Το Βήμα – The Project Syndicate
Η στροφή της Πολωνίας προς μία αυταρχική διακυβέρνηση κρούει τον κώδωνα του κινδύνου κατά μήκος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ. Από τη στιγμή που βρέθηκε στην εξουσία τον περασμένο Οκτώβριο, το κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη (PiS) του Γιάροσλαβ Κατσίνσκι, επιτέθηκε στο Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας, πολιτικοποίησε το δικαστικό σύστημα και τις δημόσιες υπηρεσίες και στοχοποίησε τον πλουραλισμό στα μέσα ενημέρωσης. Επικριτές της κυβέρνησης PiS, της οποίας ηγείται η πρωθυπουργός Μπεατά Σίντλο (με τον Κατσίνσκι να κινεί τα νήματα από τα παρασκήνιο καθώς δεν έχει δημόσιο αξίωμα) περιγράφουν τις ενέργειές της ως μία προσπάθεια εγκαθίδρυσης μίας «μη φιλελεύθερης δημοκρατίας» παρόμοιας με εκείνης του Βίκτορ Ορμπάν στην Ουγγαρία.
Αλλά το να αποκαλούμε αυτό που κατασκευάζεται στην Πολωνία «μη φιλελεύθερη δημοκρατία» είναι άκρως παραπλανητικό – και εμποδίζει τις προσπάθειες να συγκρατηθούν αυταρχικοί ηγέτες όπως ο Κατσίνκσι και ο Ορμπάν. Στο κάτω κάτω, δεν κινδυνεύει μόνο ο φιλελευθερισμός αλλά και η ίδια η δημοκρατία. Η έννοια της «μη φιλελεύθερης δημοκρατίας» αποδίδεται σε ένα κείμενο από το 1997 του πολιτικού στοχαστή Φαρίντ Ζακαρία, σε μία προσπάθειά του να περιγράψει τα καθεστώτα που διεξάγουν εκλογές αλλά στα οποία δεν επικρατεί το κράτος δικαίου. Ήταν μία ιδέα που γεννήθηκε από την απογοήτευση. Την περίοδο που ακολούθησε την πτώση του κομμουνισμού, επικράτησε ένα είδος δημοκρατικής έκστασης (τουλάχιστον στη Δύση).
Το «τέλος της Ιστορίας» επετεύχθη και όπως έδειχναν τα πράγματα οι εκλογές, οι αντιπροσωπευτικοί θεσμοί και το κράτος δικαίου πήγαιναν πάντα μαζί. Σύντομα ωστόσο, εκλογικά σώματα που ψήφιζαν για πρώτη φορά, χρησιμοποίησαν τη μαζικότητα της ψήφου τους για να καταπιέσουν μειονότητες και να παραβιάσουν θεμελιώδη δικαιώματα. Το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο: η δημοκρατία από μόνη της δεν ήταν αρκετή. Ο φιλελευθερισμός – η προστασία των μειονοτήτων και των επιμέρους πολιτικών ελευθεριών – έπρεπε να ενισχυθεί. Η λέξη φιλελευθερισμός δεν σημαίνει το ίδιο πράγμα για όλους τους ανθρώπους. Σε πολλούς κύκλους, ήρθε για να περιγράψει τον χωρίς περιορισμούς καπιταλισμό και την απόλυτη ελευθερία στον προσωπικό τρόπο ζωής.
Εναλλακτικές αναγνώσεις επέτρεψαν σε πολιτικούς όπως ο Ορμπάν και ο τούρκος ηγέτης Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να υποστηρίξουν μία διαφορετική μορφή πλειοψηφικής δημοκρατίας. Ο Ερντογάν, τονίζοντας την παραδοσιακή ισλαμική πολιτική ηθική, άρχισε να παρουσιάζεται ως «συντηρητικός δημοκράτης». Ο Ορμπάν, σε μία αμφιλεγόμενη ομιλία το 2014, διακήρυξε την επιθυμία του να δημιουργήσει ένα «ανελεύθερο κράτος». Πιο πρόσφατα στη διάρκεια της προσφυγικής κρίσης ο Ορμπάν διακήρυξε το τέλος της εποχής, που αποκάλεσε «φιλελεύθερη μπλα μπλα» και προέβλεψε ότι η Ευρώπη θα προσέφευγε στο δικό του «χριστιανικό και εθνικό» πολιτικό όραμα. Η φράση «μη φιλελεύθερη δημοκρατία» δεν είναι απαραίτητα αντιφατική.
Στη διάρκεια του 19ου και 20ού αιώνα, πολλοί ευρωπαίοι χριστιανοδημοκράτες αυτοαποκαλούνταν «μη φιλελεύθεροι». Συνέδεαν τον φιλελευθερισμό με τον ατομικισμό, τον υλισμό και πολύ συχνά την αθεΐα – αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι η μη φιλελεύθεροι απέρριπταν τη σημασία των δικαιωμάτων ή των μη εκλεγμένων ανεξάρτητων θεσμών. Αυτό που προτείνουν οι κυβερνήσεις σε Πολωνία, Ουγγαρία και Τουρκία είναι κάτι πολύ διαφορετικό. Είναι άλλο να επικρίνεις τον υλισμό ή την αθεΐα ακόμη και τον ατομικισμό και άλλο να προσπαθείς να περιορίσεις την ελευθερία της έκφρασης και της συνάθροισης, τον πλουραλισμό στα μέσα ενημέρωσης ή την προστασία των μειονοτήτων. Το γεγονός ότι νέες αυταρχικές δυνάμεις στην Ευρώπη έχουν βρεθεί στην εξουσία μέσω ελεύθερων και δίκαιων εκλογών δεν νομιμοποιεί τις προσπάθειές τους να μεταμορφώσουν ολόκληρα πολιτικά συστήματα ώστε αυτά να εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους. Αντί να τις περιγράφουμε ως «μη φιλελεύθερες» θα πρέπει να αρχίσουμε να τις αποκαλούμε αυτό που πραγματικά είναι: «μη δημοκρατικές».
Ο κ.Jan-Werner Mueller είναι καθηγητής πολιτικών επιστημών στο πανεπιστήμιο Princeton στις ΗΠΑ



