Οι εκλογές της 25ης Ιανουαρίου μπορεί να είναι προσδιοριστικές για τη θέση της χώρας στην ευρωπαϊκή νομισματική ένωση καθώς και για το ίδιο το μέλλον της ευρωζώνης.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, ένα κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς που κατέγραψε μετεωρική άνοδο στα χρόνια της κρίσης, προηγείται στις δημοσκοπήσεις. Αν δεν εξασφαλίσει αυτοδυναμία – και δεν ακολουθήσουν νέες εκλογές – θα σχηματιστεί κυβέρνηση συνεργασίας με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ και, προς το παρόν, άγνωστους εταίρους

Το οικονομικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει να αντιμετωπίσει τις οδυνηρές επιπτώσεις της υπερβολικής λιτότητας που επιβλήθηκε τα τελευταία χρόνια σε αντάλλαγμα των δανείων διάσωσης από την ‘τρόϊκα’, δηλαδή την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Οι συντάξεις έχουν μειωθεί κατά 40% κατά μέσο όρο, ενώ συντριπτικά φορολογικά βάρη, κυρίως μέσα από τον ΕΝΦΙΑ, έχουν επιβληθεί στη μεσαία τάξη.

Η λιτότητα προκάλεσε βαθειά και παρατεταμένη ύφεση. Το εθνικό εισόδημα μειώθηκε κατά 25%. Η ανεργία αυξήθηκε στο 26% του εργατικού δυναμικού, ενώ για τους νέους το ποσοστό είναι 50%. Τα επιδόματα ανεργίας κατά κανόνα διακόπτονται μετά από 12 μήνες, ενώ η συμμετοχή στα φάρμακα αυξήθηκε κατά περισσότερο από 30%. Πολλοί μακροχρόνια άνεργοι χάνουν την πρόσβαση στο Εθνικό Σύστημα Υγείας.

Παρά τις τεράστιες αυτές θυσίες , το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ έφτασε το 175% στο τέλος του 2014 σε σύγκριση με 127% το 2009, όταν ξεκίνησε η κρίση. Για να εξυπηρέτησή του απαιτούνται πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 4% του ΑΕΠ τουλάχιστον μέχρι το 2022. Το χρέος δεν είναι βιώσιμο, εκτός αν οι ρυθμοί ανάπτυξης φτάσουν σε πολύ υψηλά επίπεδα που, όμως, είναι ανέφικτο με πολιτικές διαρκούς λιτότητας.

Για τους λόγους αυτούς ο ΣΥΡΙΖΑ έχει υποσχεθεί να αυξήσει μαζικά τις δημόσιες δαπάνες και να αναδιανείμει τους φόρους, με καθαρό ετήσιο δημοσιονομικό κόστος ίσο προς τουλάχιστον 6,5% του ΑΕΠ. Κονδύλια θα διατεθούν για δωρεάν παροχή ηλεκτρικού ρεύματος και τροφίμων σε φτωχά νοικοκυριά, για αυξήσεις στον κατώτατο μισθό, στις χαμηλές συντάξεις και στα επιδόματα ανεργίας, καθώς και για την κάλυψη του κόστους διαγραφής ιδιωτικών χρεών στις τράπεζες. Η φορολογία θα αυξηθεί στα υψηλά εισοδήματα και τη μεγάλη ακίνητη περιουσία.

Παράλληλα, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει δεσμευτεί να καταργήσει τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και να αναστείλει τις ιδιωτικοποιήσεις. Τέλος, το πρόγραμμα στοχεύει στη διαγραφή, μέσα από διαπραγμάτευση με τους δανειστές, του κύριου όγκου του δημόσιου χρέους της χώρας – που οφείλεται κυρίως σε επίσημους δανειστές.

Όμως, η δημοσιονομική εξυγίανση και οι διαρθρωτικές αλλαγές όχι μόνο αποτελούν τμήμα των δεσμεύσεων της Ελλάδας αλλά υπηρετούν το μακροχρόνιο συμφέρον της χώρας. Δεν πρέπει, κατά συνέπεια, να ακυρωθούν. Επιβάλλεται η προσαρμογή τους στις σημερινές οικονομικές συνθήκες, με αντιμετώπιση των προβλημάτων που έχουν διαπιστωθεί στον σχεδιασμό και την υλοποίηση, ώστε να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητά τους.

Αντίθετα, η ελάφρυνση του χρέους είναι προϋπόθεση για την οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας και την εξασφάλιση της συμμετοχής στην ευρωζώνη. Ο ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει το πλεονέκτημα ότι έχει θέσει το ζήτημα του χρέους με επιθετικό τρόπο. Όμως, οι μη ρεαλιστικές υποσχέσεις για αύξηση των δημοσίων δαπανών και η αναστολή των μεταρρυθμίσεων εξασθενίζουν τη διαπραγματευτική του θέση.

Οι δανειστές, καθοδηγούμενοι από τη Γερμανία, είναι απρόθυμοι, όπως είναι αναμενόμενο, να συζητήσουν ελαφρύνσεις του χρέους. Σύμφωνα με επίσημες δηλώσεις που έχουν αναφερθεί στον τύπο, η τρόϊκα δεν δέχεται τη διαπραγματευτική ατζέντα του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά θα επιδιώξει να ολοκληρώσει τις συζητήσεις που είχε ξεκινήσει με την απερχόμενη κεντροδεξιά κυβέρνηση για την εξασφάλιση πρόσθετων δημοσιονομικών περικοπών και την προώθηση νέων μεταρρυθμίσεων στο ασφαλιστικό σύστημα και την αγορά εργασίας. Θα επιμείνει στην εκπλήρωση όλων των ανειλημμένων υποχρεώσεων.

Αν οι συζητήσεις φτάσουν σε αδιέξοδο, η αυξανόμενη χρηματοοικονομική στενότητα και έλλειψη ρευστότητας, λόγω της αδυναμίας της Ελλάδας να δανειστεί – το επιτόκιο των δεκαετών ομολόγων έχει φτάσει το 9,5% – , θα ασκήσουν πίεση στο δημοσιονομικό και τραπεζικό σύστημα. Η εμπιστοσύνη μπορεί να καταρρεύσει προκαλώντας σοβαρή χρηματοοικονομική αναταραχή και αναγκάζοντας τη χώρα να ζητήσει τρίτο δάνειο διάσωσης που θα οδηγούσε σε έξοδο από το ευρώ και στην εισαγωγή νέου, υποτιμημένου νομίσματος.

Η γεωπολιτική θέση της χώρας θα υποχωρήσει σημαντικά, ενώ η οικονομία θα βυθιστεί πάλι στην ύφεση, που θα αποδιαρθρώσει τον κοινωνικό ιστό. Με την απώλεια του κοινού νομίσματος θα εκλείψει ο βασικός ανασχετικός παράγοντας απέναντι στη δημοσιονομική και χρηματοοικονομική χαλαρότητα, οδηγώντας στην επικράτηση συνθηκών αστάθειας.

Οι αρχές της ευρωζώνης μπορεί να ισχυρίζονται ότι η έξοδος της Ελλάδας δεν αποτελεί, πλέον, συστημικό κίνδυνο, λόγω της δημιουργίας νέων εργαλείων για την καταπολέμηση των χρηματοοικονομικών κρίσεων, όπως εξασφάλιση κεφαλαίων διάσωσης, μερική τραπεζική ένωση, αυστηρότεροι δημοσιονομικοί έλεγχοι και ο ρόλος της ΕΚΤ ως ‘δανειστή έσχατης ανάγκης’. Όμως, ο κίνδυνος μετάδοσης δεν θα εκλείψει διότι η αποχώρηση ενός μέλους δείχνει ότι η ακεραιότητα της ένωσης δεν είναι εγγυημένη και ότι μελλοντικά ρήγματα μπορούν να οδηγήσουν σε νέες αποσχίσεις. Το μήνυμα αυτό δεν θα διαφύγει από την προσοχή των αγορών.

Ανοίγοντας την πόρτα εξόδου για την Ελλάδα μπορεί να χρησιμεύσει σαν μάθημα για χώρες όπως η Ισπανία, η Ιταλία και η Γαλλία, όπου έχουν αναπτυχθεί ισχυρά αντισυστημικά η αντιευρωπαϊκά κόμματα, αλλά δεν αντιμετωπίζει το πραγματικό πρόβλημα: την αυξανόμενη απόκλιση των οικονομικών επιδόσεων, ιδιαίτερα ανάμεσα στο κέντρο και την περιφέρεια της ευρωζώνης. Όσο οι αποκλίσεις διευρύνονται, οι ψηφοφόροι θα συνεχίσουν να κλονίζουν τη νομισματική ένωση και να αμφισβητούν την συνοχή της. Περισσότερη ενοποίηση και αναπτυξιακές πολιτικές είναι η απάντηση.

Αυτό το σενάριο είναι εφικτό, αλλά μόνο εφόσον οι συμμετέχοντες αναγνωρίσουν τον κίνδυνο οικονομικής αποσταθεροποίησης στην Ελλάδα και αναρχίας στην ευρωζώνη που συνεπάγεται η ελληνική έξοδος. Μια κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να δεχτεί αποτελεσματικό έλεγχο των δαπανών και να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις με αντάλλαγμα την ουσιαστική μείωση του βάρους του χρέους – μείωση που η τρόϊκα και η γερμανική κυβέρνηση πρέπει να παραχωρήσουν.

* Ο Γιάννος Παπαντωνίου είναι πρώην υπουργός, πρόεδρος του Κέντρου Ερευνών Προοδευτικής Πολιτικής.