Στις συνεχείς προτάσεις και συζητήσεις για αναθεώρηση του Συντάγματος (το οποίο η πλειοψηφία των συμμετεχόντων δεν θεωρεί αποκλειστικό ή κύριο υπεύθυνο για την κρίση) υπάρχει διάχυτη μια εξαιρετικά επικίνδυνη ιδέα. Το να χρησιμοποιήσουμε την ευκαιρία για να δημιουργήσουμε και να κλειδώσουμε μέσα του καινούργιες («σωστές» αυτή τη φορά) πολιτικές.
Ο Πρόεδρος της Βουλής είναι ανάμεσα στους πολλούς θιασώτες της ιδέας να συμπεριλάβουμε την απλή αναλογική στο Σύνταγμα. Ομως η ένταξη του όποιου εκλογικού νόμου στο Σύνταγμα είναι λαθεμένη επιλογή. Ο λόγος είναι απλός: Ο εκλογικός νόμος έχει διπλό σκοπό. 1. Να δίνει αντιπροσώπευση στις διάφορες τάσεις που υπάρχουν στο εκλογικό σώμα. 2. Να δημιουργεί σταθερές κυβερνήσεις. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει ιδανικός εκλογικός νόμος.
Ενας σημαντικός υπουργός της κυβέρνησης έγραψε: «Δεν είναι όμως ούτε δυνατό ούτε επιθυμητό όλα τα θέματα της αναθεώρησης να λυθούν συναινετικά, ιδίως αν ένας από τους βασικούς της στόχους είναι η υπέρβαση του παλαιού πολιτικού συστήματος». («Καθημερινή», 22 Ιουνίου). Ακολούθησαν μια σειρά ιδέες περισσότερο ή λιγότερο καινοφανείς ή λυσιτελείς. Δεν είναι στόχος μου να τις συζητήσω. Η φιλοσοφία πίσω από τον στόχο (της δράσης χωρίς συναίνεση) είναι που με προβληματίζει, ή καλύτερα με πανικοβάλλει. Και αυτό γιατί ακούω απόηχους της ίδιας λογικής από την άλλη πλευρά.
Ο πρόεδρος της ΝΔ πρότεινε («Καθημερινή», 3.1.16) να «διασφαλίσουμε όχι μόνο ότι η επόμενη Βουλή θα είναι αναθεωρητική αλλά και ότι η συνταγματική αναθεώρηση θα συντελεστεί με απλή πλειοψηφία». Και εδώ πλειοψηφία αντί για συναίνεση θεωρείται ο κατάλληλος μηχανισμός για συνταγματική αναθεώρηση.
Υπάρχουν πολλές ιδέες και ολοκληρωμένες προτάσεις για αναθεώρηση. Ολες θα πρέπει να είναι καλοδεχούμενες και να συζητηθούν σοβαρά ώστε να υπάρξει σύγκλιση απόψεων.
Για παράδειγμα, υπάρχει συναίνεση για την αλλαγή των διατάξεων περί ευθύνης υπουργών. Μια άλλη ιδέα που κυκλοφόρησε ευρέως είναι το ασυμβίβαστο της βουλευτικής και υπουργικής ιδιότητας (κάτι που ισχύει και στη Γαλλία). Δεν ξέρω αν υπάρχει (ή μπορεί να δημιουργηθεί) επ’ αυτού συναίνεση. Επίσης είναι κοινή παραδοχή ότι οι ανεξάρτητες αρχές δεν λειτούργησαν. Οι λόγοι αυτής της αποτυχίας δεν είναι κοινά αποδεκτοί.
Τι θα κάνουμε λοιπόν αν δεν υπάρχει συναίνεση; Θα καταφύγουμε σε πλειοψηφίες, ή θα πάμε και πιο πέρα και θα απορρίψουμε τη συναίνεση από τους στόχους μας; Αυτή η λογική είναι μακροπρόθεσμα καταστροφική. Γιατί επιδιώκει να χαράξει μέσα στο Σύνταγμα πολιτικές σημερινών ή (αν συνειδητοποιήσουμε ότι σύμφωνα με το άρθρο 110 οι ψηφοφορίες θα γίνουν από τη Βουλή μετά τις εκλογές) αυριανών πλειοψηφιών, που μεθαύριο θα αμφισβητηθούν.
Το βασικό σημείο του άρθρου αυτού συνοψίζεται στο ότι είναι καταστροφικό να χρησιμοποιεί κανείς (όποιος κι αν είναι) το Σύνταγμα ως πεδίο πολιτικών επιλογών (policies). Ακόμη και το σημερινό Σύνταγμα που τόσοι κατακρίνουν είχε σημαντικές πλειοψηφίες που το στήριξαν. Οι προηγούμενες γενιές πολιτικών έκαναν λάθη όπως ο βασικός μέτοχος, οι υπερμεγέθεις πλειοψηφίες για την εγκατάσταση ανεξάρτητων αρχών και άλλα. Για πολλά από αυτά τα σημεία σήμερα συμφωνούμε. Ας τα αλλάξουμε. Ας εξασκήσουμε όμως εγκράτεια για τα υπόλοιπα, ακόμη κι αν κάποια μελλοντική πλειοψηφία (του 60% σύμφωνα με το άρθρο 110) έχει τη δυνατότητα να επιβάλει τη βούλησή της πάνω σε μια σημαντική μειοψηφία της τάξης του 40%.
Θα πάω ένα βήμα πιο πέρα. Ας εξετάσουμε όλο το Σύνταγμα, και ας βρούμε όλα τα στοιχεία έντονων διαφωνιών και ας τα εκδιώξουμε και αυτά στην αναθεώρηση. Μπορεί η εκάστοτε κυβέρνηση να τα αναπληρώσει με νόμους, και η χώρα να έχει την εμπειρία διαφορετικών πολιτικών προτού αποφασίσει. Για παράδειγμα, το άρθρο 16 απαγορεύει τη δημιουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων. Παρόμοια διάταξη δεν υπάρχει σε Σύνταγμα καμιάς δημοκρατικής χώρας. Αν η κυβερνητική πλειοψηφία συμφωνούσε με την αντιπολίτευση (που διαφωνεί έντονα με το άρθρο) για την απαλειφή του από το Σύνταγμα και την αντικατάστασή του με νόμο που απαγορεύει την ύπαρξη ιδιωτικών πανεπιστημίων, ο κ. Τσίπρας θα έχει εκδηλώσει έμπρακτα μια συναινετική πρωτοβουλία, και θα έχει στερήσει την αντιπολίτευση από ένα επιχείρημα ενάντια στον κυβερνητικό αυταρχισμό. Θα μεταθέσει τη συνταγματική διαφωνία, που είναι μόνιμος πόλος σύγκρουσης, σε μια διαφωνία πολιτικής. Η ΝΔ όταν έλθει στην εξουσία θα μπορέσει να αλλάξει τον νόμο, και μετά από κάποιο χρονικό διάστημα μία από τις δύο παρατάξεις θα καταλάβει το λάθος της πολιτικής της και οι παλινδρομήσεις πολιτικής θα σταματήσουν.
Υπάρχουν χώρες που εφαρμόζουν την πάγια πρακτική τού να ασκούν πολιτική μέσω Συντάγματος. Η Βραζιλία έρχεται αμέσως στον νου. Σύμφωνα με το Σύνταγμα, χρειάζεται πλειοψηφία 3/5 σε δύο Βουλές για συνταγματική αναθεώρηση. Και όμως από το 1988 ως το 2015 είχαν κατατεθεί πάνω από 3.000 προτάσεις για αναθεώρηση στην κάτω Βουλή και πάνω από 1.500 προτάσεις στην άνω. Από αυτές υιοθετήθηκαν 90. Σωστά διαβάσατε τον αριθμό. Υπήρξαν 90 συνταγματικές αναθεωρήσεις στη Βραζιλία σε λιγότερο από 30 χρόνια. Είναι να απορεί κανείς αν έχουν χρόνο για άλλες δραστηριότητες. Ομως, οι συνταγματικές αναθεωρήσεις είναι και για θέματα οικονομικής πολιτικής γιατί η κάθε κυβέρνηση δημιουργεί την απαραίτητη συνταγματική πλειοψηφία ώστε να εγγράψει στο Σύνταγμα την πολιτική της και να δυσκολέψει τους αντιπάλους της να αλλάξουν πολιτική. Γιατί (όπως λέει ο υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ) υπάρχουν συνταγματικές στιγμές κατά τις οποίες ο λαός πρέπει να επιλέξει ανάμεσα σε ανταγωνιστικές επιλογές, οι οποίες καθορίζουν διαφορετικά είδη κοινωνίας, δικαιωμάτων και αντίληψης για τη δημοκρατία και την πολιτική.
Αυτός ακριβώς είναι ο κίνδυνος της πολιτικής διά του Συντάγματος (constitutional policymaking) και γι’ αυτό τους μήνες που έρχονται αλλά κυρίως μετά τις εκλογές καλά θα κάνουμε να θυμόμαστε όλοι ότι η συναίνεση και η εγκράτεια σε συνταγματικές επιλογές είναι όχι μονό αφηρημένες αρετές αλλά και απαραίτητες επιλογές.
Ο κ. Γιώργος Τσεμπελής είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Anatol Rapoport στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν (ΗΠΑ).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ