Θα έχει τύχει και σε εσάς. Να κλείνετε ραντεβού, να περιμένετε όλο το απόγευμα τον μαστρο-Παύλο να επισκευάσει το χαλασμένο φωτιστικό της κουζίνας και το βράδυ να δειπνείτε με κεριά, όχι επειδή παραμένετε αθεράπευτα ρομαντικοί, αλλά επειδή ο ακατονόμαστος δεν ήρθε ποτέ. Αν δεν την πάθατε με τον ηλεκτρολόγο, θα την έχετε πάθει με τον υδραυλικό, με τον πατωματζή, με τον ελαιοχρωματιστή…
«Ο ελαιοχρωματιστής! Αυτός με έριξε στα ψυχοφάρμακα» έλεγε τις προάλλες η Ουρανία. Ολα ξεκίνησαν, ισχυρίζεται, όταν αποφάσισε να βάψει το σπίτι της. Τέλη Αυγούστου άρχισε, ώστε στις 11 Σεπτεμβρίου, που θα πήγαιναν τα παιδιά σχολείο, να είναι όλα έτοιμα, και δύο μήνες μετά η κουζίνα της εξακολουθούσε να είναι γιαπί. Τη μία ο μάστορας είχε κηδεία στο χωριό και εξαφανιζόταν, την άλλη τού τελείωνε ο στόκος και δεν μπορούσε να συνεχίσει, την τρίτη πάθαινε λουμπάγκο, μερικές ημέρες μετά απλώς δεν εμφανιζόταν χωρίς καμία δικαιολογία… «Εφτασα στο σημείο να τον παραμονεύω έξω από το σπίτι του και να του κάνω σκηνές σαν αυτές που κάνουν οι φτηνές γκόμενες: «Εγώ σε περίμενα, πού ήσουν, γιατί με έστησες, μη φύγεις, Ντόρη μου, θα φαρμακωθώ!»».
Εντάξει, αυτό το τελευταίο (κλεμμένο από τα «Κόκκινα φανάρια» είναι) δεν του το είπε, το σκέφτηκε όμως μέσα στην παραφορά της ένα πρωί που, όπως κάθε πρωί, έπρεπε να κάνει καφέ και να ετοιμάσει πρωινό για τα παιδιά σε μια κουζίνα που παρέπεμπε σε βομβαρδισμένο σπίτι στη Μοσούλη. Τότε, ανήσυχη πλέον με τα τρελά που σκεφτόταν και με την αρνητική επιρροή που είχε στη ζωή της ο μαστρο-Ντόρης, αποφάσισε να ζητήσει ιατρική βοήθεια. Της έδωσαν κάτι χάπια αισιοδοξίας και σε μερικές ημέρες κατάφερε να μπαίνει στην κουζίνα της χωρίς να ξεσπάει σε λυγμούς.
Την καταλαβαίνω και τη συµπονώ. Ο λόγος για τον οποίο αποφεύγω να κάνω κάτι μερεμέτια που θα έπρεπε να έχουν γίνει εδώ και καιρό είναι πως δεν θέλω να μπλέξω με μάστορες. Προτιμώ να ζω με την υγρασία στον τοίχο μου παρά με μια υπόσχεση («Θα έρθω οπωσδήποτε αύριο το πρωί») που δεν υπάρχει περίπτωση να εκπληρωθεί. Εχω εξαπατηθεί πολλές φορές στο παρελθόν, δεν θέλω να το ξαναζήσω. Με αφορμή, όμως, και την πρόσφατη περιπέτεια του Φοίβου, που εδώ και εβδομάδες περιφέρεται για να κάνει ντους από φίλο σε φίλο επειδή τον έχει κρεμάσει ο υδραυλικός που θα άλλαζε τσάκα τσάκα τον χαλασμένο θερμοσίφωνά του, θέτω εκ νέου το καυτό ερώτημα: γιατί οι εν Ελλάδι μάστορες είναι τόσο ασυνεπείς, τόσο αφερέγγυοι, τόσο γαϊδούρια; Γιατί μας ταλαιπωρούν; Γιατί μας κοροϊδεύουν; Γιατί δυσκολεύουν την ήδη επιβαρημένη ζωή μας; Γιατί, αν και επαγγελματίες, συμπεριφέρονται τόσο ερασιτεχνικά;
Φοβάµαι πως η απάντηση κρύβεται σε ένα γενικότερο και εξαιρετικά βαθύ κοινωνικό πρόβλημα: Στην «ομορφότερη χώρα του κόσμου», μαθαίνουμε από πολύ μικροί να μην υπολογίζουμε τον διπλανό μας και να ενδιαφερόμαστε μόνο για τη βολή μας. Κάπως έτσι, όπως μέσα στη βροχή ο προφυλαγμένος οδηγός δεν σταματά να περάσει ο περαστικός που έχει γίνει λούτσα, όπως στο σουπερμάρκετ η κυρία που στέκεται τελευταία στην ουρά θα κάνει ό,τι μπορεί για να τους προσπεράσει όλους και να τελειώσει πρώτη, όπως στον δρόμο ο «σκυλομπαμπάς» δεν θα μαζέψει τις ακαθαρσίες του ζώου του, όπως στο ταξί ο οδηγός θα καπνίσει μέσα στα μούτρα σου, όπως στο εμπορικό κατάστημα η πωλήτρια θα προτιμήσει να σε διώξει παρά να ψάξει στην αποθήκη της αν υπάρχουν υποδήματα στο νούμερό σου, έτσι και ο μάστορας θα σε γράψει στα παλαιότερα των υποδημάτων του.
Επιπόλαιος, εξυπνάκιας, (συχνά) αγενής και «εθισμένος» στην ασυνέπεια, στην αδιαφορία, στον οχαδερφισμό, σίγουρος ότι έχει το πάνω χέρι επειδή έχεις την ανάγκη του, εκείνο που σίγουρα θα κάνει είναι τα νεύρα σου τσατάλια. Στο τέλος, θα υπερτιμολογήσει τις υπηρεσίες του και δεν θα σου δώσει απόδειξη. Ζήτα μετά εσύ από την Ουρανία μερικά από εκείνα τα μαγικά χαπάκια που όταν τα πάρεις δεν σε νοιάζει που το καλοριφέρ σκούριασε και έκανε το σαλόνι σου λίμνη Δόξα. Κάνουν δουλειά.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ