«Είναι πάρα πολύ πιθανόν αυτή τη στιγμή που μιλάμε, δηλαδή στο τέλος του δεύτερου τριμήνου του έτους, να έχει διαμορφωθεί ήδη ένας θετικός ρυθμός ανάπτυξης σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο» είπε την περασμένη Πέμπτη στην ομιλία του στη Γενική Συνέλευση της Εθνικής ο πρόεδρος της τράπεζας κ. Γιώργος Ζανιάς. Είναι μια εκτίμηση στην οποία συγκλίνει η συντριπτική πλειονότητα των οικονομολόγων και αναλυτών, τόσο εντός όσο και εκτός συνόρων. Εκτός απροόπτου λοιπόν, ύστερα από έξι χρόνια, η χώρα αναμένεται να ξεκολλήσει από την ύφεση και να επιστρέψει σταδιακά σε αναπτυξιακούς ρυθμούς.
Τι σημαίνει όμως αυτό για τις ελληνικές επιχειρήσεις, την οικονομία και την κοινωνία; Στο ερώτημα αυτό κλήθηκαν να απαντήσουν επιχειρηματίες, τραπεζίτες και μάνατζερ σε ημερίδα που διοργάνωσε την περασμένη εβδομάδα ο σύλλογος αποφοίτων του πανεπιστημίου INSEAD. Περιγράφοντας την κατάσταση από την οποία η αγορά καλείται να ανακάμψει ο κ. Βασίλης Φουρλής, πρόεδρος του ομίλου Φουρλή, ανέφερε ως ενδεικτικό παράδειγμα το λιανικό εμπόριο, τον μεγαλύτερο κλάδο της ελληνικής οικονομίας, με συνεισφορά στο ΑΕΠ της τάξεως του 19%. Αναλύοντας την πορεία του, είπε ότι ο γενικός δείκτης του εμπορίου έχει καταγράψει πτώση 34% από τα υψηλά του 2008 και ότι είναι προφανές πως θα χρειαστούν πολλά χρόνια για να επιστρέψει στα προ της κρίσης επίπεδα.
Εστιάζοντας μάλιστα στον κλάδο του οικιακού εξοπλισμού, επισήμανε ότι οι ετήσιες πωλήσεις, από περίπου 5,8 δισ. ευρώ που ήταν τα χρόνια πριν από την κρίση, έχουν περιοριστεί στα επίπεδα του 1,4 δισ. ευρώ την τελευταία τριετία και αναμένεται να διαμορφωθούν λίγο πιο κάτω τα επόμενα χρόνια. Δηλαδή, όπως εξήγησε, οι πωλήσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ, από 3,5%-4% που ήταν πριν από κρίση, έχουν υποχωρήσει κάτω από το 1,5% και υπολογίζεται ότι θα κινηθούν κοντά στα επίπεδα του μέσου όρου των δυτικών ευρωπαϊκών χωρών, λίγο πάνω από το 1% του ΑΕΠ.
Χαμηλοί ρυθμοί
Το συμπέρασμα, σύμφωνα με τον κ. Φουρλή, είναι ότι η συνολική αγορά καταναλωτικών προϊόντων «δεν θα επανέλθει στα επίπεδα του 2008 πριν περάσουν πάρα πολλά χρόνια», καθώς, όπως συμβαίνει σε όλες τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, θα αναπτύσσεται πλέον με τους ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ.
Ανάλογη εικόνα αναμένεται και σε άλλους κλάδους του εμπορίου οι οποίοι τα χρόνια πριν από την κρίση συντηρούνταν από τα δανεικά του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, όπως του αυτοκινήτου, της ένδυσης αλλά και της οικοδομής και του real estate. Τομείς στους οποίους απασχολούνταν μεγάλος αριθμός εργαζομένων οι οποίοι έχασαν τη δουλειά τους και έπαψαν να τροφοδοτούν με φόρους τα έσοδα του Δημοσίου και να στηρίζουν με εισφορές τα συνταξιοδοτικά ταμεία.
Σύμφωνα με την εικόνα που περιέγραψε ο κ. Φουρλής, οι επιχειρήσεις που θα επιβιώσουν στον χώρο του εμπορίου και οι νέες που θα ανοίξουν θα έχουν να μοιραστούν μια πολύ μικρότερη πίτα τα επόμενα χρόνια. Είναι προφανές ότι στο πλαίσιο αυτό η αγορά θα συνεχίσει να βολοδέρνει ακόμη και αν το ΑΕΠ «τρέχει» με θετικό ρυθμό. Οι περισσότερες επιχειρήσεις θα συνεχίσουν τον αγώνα της επιβίωσης, ενώ ακόμη και οι αλυσίδες στο εμπόριο που, όπως τόνισε ο κ. Φουρλής, είναι εντάσεως εργασίας «δεν θα είναι σε θέση να προσλάβουν εργαζομένους με ρυθμό που θα οδηγήσει σε ουσιαστική μείωση της ανεργίας».
Τα «κόκκινα» δάνεια
Είναι προφανές ότι στο κλίμα αυτό οι εταιρείες του κλάδου δεν θα είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις τραπεζικές τους υποχρεώσεις. Και όπως επισήμανε ο κ. Χρήστος Μεγάλου, διευθύνων σύμβουλος της Eurobank, «η ενεργή διαχείριση των προβληματικών δανείων είναι από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει το εγχώριο τραπεζικό σύστημα». Τα «κόκκινα» δάνεια των επιχειρήσεων, τα οποία σύμφωνα με τον κ. Γιάννη Στουρνάρα, διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ξεπερνούν τα 40 δισ. ευρώ, δυσχεραίνουν τις τράπεζες στο να διαδραματίσουν τον ρόλο τους στη χρηματοδότηση της οικονομίας που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη.
Ο κ. Μεγάλου πάντως τόνισε ότι η Εurobank μετά την ανακεφαλαιοποίησή της και την ενίσχυση της ρευστότητας με την έκδοση ομολογιακού δανείου είναι «ανοικτή για δουλειές». Βεβαίως, όπως διευκρίνισε, οι τράπεζες δεν μπορούν να γυρίσουν σε πρακτικές του παρελθόντος μοιράζοντας αφειδώς δάνεια, αλλά είναι έτοιμες να χρηματοδοτήσουν την υγιή επιχειρηματικότητα, δηλαδή τις επιχειρήσεις που έχουν βάλει σε τάξη τα οικονομικά τους, διαθέτουν business plan, έχουν αναπτυξιακό story και καινοτόμα προϊόντα και υπηρεσίες.
Πορεία χωρίς αναθέσεις, επιδοτήσεις και μοντέλα προστασίας
Την ίδια στιγμή, όπως σημείωσε ο κ. Πάνος Παπάζογλου, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας συμβούλων EΥ Ελλάδος, συντελούνται τεράστιες αλλαγές στις επιχειρήσεις. «Δεν νομίζω ότι έχουμε όλοι συνειδητοποιήσει το μέγεθος των αλλαγών που υλοποιούν οι ελληνικές εταιρείες κάτω από ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες» τόνισε. Οπως εξήγησε, «οι επιχειρήσεις περιορίζουν δραστικά δαπάνες και έξοδα, επανεξετάζουν σχέσεις με προμηθευτές και την εφοδιαστική αλυσίδα, ξανασκέφτονται τις διοικητικές δομές, αξιοποιούν νέες τεχνολογίες, αναζητούν νέες μορφές χρηματοδότησης, αποσύρονται από ζημιογόνες δραστηριότητες και πειραματίζονται σε νέα αντικείμενα.
Την ίδια στιγμή, όπως σημείωσε ο κ. Πάνος Παπάζογλου, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας συμβούλων EΥ Ελλάδος, συντελούνται τεράστιες αλλαγές στις επιχειρήσεις. «Δεν νομίζω ότι έχουμε όλοι συνειδητοποιήσει το μέγεθος των αλλαγών που υλοποιούν οι ελληνικές εταιρείες κάτω από ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες» τόνισε. Οπως εξήγησε, «οι επιχειρήσεις περιορίζουν δραστικά δαπάνες και έξοδα, επανεξετάζουν σχέσεις με προμηθευτές και την εφοδιαστική αλυσίδα, ξανασκέφτονται τις διοικητικές δομές, αξιοποιούν νέες τεχνολογίες, αναζητούν νέες μορφές χρηματοδότησης, αποσύρονται από ζημιογόνες δραστηριότητες και πειραματίζονται σε νέα αντικείμενα.
Παράλληλα»,
πρόσθεσε, «στη μεγάλη πλειονότητα των ελληνικών επιχειρήσεων έχει γίνει πια συνείδηση ότι δεν μπορεί πλέον να εξαρτάται από δημόσιες συμβάσεις και αναθέσεις, από κρατικές επιδοτήσεις και επιχορηγήσεις, από κλειστές αγορές και πελατειακά μοντέλα προστασίας από τον ανταγωνισμό. Συνειδητοποιούν την ανάγκη της εξωστρέφειας και την κάνουν πράξη. Ιδιαίτερα οι νεότερες γενιές των επιχειρηματιών. Η αφύπνιση ήρθε απότομα και οδήγησε σε δραστικό επαναπροσανατολισμό προς διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα και υπηρεσίες» τόνισε ο κ. Παπάζογλου Στο ίδιο μήκος κύματος, ο κ. Αχιλλέας Κωνσταντακόπουλος, διευθύνων σύμβουλος της Τemes, επισήμανε τις θετικές συνέπειες των θεσμικών αλλαγών στον τουρισμό, όπως το χωροταξικό, η ευελιξία στην αγορά εργασίας του κλάδου, οι εξοχικές κατοικίες, οι οποίες όπως είπε «θα φέρουν περισσότερες πτήσεις γιατί οι ιδιοκτήτες τους θα έρχονται τακτικά και θα επιμηκύνουν την τουριστική περίοδο στις τοπικές κοινωνίες».
Η ανεργία
Αναμφίβολα όλα αυτά θα συμβάλουν ώστε το επόμενο χρονικό διάστημα η χώρα, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τους δείκτες, να βγει από την ύφεση και να επιστρέψει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Ομως αυτό, όπως επισημαίνουν τραπεζικοί κύκλοι, δεν θα γίνει αντιληπτό σε όλη την οικονομία και σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. «Οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης θα προέρχονται από τη βελτίωση των επιδόσεων ορισμένων επιχειρήσεων που προσαρμόστηκαν ταχύτερα στις νέες συνθήκες, ορισμένων κλάδων που ευνοήθηκαν από τις συγκυρίες όπως π.χ. ο τουρισμός κ.ο.κ. Σε κάθε περίπτωση δεν θα είναι ισχυροί για να δημιουργήσουν τα επόμενα χρόνια τις θέσεις εργασίας που χάθηκαν στην κρίση» αναφέρουν.
Η ανεργία δεν προβλέπεται να υποχωρήσει, αν μάλιστα αναλογιστεί κανείς ότι σύμφωνα με την ιστορική εμπειρία της χώρας η ελληνική οικονομία ακόμη και στα καλύτερά της δεν κατάφερε να δημιουργήσει πάνω από 50.000 θέσεις εργασίας ετησίως. Με την εσωτερική αγορά εξουθενωμένη από την κρίση και την υπερφορολόγηση, η μόνη διέξοδος για ανάπτυξη, όπως συμφωνούν όλοι, είναι οι εξαγωγές και ο τουρισμός. Και αν ο τουρισμός ανακάμπτει, στο μέτωπο των εξαγωγών οι εξελίξεις δεν είναι το ίδιο ενθαρρυντικές.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



