Οταν ο Αλέξης Τσίπρας κέρδισε τις εκλογές πριν από έναν χρόνο, με το «καλημέρα» επεφύλασσε δύο εκπλήξεις: Η πρώτη αφορούσε τη συνεργασία του αριστερού ΣΥΡΙΖΑ με τους εθνικο-δεξιούς ΑΝΕΛ, η οποία κλείστηκε μέσα σε μισή ώρα, το πρωί της επομένης των εκλογών, και προαναγγέλθηκε από τον Πάνο Καμμένο. Η δεύτερη και μεγαλύτερη αφορούσε την τοποθέτηση του Γιάνη Βαρουφάκη στο υπουργείο Οικονομικών. Αν και το όνομά του είχε «παίξει», ωστόσο κανένας δεν περίμενε η κρίσιμη θέση του επικεφαλής των διαπραγματεύσεων να δοθεί σε ένα αμφιλεγόμενο πρόσωπο που βρισκόταν εκτός πολιτικής, δεν διέθετε διασυνδέσεις στην Ευρώπη, δεν γνώριζε τις διαδικασίες και δεν είχε εμπειρία διαπραγμάτευσης.
Η «παρέα της Αίγινας»
Η επιλογή του θεωρήθηκε αποτέλεσμα των παρασκηνιακών διεργασιών της «παρέας της Αίγινας» (Τσίπρας, Αλέκος Φλαμπουράρης, Νίκος Παππάς κ.λπ.), η οποία εν πολλοίς διαμόρφωσε τους στόχους και τη στρατηγική της διαπραγμάτευσης που θα ακολουθούσε ο ΣΥΡΙΖΑ αν κέρδιζε τις εκλογές. Ακόμη και στην Κουμουνδούρου έμειναν έκπληκτοι όταν έγινε γνωστό ότι ο Γιάννης Δραγασάκης μένει εκτός οικονομικού επιτελείου, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, αρνούμενος να ενταχθεί υπό τον κ. Βαρουφάκη, πηγαίνει στο «ψυγείο» του υπουργείου Εξωτερικών, υπεύθυνος για τις διεθνείς οικονομικές σχέσεις, και ο Γιάννης Μηλιός, ο οποίος το προηγούμενο διάστημα είχε προετοιμάσει την έλευση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία ανοίγοντας διαύλους επικοινωνίας με τον γερμανό πρέσβη και με τους επενδυτές στο Σίτι του Λονδίνου, μένει εκτός κυβερνητικού νυμφώνος.
Την εντολή που έλαβε ο κ. Βαρουφάκης για το πώς να αντιμετωπίσει η Αθήνα τη Γερμανία για να ξαναγράψει τους όρους της συμφωνίας με τους εταίρους και να πετύχει τη διευθέτηση του χρέους την είχε λίγο-πολύ περιγράψει προεκλογικά ο κ. Τσίπρας, δίνοντας το στίγμα μιας μετωπικής σύγκρουσης. Σε συνέντευξή του στον τηλεοπτικό σταθμό Star 10 ημέρες πριν από τις εκλογές δήλωνε ότι «δεν υπάρχει ούτε μία στο εκατομμύριο να απαντήσει “Οχι” η Ανγκελα Μέρκελ στο Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» και διευκρίνιζε πως στον ΣΥΡΙΖΑ «δεν έχουμε ούτε κρυφή ατζέντα, ούτε Plan Β, γιατί αυτό που έχουμε για Plan Α είναι το Plan Β στη λιτότητα και στο Μνημόνιο. Και μετά τις 25 Ιανουαρίου θα γίνει το Plan A για την Ελλάδα και θα γίνει αποδεκτό και από την Ευρώπη».
Οι προειδοποιήσεις
Οταν ο κ. Βαρουφάκης λοιπόν προσήλθε στα κρίσιμα Eurogroup του Φεβρουαρίου με διάθεση συμβιβασμού, όπως είπε στη συνέντευξη στον Σκάι την περασμένη Τρίτη, και «με στόχο να παντρευτούν το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ με το Μνημόνιο», οι Ευρωπαίοι επέμεναν στην τήρηση των συμφωνηθέντων και στην ολοκλήρωση του προγράμματος, διαφορετικά η Ελλάδα θα βρισκόταν εκτός προγράμματος, που θα οδηγούσε στο κλείσιμο των τραπεζών. Η θέση τους ήταν ήδη γνωστή. Ο Μάριο Ντράγκι είχε προειδοποιήσει εγκαίρως ότι τα ελληνικά ομόλογα δεν θα γίνονταν αποδεκτά ως εγγύηση για τη χρηματοδότηση των τραπεζών αν η Ελλάδα δεν ήταν σε πρόγραμμα, αν δεν ολοκληρωθεί η αξιολόγηση. Ανάλογες προειδοποιήσεις του Γιάννη Στουρνάρα είχαν αντιμετωπιστεί εχθρικά από τη νεοεκλεγείσα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Ο ίδιος ο κ. Τσίπρας είχε επιτεθεί στον διοικητή με αφορμή τις δηλώσεις που είχε κάνει για έλλειψη ρευστότητας στην αγορά. «Είναι σαν να είσαι μανάβης και να λες ότι έχω σάπια φρούτα» είχε δηλώσει και τον είχε κατηγορήσει για πολιτικές φιλοδοξίες.
Στις 11 Ιανουαρίου, δύο εβδομάδες πριν από τις εκλογές, «Το Βήμα της Κυριακής» έγραφε: «Σύμφωνα με κοινοτικές πηγές παράταση του υφιστάμενου Μνημονίου, ακόμη και σιωπηρή, μπορεί να δοθεί μόνο σε περίπτωση που βρίσκεται σε εξέλιξη συζήτηση για παράταση του προγράμματος. Σε διαφορετική περίπτωση η ΕΚΤ θα διακόψει την παροχή ρευστότητας στις ελληνικές τράπεζες. Αυτό σημαίνει πρόβλημα χρηματοδότησης για το Δημόσιο, το οποίο καλύπτει τις ανάγκες του μέσω έκδοσης εντόκων γραμματίων που αγοράζουν οι τράπεζες». Και δημοσιοποιούσε τις ανησυχίες παραγόντων της αγοράς για «επιστροφή των τραπεζών στον έκτακτο μηχανισμό χρηματοδότησης ELA».
Την επόμενη εβδομάδα δύο τράπεζες κατέθεταν αίτημα ένταξης στον ELA, με τον κ. Δραγασάκη να δηλώνει: «Το τραπεζικό σύστημα δεν κάνει τίποτε άλλο από το να χρησιμοποιεί μία από τις δυνατότητες παροχής ρευστότητας που ισχύει στο πλαίσιο του Ευρωσυστήματος, κατά συνέπεια δεν αποτελεί μια δραματική εξέλιξη»! Κατηγόρησε μάλιστα την τότε κυβέρνηση για κινδυνολογία, σημειώνοντας ότι «είναι γνωστό πως οι τράπεζες είναι ευαίσθητες σε πολιτικές και οικονομικές μεταβολές, όπως βέβαια και στην κινδυνολογία που εκπορεύεται από την κυβέρνηση, γεγονός που δημιουργεί επιπλέον ανάγκες για τραπεζική ρευστότητα». «Αυτό όμως» προσέθεσε «σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογεί τη δραματοποίηση της κατάστασης ή την πρόκληση πανικού», δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι «αν δεν βρεθεί φόρμουλα για συμφωνία με τους δανειστές μέχρι τον Ιούλιο, η Ελλάδα δεν θα πληρώσει τα ομόλογα της ΕΚΤ που λήγουν το καλοκαίρι»!
Το σχέδιο με τα ομόλογα
Το ίδιο σχέδιο περιέγραψε και στη συνέντευξή του στον Σκάι ο κ. Βαρουφάκης λέγοντας: «Το όπλο που είχαμε ήταν τα 27 δισ. ευρώ της ΕΚΤ. Ηταν καθ’ όλα νόμιμο να αναδιαρθρώσουμε τα ομόλογα αυτά που είχαν εκδοθεί με το ελληνικό δίκαιο και να τα αποπληρώσουμε αργότερα, σε 10 ή 20 χρόνια».
Σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές την ιδέα είχε ρίξει ο τότε πρωθυπουργικός σύμβουλος Σπύρος Σαγιάς. Το σκεπτικό ήταν ότι αφού οι τίτλοι αυτοί διέπονται από το ελληνικό δίκαιο, θα μπορούσε να προστεθεί μια ρήτρα που να προβλέπει ότι υπό συγκεκριμένες συνθήκες και προϋποθέσεις η πληρωμή τους μπορεί να μετατεθεί στο μέλλον. Ωστόσο, όπως επισημαίνουν τραπεζικές πηγές, δεν μπορείς να μεταφέρεις την πληρωμή 5, 10 χρόνια ή στο 2042, όπως είπε ο κ. Βαρουφάκης, διότι κάτι τέτοιο θα συνιστούσε χρεοκοπία (cross default) και θα είχε τα αποτελέσματα που θέλαμε να αποφύγουμε. Θα μπορούσε, σημειώνουν, να καθυστερήσει κατά έναν-τρεις μήνες, αλλά όχι παραπάνω.
Επιπλέον, ο κ. Βαρουφάκης υποστήριξε ότι αν δεν πληρώναμε τα ομόλογα της ΕΚΤ ύψους 27 δισ. ευρώ θα προκαλούσαμε ζημιά στην ΕΚΤ. «Ενα ευρώ να αναδιαρθρωθεί, είναι ανοικτό να καταρρεύσει η πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης (QE)» είπε. Οπως σημειώνουν τραπεζικές πηγές, η ΕΚΤ έχει αγοράσει τα ελληνικά ομόλογα όχι στην ονομαστική τους αξία αλλά σε χαμηλότερες τιμές και για τον λόγο αυτόν επιστρέφει στην Ελλάδα τα κέρδη που προκύπτουν ανάμεσα στην τιμή αγοράς και στην τιμή πληρωμής των τίτλων. Ως εκ τούτου υπολογίζεται ότι έχει δαπανήσει περί τα 15 δισ. ευρώ, ποσό που δεν επηρεάζει ούτε το QE ύψους 1.500 δισ. ευρώ ούτε την ίδια της ΕΚΤ με ισολογισμό δεκάδων τρισ. ευρώ.
Η στρατηγική της κυβέρνησης ήταν αδύναμη, αν όχι αφελής, και οι πιστωτές δεν έκαναν βήμα πίσω. Η εκτίμηση ότι αν δεν πληρώναμε την ΕΚΤ, τότε η Κομισιόν, το ΔΝΤ, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και όλοι οι άλλοι θα άλλαζαν ρότα αποδείχθηκε λανθασμένη. Οπως λανθασμένες ήταν και οι προσδοκίες για κινεζικά και ρωσικά κεφάλαια. Οι προσπάθειες του Παναγιώτη Λαφαζάνη είσπραξης προκαταβολής 5 δισ. ευρώ από τους Ρώσους για τον αγωγό αερίου έπεσαν στο κενό. Αλλά ούτε και οι διαπραγματεύσεις με τους Κινέζους για δυναμική στήριξη της αγοράς εντόκων γραμματίων έφεραν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Κινεζικά κεφάλαια συμμετείχαν πρόσκαιρα σε μία έκδοση εντόκων γραμματίων τοποθετώντας 1,5 δισ. ευρώ, αλλά δεν υπήρξε συνέχεια. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, η στάση τους σχετίζεται με αδυναμία της κυβέρνησης να υλοποιήσει τα συμφωνηθέντα που αφορούσαν επιχειρηματικά deals.
Τι ήταν το «Plan X»
Σε κάθε περίπτωση, η θέση της χώρας στη διαπραγμάτευση επιδεινώθηκε, καθώς στέρευε η ρευστότητα του Δημοσίου και των τραπεζών. Το «Plan X», που περιέγραψε στη συνέντευξη στον Σκάι ο κ. Βαρουφάκης, προέβλεπε εκτός από την αναδιάρθρωση των ομολόγων της ΕΚΤ και τη δημιουργία ενός παράλληλου συστήματος πληρωμών, το οποίο στην ουσία δεν ήταν τίποτε άλλο από τον συμψηφισμό των χρεών του Δημοσίου με τα χρέη των ιδιωτών προς το Δημόσιο. Με τον τρόπο αυτόν όμως δεν λύνονταν τα προβλήματα ρευστότητας που θα προκαλούσε στην αγορά το κλείσιμο των τραπεζών αν δεν πληρώναμε την ΕΚΤ. Δεν μπορούσαν μέσω αυτού του συστήματος να πληρωθούν μισθοί, συντάξεις, προμηθευτές, εισαγωγές κ.λπ.
Αυτό θα μπορούσε να γίνει μόνο με την έκδοση IOUs, δηλαδή υποσχετικών πληρωμής. Το ενδεχόμενο αυτό είχε διερευνηθεί από την κυβέρνηση, όπως είχε αποκαλύψει «Το Βήμα της Κυριακής» στις 19 Απριλίου, περιγράφοντας τις εναλλακτικές και αναφέροντας ότι το θέμα «συζητήθηκε στην αντιπροεδρία της κυβέρνησης σε γνώση του κ. Δραγασάκη». Σύμφωνα με νέες πληροφορίες ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης είχε απορρίψει τα σχέδια αυτά. Ωστόσο, ούτως ή άλλως, η έκδοση ΙΟUs από την κυβέρνηση απαιτούσε την έγκριση της ΕΚΤ, την οποία δεν μπορούσε να λάβει η ελληνική πλευρά.
Σε κάθε περίπτωση, η μη πληρωμή της ΕΚΤ και το παράλληλο σύστημα που περιέγραψε ο κ. Βαρουφάκης δεν αποτελούν Plan B. Στην ουσία πρόκειται για ένα σχέδιο διαχείρισης κρίσης, δηλαδή πώς θα αντιδρούσε η κυβέρνηση σε περίπτωση που οι πιστωτές τραβούσαν την «πρίζα» στις τράπεζες. Τότε όμως το κακό θα είχε συμβεί. Η διαπραγμάτευση θα είχε κριθεί. Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις το «Plan X» της κυβέρνησης, όπως το είχε ονομάσει ο κ. Βαρουφάκης επειδή, όπως είπε, η ΕΚΤ είχε ονομάσει Plan Z το κλείσιμο των ελληνικών τραπεζών, ήταν ένα σχέδιο εξόδου από το ευρώ. Διότι αν η Ελλάδα προχωρούσε σε αναδιάρθρωση των ομολόγων της ΕΚΤ, θα είχε χρεοκοπήσει, η οικονομία θα κατέρρεε και δεν θα υπήρχε άλλος δρόμος από την έξοδο από το ευρώ.
Παρ’ όλα αυτά τα προβλήματα, η κυβέρνηση στήριζε τον κ. Βαρουφάκη σε όλη τη διάρκεια της αποτυχημένης διαπραγμάτευσης, όπως ο ίδιος ο πρώην υπουργός παραδέχθηκε, με τα καταστροφικά αποτελέσματα για τις τράπεζες και την οικονομία. Λίγο μετά το Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου, κορυφαίο στέλεχος της κυβέρνησης που παραμένει και σήμερα στην ίδια θέση, ερωτηθείς από δημοσιογράφους «τι θα κάνετε με τον κ. Βαρουφάκη και το αδιέξοδο που φαίνεται να οδηγεί τις διαπραγματεύσεις από την αλλοπρόσαλλη τακτική του» απάντησε: «Τι πρόβλημα υπάρχει με τον Γιάνη, δεν βλέπετε τι τραβάει και παρ’ όλα αυτά στέκετε μια χαρά; Αλλωστε μιλάει αγγλικά»!
Πορεία προς τα βράχια
«Εναλλακτικός» οικονομολόγος ή «νάρκισσος και αλαζόνας»
Είναι σαφές ότι ο κ. Βαρουφάκης ήταν για τον ΣΥΡΙΖΑ το καταλληλότερο πρόσωπο να κάνει τη σύγκρουση με τους Ευρωπαίους και για τον χειρισμό της αγγλικής γλώσσας, παρά το γεγονός ότι μετά τα πρώτα Eurogroup, όπως σημείωνε «To Βήμα της Κυριακής» στις 8 Μαρτίου, είχε μετατραπεί από εκκεντρικός οικονομολόγος στην αχίλλειο πτέρνα της κυβέρνησης, τροφοδοτώντας ο ίδιος την εναντίον του κριτική. «Νάρκισσος και αλαζόνας», «έχει καταφέρει να τους ενώσει όλους εναντίον του, πρόκειται για κατόρθωμα», «οι λαϊκιστές καταφεύγουν σε περιθωριακούς οικονομολόγους που αποκαλούνται εναλλακτικοί. Αλλά οι περισσότεροι είναι άσχετοι και νομίζουν ότι ξέρουν. Ο Γιάννης Βαρουφάκης είναι ένας από αυτούς» έγραφε ο ξένος Τύπος, κριτική που άγγιζε τον διασυρμό και προκαλούσε την αντίδραση του Μεγάρου Μαξίμου. «Δημοσιεύματα επιχειρούν να υπονομεύσουν το κύρος του έλληνα υπουργού Οικονομικών. Κατανοητό, αφού για πρώτη φορά συναντούν έναν υπουργό που τους φέρεται ισότιμα. Μάλλον δεν έχουν καταλάβει κάποιοι ότι δεν έχουν, πλέον, να κάνουν με κυβέρνηση εντολοδόχων» έλεγε η ανακοίνωση του Μαξίμου.
Πορεία προς τα βράχια
«Εναλλακτικός» οικονομολόγος ή «νάρκισσος και αλαζόνας»
Είναι σαφές ότι ο κ. Βαρουφάκης ήταν για τον ΣΥΡΙΖΑ το καταλληλότερο πρόσωπο να κάνει τη σύγκρουση με τους Ευρωπαίους και για τον χειρισμό της αγγλικής γλώσσας, παρά το γεγονός ότι μετά τα πρώτα Eurogroup, όπως σημείωνε «To Βήμα της Κυριακής» στις 8 Μαρτίου, είχε μετατραπεί από εκκεντρικός οικονομολόγος στην αχίλλειο πτέρνα της κυβέρνησης, τροφοδοτώντας ο ίδιος την εναντίον του κριτική. «Νάρκισσος και αλαζόνας», «έχει καταφέρει να τους ενώσει όλους εναντίον του, πρόκειται για κατόρθωμα», «οι λαϊκιστές καταφεύγουν σε περιθωριακούς οικονομολόγους που αποκαλούνται εναλλακτικοί. Αλλά οι περισσότεροι είναι άσχετοι και νομίζουν ότι ξέρουν. Ο Γιάννης Βαρουφάκης είναι ένας από αυτούς» έγραφε ο ξένος Τύπος, κριτική που άγγιζε τον διασυρμό και προκαλούσε την αντίδραση του Μεγάρου Μαξίμου. «Δημοσιεύματα επιχειρούν να υπονομεύσουν το κύρος του έλληνα υπουργού Οικονομικών. Κατανοητό, αφού για πρώτη φορά συναντούν έναν υπουργό που τους φέρεται ισότιμα. Μάλλον δεν έχουν καταλάβει κάποιοι ότι δεν έχουν, πλέον, να κάνουν με κυβέρνηση εντολοδόχων» έλεγε η ανακοίνωση του Μαξίμου.
Ο κ. Τσίπρας συνέχιζε να στηρίζει τον κ. Βαρουφάκη ακόμη και μετά το περίφημο Eurogroup της Ρίγας, όπου είχε διαπιστωθεί ότι η τακτική του οδηγούσε σε αδιέξοδο και οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης τον είχαν απομονώσει. Τότε ο Πρωθυπουργός, μιλώντας και πάλι στο Star, τον χαρακτήριζε ένα «σημαντικό asset» για την κυβέρνηση και για τη χώρα. «Είναι ένας οικονομολόγος που έχει ενοχλήσει γιατί μιλάει τη γλώσσα τους καλύτερα απ’ ό,τι τη μιλάνε αυτοί» είπε.
Ωστόσο δεν συμμερίζονται όλοι οι οικονομολόγοι την άποψη αυτή. Οχι πως δεν αναγνωρίζουν ότι ο κ. Βαρουφάκης έχει ριζοσπαστικές απόψεις και αντιλήψεις, όπως σημείωνε τότε ο κ. Τσίπρας, αλλά γιατί θεωρούν ότι οι απόψεις αυτές δεν είναι επιστημονικές. «Ποιες είναι οι επιστημονικές εργασίες και δημοσιεύσεις που έχει κάνει σε έγκυρα επιστημονικά περιοδικά;» αναρωτιούνται συνάδελφοί του καθηγητές στο εξωτερικό. Σημειώνουν μάλιστα ότι τα βιβλία που έχει γράψει, αν και εμπορικές επιτυχίες, δεν είναι επιστημονικά, με την έννοια ότι δεν στηρίζονται σε έρευνα και δεν παρουσιάζουν κάποια επιστημονικά ευρήματα και θεωρίες. «Είναι αφηγηματικά» λένε και αφορούν «τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται διάφορα επιστημονικά ζητήματα».
Βεβαίως την εποχή εκείνη είχε επανέλθει το Grexit. «Το Βήμα της Κυριακής» αποτυπώνοντας εγκαίρως το κλίμα σημείωνε από τις 8 Μαρτίου ότι «η επιδείνωση των δεικτών της ελληνικής οικονομίας αποθαρρύνει τους επενδυτές, έχει αποκλείσει τις τράπεζες από τις αγορές και οδηγεί σε μαρασμό τις ελληνικές επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν αδυναμία να χρηματοδοτήσουν τις δραστηριότητές τους. Ολα αυτά συνθέτουν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ που ενισχύει το καθοδικό σπιράλ της οικονομίας, ξυπνά μνήμες 2012 και διατηρεί τις πιθανότητες ενός ατυχήματος σε υπολογίσιμα επίπεδα».
Η κυβέρνηση εγκλωβισμένη από τη στρατηγική που είχε χαράξει και τους χειρισμούς του κ. Βαρουφάκη, χωρίς Plan B, συνέχιζε την αδιάλλακτη στάση της και την πορεία προς τα βράχια. Ο κ. Τσίπρας αναφερόμενος στο ενδεχόμενο εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ έλεγε ότι «το Grexit είναι ένα ξαναζεσταμένο φαγητό το οποίο έχει πεθάνει και είναι νεκρό» και εκτιμούσε πως «κάποιοι προσπαθούν να το αναστήσουν χωρίς καμία επιτυχία». Πίστευε ότι μπορεί να συνεχίσει την αδιάλλακτη στάση γιατί, όπως έλεγε, θεωρούσε «αδύνατη την έξοδο μιας χώρας από το ευρώ, διότι έτσι η αλυσίδα που έχει 17 κρίκους χάνει τον έναν κρίκο. Οταν όμως σπάσει ένας κρίκος, διαλύεται η αλυσίδα και κανείς δεν το επιθυμεί αυτό. Ούτε δική μας επιθυμία είναι, ούτε της κυρίας Μέρκελ, ούτε κανενός» ανέφερε χαρακτηριστικά ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ.
Ωστόσο αποδείχθηκε μία ακόμη λανθασμένη εκτίμηση του κ. Τσίπρα, όπως τόσες άλλες στη μεγάλη αλυσίδα των λανθασμένων εκτιμήσεων που προκάλεσαν ανυπολόγιστη ζημιά στη χώρα το 2015, όταν στη Σύνοδο Κορυφής της 12ης Ιουλίου συζητήθηκε επίσημα το ενεχόμενο προσωρινής εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ και ανέκρουσε πρύμναν.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



