Ποιες είναι οι βασικές ιδεολογικές και προγραμματικές διαφορές μεταξύ σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και αυτών της ριζοσπαστικής Aριστεράς – πολιτικών σχηματισμών όπως των Ποντέμος, του ΣΥΡΙΖΑ, του πορτογαλικού αριστερού μπλοκ και της γερμανικής Αριστεράς (Die Linke). Πρόκειται για αγεφύρωτες διαφορές ή υπάρχουν «εκλεκτικές συγγένειες» μεταξύ των πρώτων και των δεύτερων;
Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα


Ξεκινώ από τα τρία βασικά χαρακτηριστικά της κλασικής σοσιαλδημοκρατίας, όπως αυτά αναπτύχθηκαν από τον κύριο θεωρητικό της Εντουαρντ Μπέρνσταϊν.

Ο αναθεωρητισμός του μαρξισμού
: Η κύρια αδυναμία του μαρξισμού-λενινισμού είναι ο οικονομικός αναγωγισμός, η ιδέα πως οι αντινομίες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής οδηγούν αργά ή γρήγορα στην επαναστατική ανατροπή του και κατόπιν στη δικτατορία του προλεταριάτου, στον σοσιαλισμό και, σε μια τελική φάση, στον κομμουνισμό. Κατά τον Μπέρνσταϊν, η πίστη σε νόμους που αναπόφευκτα οδηγούν στο τέλος της αλλοτρίωσης οδηγεί σε μια λάθος στρατηγική σε ό,τι αφορά την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος. Η επανάσταση στον εικοστό αιώνα, όπως φάνηκε ξεκάθαρα στη ρωσική περίπτωση, οδήγησε στον σταλινικό ολοκληρωτισμό.

Δημοκρατικός ρεφορμισμός
: Με βάση τα παραπάνω δεν είναι η επαναστατική/βίαιη στρατηγική λενινιστικού τύπου, αλλά μια σταδιακή/εξελικτική στρατηγική που θα οδηγήσει στην επέκταση αστικών, πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων προς τα λαϊκά στρώματα. Αυτό μπορεί να συμβεί με την απόκτηση του δικαιώματος της ψήφου και τη σταδιακή ένταξη του προλεταριάτου στην ενεργό πολιτική αρένα. Με βάση την παραπάνω στρατηγική, τα μαζικά οργανωμένα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στη λεγόμενη «χρυσή εποχή της σοσιαλδημοκρατίας» (1945-1975) κατόρθωσαν να πάρουν με δημοκρατικό τρόπο την εξουσία και να εξανθρωπίσουν σε έναν μεγάλο βαθμό τον βάρβαρο καπιταλισμό του 19ου αιώνα. Κατόρθωσαν να αναπτύξουν το κοινωνικό κράτος, να ενδυναμώσουν το κράτος δικαίου και να στηρίξουν την αντιπροσωπευτική δημοκρατία.

Δημοκρατικός σοσιαλισμός
: Αντίθετα με αυτούς που πιστεύουν στη διαιώνιση του καπιταλισμού, οι οπαδοί του εξελικτισμού/ρεφορμισμού έχουν ως στόχο τη δημιουργία αντικειμενικών συνθηκών που μπορεί να οδηγήσουν μέσω του κοινοβουλευτισμού σε μια μετακαπιταλιστική κατάσταση όπου η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής θα περάσει από το ιδιωτικό στο συλλογικό (κυρίως, αλλά όχι μόνιμο) μέσω συνεταιριστικού τύπου οργανώσεων.
Τα κόμματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς


Παρ’ όλο που συχνά οι ηγεσίες τους έχουν λενινιστικές ή/και σταλινικές καταβολές, σήμερα διαφοροποιούνται σαφώς από τα σύγχρονα κομμουνιστικά κόμματα. Για παράδειγμα, οι κομμουνιστές απορρίπτουν την «αστική» δημοκρατία ενώ οι ριζοσπάστες αριστεροί θέλουν να την εμβαθύνουν –κυρίως με το πέρασμα από την αντιπροσωπευτική στην άμεση δημοκρατία. Πιο γενικά, δέχονται τα, κατά τον Μπέρνσταϊν, τρία βασικά χαρακτηριστικά της κλασικής σοσιαλδημοκρατίας. Ξεκινώντας από τον αναθεωρητισμό του μαρξισμού, οι οπαδοί της ριζοσπαστικής Αριστεράς είτε απορρίπτουν τελείως τον μαρξισμό (E. Laclau), είτε τον δέχονται επιλεκτικά/ευέλικτα. Απορρίπτουν επίσης τη λενινιστική στρατηγική της βίαιης ανατροπής. Οπως και για τους σοσιαλδημοκράτες, ο δρόμος προς τον δημοκρατικό σοσιαλισμό πρέπει να είναι σταδιακός καθώς και μέσα στο πλαίσιο της δημοκρατικής νομιμότητας. Ετσι σχεδόν όλα τα κόμματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς που είναι ενταγμένα στην ευρωζώνη είναι ανοιχτά σε συνεργασίες με άλλα κόμματα. Επιπλέον, έχουν ως βραχυπρόθεσμο στόχο τον ριζικό μετασχηματισμό της σημερινής ΕΕ. Απορρίπτουν τη λιτότητα και πιέζουν για τη μείωση των ανισοτήτων μεταξύ των ανταγωνιστικών οικονομιών του Βορρά και των λιγότερο ανταγωνιστικών του Νότου, την αναδιανομή του πλούτου, τη μείωση του δημοκρατικού ελλείμματος της ευρωζώνης καθώς και την οικονομικοπολιτική και κοινωνική ενοποίησή της. Πιστεύουν, με άλλα λόγια, όπως και οι σοσιαλδημοκράτες, στο πέρασμα από τον «καπιταλισμό καζίνο» σε έναν πολιτικά ελεγχόμενο σοσιαλδημοκρατικού τύπου καπιταλισμό.
Τέλος, σε ό,τι αφορά τον απώτερο στόχο του δημοκρατικού σοσιαλισμού, και για τη σοσιαλδημοκρατία και για τη ριζοσπαστική Αριστερά, αυτό που οι κομμουνιστές αποκαλούν «αστική» δημοκρατία δεν απορρίπτεται. Απλά ο τωρινός δημοκρατικός κοινοβουλευτισμός πρέπει να αποκτήσει πιο γερές ρίζες. Κυρίως μέσω του εκδημοκρατισμού και άλλων θεσμικών χώρων όπως του οικονομικού (π.χ. ανάπτυξη ανεξάρτητων συνεταιρισμών, συμμετοχή των εργαζομένων στα ΔΣ των επιχειρήσεων), της οικογένειας (ισότητα μεταξύ φύλων) κ.τ.λ. Οπως και κατά τον Μπέρνσταϊν, είναι αυτού του είδους οι αλλαγές που στο μέλλον μπορεί να οδηγήσουν σε έναν δημοκρατικό σοσιαλιστικό τρόπο παραγωγής.
Οι παραπάνω τρεις ιδεολογικοί προσανατολισμοί φέρνουν κοντά σοσιαλδημοκράτες και αριστερούς ριζοσπάστες. Υπάρχουν όμως και σοβαρές διαφορές. Οι τελευταίοι κατηγορούν τους πρώτους ότι έχουν απομακρυνθεί από τις αξίες της «χρυσής εποχής» της σοσιαλδημοκρατίας, προσεγγίζοντας αυτές του νεοφιλελευθερισμού. Οι σοσιαλδημοκράτες, από την άλλη μεριά, αντιτίθενται στον έντονο κρατικιστικό προσανατολισμό της ριζοσπαστικής Αριστεράς (τουλάχιστον όπως αυτός χαρακτηρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ, στη θεωρία βέβαια). Αναπτύσσουν το επιχείρημα πως οι ριζοσπάστες αριστεροί δεν δίνουν τη δέουσα προσοχή στα αποτελέσματα της παγκοσμιοποίησης εντός του κράτους έθνους στη σύγχρονη εποχή. Κατ’ αυτούς, όσο εντείνεται η διείσδυση των παγκόσμιων πολιτικών και οικονομικών μηχανισμών στο εσωτερικό του κράτους έθνους, τόσο ο έλεγχος της οικονομίας μέσω κρατικοποιήσεων είναι αναποτελεσματικός. Αυτό που πέτυχε η κλασική σοσιαλδημοκρατία στη «χρυσή εποχή» της (εποχή κατά την οποία το κράτος ήλεγχε σε έναν σημαντικό βαθμό, εντός των εθνικών συνόρων, τις κινήσεις των κεφαλαίων) δεν μπορεί να επαναληφθεί. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως ο οικονομικός φιλελευθερισμός και ο καπιταλισμός-καζίνο αποτελούν μονόδρομο. Ενας αποτελεσματικός πολιτικός έλεγχος των αγορών μπορεί σήμερα να επιτευχθεί μόνο σε μεταεθνικό επίπεδο. Οχι η Ελλάδα ή η Πορτογαλία αλλά μια Ενωμένη Ευρώπη θα είχε τη δυνατότητα, ως σοβαρός παίκτης στην παγκόσμια πολιτικοοικονομική αρένα, να ελέγξει σε έναν βαθμό τη σημερινή αναρχία των αγορών.
Βέβαια η έμφαση της ριζοσπαστικής Αριστεράς στον κρατισμό κινείται σε ένα θεωρητικό, κανονιστικό επίπεδο. Στην πράξη, όπως φάνηκε καθαρά στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, οι ιδιωτικοποιήσεις επιβάλλονται από τους ισχυρούς εταίρους της ευρωζώνης. Από μια σοσιαλδημοκρατική σκοπιά, ένας σχετικός έλεγχος της εθνικής αγοράς μπορεί να προέλθει από την κοινωνία των πολιτών, κυρίως από τις ΜΚΟ ή από ανεξάρτητες από την κυβέρνηση αρχές που, όταν λειτουργούν σωστά, μπορούν να αμβλύνουν και τον κρατικό δεσποτισμό και την ασυδοσία των αγορών. Η ριζοσπαστική Αριστερά γενικά και ο ΣΥΡΙΖΑ ειδικά βλέπει με καχυποψία και τις ΜΚΟ και τις ανεξάρτητες αρχές. Κατά τους ριζοσπάστες αριστερούς, οι πρώτες ή ελέγχονται πλήρως από το κράτος ή παρέχουν υπηρεσίες που το κράτος θα έπρεπε να παρέχει. Αρα κάνουν πιο εύκολη τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους. Οσο για τις ανεξάρτητες αρχές, αυτές δεν χαίρουν δημοκρατικής νομιμοποίησης –αφού αυτοί/αυτές που τις διευθύνουν δεν ελέγχονται από τους πολίτες.
Συμπέρασμα


Στον βαθμό που μπορεί κανείς να γενικεύσει, με βάση την παραπάνω ανάλυση υπάρχουν σημαντικές συγκλίσεις μεταξύ σοσιαλδημοκρατίας και ριζοσπαστικής Αριστεράς στα θέματα του αναθεωρητισμού, του ρεφορμισμού και του δημοκρατικού σοσιαλισμού. Η βασική απόκλιση έχει να κάνει με τον κρατικισμό. Οι ριζοσπάστες αριστεροί δεν λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους τη μείωση της αυτονομίας του έθνους κράτους που η παγκοσμιοποίηση έχει επιφέρει. Εξακολουθούν να πιστεύουν πως οι κρατικοποιήσεις που είχαν σχετική επιτυχία στη χρυσή εποχή της σοσιαλδημοκρατίας είναι ακόμη ένας τρόπος ελέγχου του εγχώριου και πολυεθνικού κεφαλαίου. Αυτό βέβαια στο επίπεδο της ιδεολογίας. Σε ένα πιο πρακτικό επίπεδο, όταν η ριζοσπαστική Αριστερά γίνει κυβέρνηση όπως στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, οι ιδιωτικοποιήσεις επιβάλλονται εκ των άνω και υλοποιούνται μεν αλλά με αμφίθυμο τρόπο. Νομίζω πως το ίδιο θα συμβεί με τους Ποντέμος, αν ποτέ κατορθώσουν να κυβερνήσουν.

Αυτό που θα έφερνε πιο κοντά σοσιαλδημοκράτες και ριζοσπάστες αριστερούς είναι αν οι πρώτοι κατορθώσουν να πάρουν μεγαλύτερες αποστάσεις από τον νεοφιλελευθερισμό. Και αν οι δεύτεροι αντιληφθούν πως ο πολιτικός έλεγχος του κεφαλαίου και ειδικά του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού δεν είναι εφικτός σε μία μόνο χώρα (ιδίως μικρού ή μεσαίου μεγέθους). Αν αυτό συμβεί, οι συγκρίσεις μεταξύ σοσιαλδημοκρατίας και ριζοσπαστικής Αριστεράς θα είναι πιο σημαντικές από τις αποκλίσεις. Αφού και οι μεν και οι δε στοχεύουν στο πέρασμα από τον νεοφιλελεύθερο σε έναν πιο ανθρώπινο καπιταλισμό με στόχο την επίτευξη μελλοντικά ενός δημοκρατικού σοσιαλισμού.

Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στην LSE.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ