Η Ευρωπαϊκή Ενωση αντιμετωπίζει τη χειρότερη κρίση στα εξήντα περίπου χρόνια της ιστορίας της. Κλονίζονται θεμέλιοι λίθοι της συγκρότησής της, όπως η ελευθερία κίνησης των προσώπων, η αλληλεγγύη και ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Οι κίνδυνοι μεγιστοποιούνται από τον συγχρονισμό δύο κρίσεων: του χρέους και των προσφυγικών ροών. Στη βάση του προβλήματος λειτουργίας της ευρωζώνης βρίσκεται η προσκόλληση της Γερμανίας στην αντίληψη ότι ο εξοβελισμός των δημοσιονομικών ελλειμμάτων αποτελεί το κεντρικό ζητούμενο της οικονομικής πολιτικής. Η ευρωζώνη βρέθηκε απροετοίμαστη όταν εκδηλώθηκε η κρίση χάνοντας πολύτιμο χρόνο για τη λήψη μέτρων αντιμετώπισής της, ενώ έδωσε υπερβολικό βάρος στις πολιτικές λιτότητας με αποτέλεσμα να οδηγηθούν οι υπερχρεωμένες χώρες σε βαθιά ύφεση, που επιδείνωσε το πρόβλημα του χρέους.
Παράλληλα, η ευρωζώνη πάσχει από μια θεμελιακή αντίφαση: Η Γερμανία διάκειται αρνητικά απέναντι στη συμμετοχή στους κινδύνους που απορρέουν από την ενοποίηση εθνικών οικονομιών. Η απόρριψη της έκδοσης ευρωομολόγων ή της ενίσχυσης της κεφαλαιακής βάσης του ταμείου που χρηματοδοτεί τα προγράμματα διάσωσης σηματοδοτεί αυτή τη στάση. Ηδη από την εποχή των διαπραγματεύσεων για τη δημιουργία της ΟΝΕ η Γερμανία επέμενε στην ανάγκη να στηριχτεί η ευρωζώνη όχι σε μια υπερεθνική «οικονομική κυβέρνηση» αλλά σε αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες που θα έπρεπε να τηρούν, με δική τους ευθύνη, οι χώρες-μέλη. Η μη συμμετοχή στους κινδύνους συνιστά σοβαρό παράγοντα αστάθειας της νομισματικής ένωσης. Για παράδειγμα, η έλλειψη ενιαίου συστήματος εγγύησης των καταθέσεων οδηγεί σε μαζικές εκροές κεφαλαίων που λειτουργούν αποσταθεροποιητικά για το σύνολο της νομισματικής ένωσης.
Είναι, για τον λόγο αυτόν, επιβεβλημένη η ενίσχυση της οικονομικής διακυβέρνησης της ευρωζώνης. Η μεταφορά εξουσιών από εθνικούς θεσμούς σε ευρωπαϊκά όργανα προϋποθέτει δημοκρατικό έλεγχο. Αυτό συνεπάγεται τη μετατροπή της Επιτροπής σε κυβέρνηση με εκλογή του προέδρου της με καθολική ψηφοφορία, καθώς και ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Τουλάχιστον σε πρώτη φάση οι ενοποιητικές διαδικασίες θα αφορούν μόνο τις χώρες-μέλη της ευρωζώνης. Ομως, μεγάλα εμπόδια πρέπει να ξεπεραστούν, αν ληφθεί υπόψη ότι το κλίμα στην κοινή γνώμη δεν είναι θετικό απέναντι στην ενοποίηση ενώ οι εθνικισμοί βρίσκονται σε άνοδο.
Πριν η Ευρώπη προλάβει να αντιμετωπίσει την κρίση χρέους προέκυψε η προσφυγική κρίση, δημιουργώντας οξύτερα και περισσότερο άμεσα προβλήματα που απειλούν όχι μόνο τη συνοχή αλλά και την ίδια την υπόσταση της Ενωσης. Οι προσφυγικές ροές θέτουν σε δοκιμασία την ετοιμότητα των ευρωπαϊκών κοινωνιών να απορροφήσουν σε μαζική κλίμακα άτομα με διαφορετικά συστήματα αξιών, κοινωνικοοικονομική θέση και τρόπο ζωής. Οι αντιδράσεις είναι έντονες, συχνά έχουν ρατσιστικό χαρακτήρα ενώ τείνουν να αποσταθεροποιήσουν την ευρωπαϊκή πολιτική δημιουργώντας εύφορο έδαφος για την άνοδο της άκρας Δεξιάς.
Χώρες-μέλη κλείνουν σταδιακά τα σύνορά τους οδηγώντας σε ανατροπή της Συνθήκης Σένγκεν. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης ο αυτοαποκλεισμός δεν είναι επιλογή. Η ΕΕ πρέπει πάση θυσία να στηρίξει την πολιτική που έχει χαράξει: αποτελεσματικοί έλεγχοι και παροχή στέγης στα σημεία εισόδου, σύστημα κατανομής όσων παραμείνουν ανάμεσα στις χώρες-μέλη, καθώς και ενσωμάτωση των προσφύγων στην αγορά εργασίας.
Κλειδί για την επιτυχία αυτής της πολιτικής είναι η εξασφάλιση συνεργασίας με την Τουρκία. Η Σύνοδος Κορυφής στις 7 Μαρτίου προσδιόρισε ένα πλαίσιο, χωρίς όμως να καταλήξει σε συμφωνία. Οι τελικές αποφάσεις αναβλήθηκαν για τις 17-18 Μαρτίου. Το αδιέξοδο συνεχίζεται με άδηλη έκβαση. Ακόμη και αν ξεπεραστούν τα νομικά και άλλα εμπόδια, η υλοποίηση των αποφάσεων θα προσκρούσει στην απροθυμία των περισσότερων χωρών-μελών να δεχτούν επαρκείς αριθμούς προσφύγων ώστε να μειωθεί η τεράστια πίεση πάνω στην Ελλάδα. Οι αντοχές της δοκιμάζονται, ιδιαίτερα σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση που βρίσκεται σε εξέλιξη.
Προέχει η άμεση ολοκλήρωση της αξιολόγησης του προγράμματος προσαρμογής. Η δήθεν διαπραγμάτευση του 2015 μάς οδήγησε στο χείλος του γκρεμού και στη συνέχεια σε πολύ χειρότερο αποτέλεσμα σε σχέση με αυτό που ήταν αρχικά εφικτό. Σήμερα, δεν θα υπάρχει «συνέχεια». Το πιθανότερο είναι να ακολουθήσει χρεοκοπία και καταστροφή. Με όπλο την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, η χώρα μας πρέπει να προστατεύσει αποτελεσματικότερα τα συμφέροντά της διεκδικώντας ενεργό ρόλο στις αποφάσεις που θα ληφθούν για τη συνολική αντιμετώπιση του προβλήματος.
Η μεταπολεμική τάξη πραγμάτων κλονίστηκε από το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κραχ του 2007-2008, ενώ η διεύρυνση των ανισοτήτων στο εσωτερικό των χωρών καθώς και σε παγκόσμια κλίμακα έχει υπονομεύσει τη θέση των δυνάμεων εξουσίας. Λαϊκιστικές και εθνικιστικές αντιλήψεις κυριαρχούν στην πολιτική διαμάχη.
Σε αυτό το κλίμα υπάρχει κίνδυνος η Ευρώπη να διστάσει να προχωρήσει στις αναγκαίες αποφάσεις προάσπισης του κοινού συμφέροντος διαμορφώνοντας διαλυτικές τάσεις. Από την πλευρά της, η Ελλάδα, εξαντλημένη από την οικονομική κρίση και με την αξιοπιστία της βαρύτατα τραυματισμένη, μπορεί εύκολα να χάσει τον προσανατολισμό της.
Για τον λόγο αυτόν, εν όψει ενδεχόμενων αρνητικών εξελίξεων, επείγει η ανασυγκρότηση του πολιτικού μας συστήματος με ενίσχυση του κεντροαριστερού πυλώνα, ώστε να περιθωριοποιηθούν ακραίες εθνικιστικές και λαϊκιστικές δυνάμεις και η χώρα να ανακτήσει έναν σύγχρονο και προοδευτικό βηματισμό διασφαλίζοντας την οικονομική και πολιτική σταθερότητα.
Ο κ. Γιάννος Παπαντωνίου είναι πρώην υπουργός, πρόεδρος του Κέντρου Ερευνών Προοδευτικής Πολιτικής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ