Στις άκρες του ελληνισμού, στην Κύπρο, δοξολογούν τον Θεό καπνίζοντας με ευλογημένα σαράντα ημέρες στην εκκλησία φύλλα ελιάς που καίγονται πάνω στα κάρβουνα. Το θυμιατό εδώ το λαλούν καπνιστήρι και στην προίκα της νύφης είναι ασημένιο, όπως και το κανί με το οποίο ραίνουν το ροδόσταμα. Ομως εδώ στον Κόρνο, ίσια πάνω στη Λεμεσό προς το Τρόοδος, το καπνιστήρι που άναψε η κυρία Νίκη είναι αρχέγονο, πλασμένο από κόκκινο πηλό, φερμένο από το Σταυροβούνι που έχει κορόνα στην κορυφή του το φημισμένο μοναστήρι. Και πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, αφού βρισκόμαστε στο πιο ζωντανό εργαστήρι αγγειοπλαστικής στη Μεγαλόνησο, το μοναδικό που συνεχίζει με ενθουσιασμό παράδοση πολλών χιλιετιών χειροτεχνίας του χώματος.
Η μητέρα της κυρίας Νίκης, η κυρία Σουζάνα, προσωποποιεί λες αυτή την παράδοση. Η πλέον ηλικιωμένη αγγειοπλαστουργός και αγγειογράφος του Κόρνου πλουμίζει ένα αγγείο στο εργαστήριο του Συνεργατισμού Γυναικών Κόρνου με ένα δόντι χτένας. Εβδομήντα και πάνω χρόνια κάνει αυτή τη δουλειά. Ηταν δέκα ετών, πήγε δυο-τρεις μήνες στη Γ’ Δημοτικού, «έσυρε τη βαλίτσα» της και πήγε στη μαστόρισσά της τη Μαρία, για να ξεκινήσει να κάνει αυτό που ένιωθε ότι ήθελε να κάνει. Χωρίς να της δείξει κανείς, άρχισε να φτιάχνει «ποτούθκια». «Μου άρεσκε τόσα πολλά η τέχνη που δεν άργησα να μάθω» λέει. Το μυστικό είναι να σε ενθουσιάζει αυτό που κάνεις. «Να έχεις μεράκι» συνεχίζει. «Από τη μια φορά ως την άλλη να γυρεύεις να κάνεις το πιο ωραίο πάνω. Ετσι πελλάραν είχα». Κι έτσι «έπιασε» το πρώτο βραβείο σε έκθεση στο Μιλάνο όπου συμμετείχε.

Κι έτσι «είν’ αμέτρητα» τα αγγεία που έπλασε και συνεχίζει να πλάθει όσο να θέλει ο Θεός. Γιατί εκείνη θα θέλει να πλάθει πάντα κουζούθκια, χαλουμόκουζες, κουζοπούλες, κούζες, ταβάδες, πινιάδες.

Ο ταβάς (με διπλό το «τ» στην κυπριακή διάλεκτο) είναι το σκεύος μέσα στο οποίο ψήνεται στον φούρνο το πιο παραδοσιακό φαγητό της Κύπρου. Η κάθε περιοχή έχει τον δικό της ταβά. Ο ταβάς του Κόρνου είναι πολύ κοντά στον λευκαρίτικο, όπως εξάλλου και τα δύο χωριά. Οπως κάθε παραδοσιακό φαγητό, και ο ταβάς λειτουργεί παράλληλα με τις εποχές και τα προϊόντα τους. Η κυρία Νίκη μάς αποκρυπτογραφεί τον ταβά του Κόρνου. Το φθινόπωρο και τον χειμώνα τον ετοιμάζουν με λιγότερα υλικά. Το βασικό συστατικό ήταν παραδοσιακά το κατσικάκι, αλλά τώρα γίνεται και με χοιρινό, ίσως και μοσχάρι. Κοκκινίζει λίγο το κρέας και τα κρεμμύδια (αρκετά, τρία ή τέσσερα) και προσθέτει την αρτυσιά, το κύμινο, αρκετή, γιατί αυτή είναι η αξία του ταβά, όπως λέει η κυρία Νίκη. Προσθέτει το πιπέριν, το αλάτι του, το ξίδι του (όταν υπάρχουν κρεμμύδια, θέλει πάντα ξίδι) και βάζει τα υλικά στο πήλινο σκεύος σκεπασμένα με νερό και κατόπιν στον φούρνο.

Την άνοιξη και το καλοκαίρι βάζει όλα τα συστατικά του φαγητού μαζί, συν αγκινάρες, πατάτες, κολοκυθάκια, χυμό ντομάτας, λίγη κανέλα και ένα φλιτζάνι ρύζι, που με την αρτυσιά ταιριάζει πολύ και γίνεται νόστιμο. Δεν βάζουν λάδι, γιατί το κρέας βγάζει το δικό του. Αμα αρχίσει να κοχλάζει το φαΐ, χαμηλώνεις τον φούρνο και το «ξεχνάς» τελείως, για να του δώσεις περιθώριο να σιγοβράσει σε μέτριο φούρνο για τουλάχιστον τέσσερις ώρες. Είναι έτοιμο όταν το ζουμί του είναι «κατεστημένο», έχει δηλαδή δέσει.

Κοντά στον Κόρνο, στη Χοιροκοιτία, οι άνθρωποι της Νεολιθικής εποχής ζούσαν απολύτως εξαρτημένοι από τα προϊόντα των εποχών. Βρισκόμαστε στην 7η χιλιετία π.Χ. και μια κοινότητα γεωργών και κτηνοτρόφων ζούσε εκεί στην παρειά του λόφου, σε κυκλικές οικίες που τις προστάτευαν ένα ποτάμι και ένας περίβολος. Είναι τόσο συναρπαστικός ο περίπατος δίπλα στα πετρόκτιστα «αλωνάκια», τα οποία μέσα στην απλότητά τους είναι ένα μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO, πολύτιμο για την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους. Αυτά τα «αλωνάκια» είναι οι βάσεις των σπιτιών τους που από εκείνο το βάθος της ανθρώπινης Ιστορίας μαρτυρούν ότι είχαν κατακτήσει ήδη θαυμαστή τεχνική κατάρτιση, μαζί με τα κοινωφελή έργα, τους διαδοχικούς περιβόλους ή τους λίθινους μύλους που υπήρχαν σε κάθε γειτονιά σπιτιών για να αλέθουν το σιτάρι και τα άλλα γεννήματα.
Ενα τέτοιο οµοίωµα ανθρώπων που αλέθουν στάρι σε τριβείο πλασμένο από κόκκινο χώμα, όπως και τα κεραμικά του Κόρνου, υπάρχει στο εκπληκτικό Αρχαιολογικό Μουσείο στη Λευκωσία.

Αν και την εποχή του οικισμού της Χοιροκοιτίας οι αρχαιολόγοι την αποκαλούν «Κυπριακή προ-κεραμική Νεολιθική», το χώμα, μαζί με τις πέτρες και τα φυτά, ήταν από τα βασικά «εργαλεία» των ανθρώπων. Οι πέντε οικίες που στήθηκαν πιστά από τη γαλλική αρχαιολογική αποστολή που ανέσκαψε τη Χοιροκοιτία είναι φτιαγμένες και με ωμούς πλίνθους και επιχρισμένες και σκεπασμένες με πηλό. Βρέθηκαν κυρίως λίθινα αγγεία, αλλά και λίγα πήλινα. Το ζύμωμα του χώματος με τις ζωές των ανθρώπων είχε αρχίσει ήδη σε αυτή την περιοχή, όπου συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 22 Μαΐου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ