Αν οι Γερμανοί «χάσουν» τους Ελληνες, είναι σίγουρο ότι θα χάσουν και ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού τους. Ο Βίνκελμαν θα βγει από τον τάφο του και θα κυνηγήσει τη Μέρκελ, τον Σόιμπλε και τους άλλους. Αλλά και αν οι Ελληνες «χάσουν» τους Γερμανούς, είναι σίγουρο ότι θα χάσουν κι αυτοί κομμάτια του εαυτού τους. Το κράτος μας, οι θεσμοί, ακόμη και τα παιδικά τραγουδάκια που μαθαίναμε στα μαθήματα της μουσικής («στη βρύση τη βουνίσια σιμά είναι η φλαμουριά») έχουν τη σφραγίδα αυτής της πυκνής σχέσης μας με τους Γερμανούς από τις αρχές του 19ου αιώνα και μετά.
Αισθάνομαι ότι αυτή τη στιγμή η ελληνογερμανική αντιπαράθεση έχει πάρει τις διαστάσεις βεντέτας. Οι Γερμανοί μοιάζουν φοβικοί και ιδεοληπτικοί. Οι Ελληνες μελοδραματικοί νταήδες, σαν ήρωες κωμειδυλλίου του Περεσιάδη. Αλλά οι διαφορές δεν λύνονται με αυτόν τον τρόπο και είναι προσβλητική, έστω και ως σκέψη, η φτωχή και τίμια απομόνωση.
Η δίκαιη υπόθεση της διεκδίκησης των αποζημιώσεων για τις καταστροφές που υπέστη η χώρα μας στη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής –ο φόρος αίματος και η καταστροφή των υποδομών, από τα υψηλότερα στην Ευρώπη –μοιάζει αδύναμη και ατελέσφορη καθώς εντάσσεται σε αυτή τη βεντέτα. Μολονότι δεν είναι καινούργια υπόθεση, η χρονική στιγμή της επαναφοράς και ο τρόπος της διεκδίκησης δείχνουν εσωτερική κατανάλωση, στοχεύουν κυρίως σε ένα εσωτερικό ακροατήριο που βυθίζεται καθημερινώς στην αβεβαιότητα σε σχέση με το μέλλον του. Και από την ιστορία αυτή δεν λείπουν οι απίθανες ακρότητες, όπως το πυροτέχνημα για την κατάσχεση του κτιρίου του Ινστιτούτου Γκαίτε. Μάλιστα τέτοιες θέσεις προβάλλονται από ειδικούς που γνωρίζουν πολύ καλά ότι οι διεθνείς συμβάσεις δεν επιτρέπουν κάτι τέτοιο. Αλλά το Γκαίτε της Αθήνας –το πρώτο Γκαίτε στον κόσμο μετά από αυτό του Μονάχου –δεν ανήκει μόνο στους Γερμανούς. Ανήκει εξίσου και στους Ελληνες. Είναι ένας βασικός πυρήνας πολιτισμού και ιδεών στην Αθήνα με συνεχή λειτουργία από το 1952. Ακόμη και ως πυροτέχνημα, το θέμα του Γκαίτε μας προσβάλλει.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ