Κάθε Ελληνας χρωστά περισσότερα από 28.000 ευρώ έναντι των 21.600 ευρώ που χρωστούσε το 2008. Απλουστευμένη μεν η τοποθέτηση αυτή, απαραίτητη δε, για να γίνει κατανοητό το μέγεθος του προβλήματος του δημοσίου χρέους. Το ερώτημα βεβαίως είναι πως τα καταφέραμε (πάλι) και χρωστάμε περισσότερα από όσα χρωστούσαμε πριν τα Μνημόνια.

Το 2008 το δημόσιο χρέος έφθανε τα 263,284 δισεκ. ευρώ, το 2009 τα 299,685 και το 2010 τα 329,515 δισεκ. ευρώ. Ο κατήφορος όμως συνεχίστηκε και μετά, αφού το 2011 το δημόσιο χρέος έφθασε τα 355,172 δισεκ. ευρώ για να περιοριστεί πρόσκαιρα το 2012 στα 303,928 δισεκ. ευρώ αλλά στη συνέχεια να αυξηθεί εκ νέου, το 2013, στα 318,730 δισεκ. ευρώ. Για εφέτος, εκτιμάται ότι το δημόσιο χρέος θα <κάτσει> στα 317 δισεκ. ευρώ.

Συνεπώς, τα τρέχοντα βαρίδια είναι περισσότερα από ότι στην έναρξη της οικονομικής κρίσης. Και το χειρότερο; Δεν αναμένεται ριζική ανατροπή της κατάστασης, αφού η κυβέρνηση λογαριάζει ότι το 2018 το δημόσιο χρέος θα <περιορισθεί> στα 301,7 δισεκ. ευρώ (και κάθε ένας από εμάς θα χρωστά 27.200 ευρώ).

Τα ερωτήματα λοιπόν που προκύπτουν αβίαστα είναι το εξής: Πως η Ελλάδα πτώχευσε και το χρέος της δεν ήταν βιώσιμο όταν χρωστούσαμε λιγότερα από 300 δισεκ. ευρώ και είναι βιώσιμο τώρα-λένε οι κρατούντες- που χρωστάμε 317 δισεκ. ευρώ; Πως αποδείχθηκε μη βιώσιμο πριν πέντε χρόνια που οι δείκτες της πραγματικής οικονομίας ήταν καλύτεροι και τώρα -όπως λένε οι κρατούντες- είναι βιώσιμο;

Εν πάσει περιπτώσει λίγη σοβαρότητα δεν βλάπτει, όταν γίνονται δηλώσεις και εκδίδονται ανακοινώσεις περί βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους. Ταυτόχρονα, ας μην ξεχνάμε ότι το δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά 5,8% μεταξύ 2006-2007, κατά 9,7% μεταξύ 2007-2008, κατά 14,7% μεταξύ 2008-2009, κατά 8,5% μεταξύ 2009-2010 και κατά 12,2% μεταξύ 2010-2011.