπή για προεκλογική ή μετεκλογική συστράτευση με τη ΝΔ ή τον ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελεί πρόταση διεξόδου αλλά αναπαραγωγής ενός χρεοκοπημένου πολιτικού μοντέλου. Επιπλέον, όσοι υποστηρίζουν την έστω συγκυριακή υποστήριξη της ΝΔ για να ηττηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ κάθε άλλο παρά εξυπηρετούν τη βασική τους αυτή επιδίωξη. Αντίθετα, δυσχεραίνουν την περαιτέρω αποσυσπείρωση της εκλογικής βάσης του κυβερνώντος κόμματος, η οποία κυριαρχείται από «αντιδεξιά» αντανακλαστικά και για την οποία μόνο ένας ενιαίος φορέας στον χώρο της Κεντροαριστεράς απαλλαγμένος από τις παθογένειες του παρελθόντος θα μπορούσε να αποτελέσει εναλλακτική επιλογή.
Για όλους αυτούς τους λόγους, ισχυρή κυβέρνηση διευρυμένης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας θα μπορεί να προκύψει μόνο εάν ενισχυθούν στις επόμενες κάλπες εκείνες οι δυνάμεις που επιζητούν την εθνική συνεννόηση και την ευρύτερη δυνατή κυβερνητική συνεργασία. Το ποιες ακριβώς θα είναι οι δυνάμεις αυτές θα το καθορίσουν το αποτέλεσμα των επόμενων εκλογών, οι κομματικές αναταράξεις που θα προκληθούν, οι πολιτικές συνθήκες που θα διαμορφωθούν, αλλά και η έκβαση της μάχης που θα κληθούν οι δυνάμεις αυτές να δώσουν με τον λαϊκισμό, ο οποίος ενδημεί σε όλα τα κόμματα, αλλού περισσότερο και αλλού λιγότερο.
Ο κ. Γιάννης Τούντας είναι καθηγητής Ιατρικής, μέλος της Συντονιστικής Γραμματείας των Κινήσεων Πολιτών για τη Σοσιαλδημοκρατία και του Κεντρικού Συμβουλίου της Δημοκρατικής Συμπαράταξης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ