Μια μέρα του 1970, ο Μοασίρ Μπαρμπόζα, ένας έγχρωμος παλαίμαχος τερματοφύλακας, βρισκόταν σε ένα σουπερμάρκετ του Ρίο. Εκεί, έμελλε να ζήσει τη δεύτερη χειρότερη στιγμή της ζωής του. «Βλέπεις αυτόν τον κύριο;» είπε μια γυναίκα στην κόρη της. «Είναι αυτός που έκανε όλη τη Βραζιλία να κλάψει». Η χειρότερη στιγμή της ζωής του ήταν στις 16 Ιουλίου του 1950, όταν έκανε μια λάθος εκτίμηση και δέχθηκε το γκολ με το οποίο η Βραζιλία έχασε το Μουντιάλ μέσα στο σπίτι της. Ποδοσφαιρικά, δεν ήταν κάποιο έγκλημα, όπως έλεγε και ο ίδιος «έχουν γίνει πολύ χειρότερα». Σημειολογικά, ήταν μια εθνική καταστροφή.
Η καριέρα του τελείωσε λίγο μετά το 1950. Κανείς δεν τον συγχώρεσε, αν και ως το τέλος της πικρής και μοναχικής ζωής του υποστήριζε «ήμασταν 11 σε εκείνο το παιχνίδι». Ο μύθος που περιβάλλει τη ζωή του περιλαμβάνει ατάκες όπως «η μεγαλύτερη δικαστική ποινή στη Βραζιλία εκείνη την εποχή ήταν 30 χρόνια. Εγώ έφαγα ισόβια» και ένα περίεργο μπάρμπεκιου που λέγεται πως περιελάμβανε τα «καταραμένα δοκάρια» του Μαρακανά, στο οποίο, σαν στοιχειωμένος άνθρωπος, δούλευε ως φροντιστής τα τελευταία φτωχικά χρόνια της ζωής του. Στο μεταξύ, είχε εκδιωχθεί από προπονήσεις της Εθνικής Βραζιλίας, ενώ στα 90s τού απαγορευόταν να σχολιάζει τα παιχνίδια στην τηλεόραση. Πέθανε τον Απρίλιο του 2000, σε ηλικία 79 ετών, από καρδιακή προσβολή, ζώντας στα όρια της φτώχειας. Το σκούρο χρώμα του δέρματός του ίσως να έπαιξε ρόλο στη μετατροπή του από έναν άτυχο άνθρωπο σε ένα αιώνιο εξιλαστήριο θύμα.
*Δημοσιεύθηκε στο ΒΗΜΑmen Ιουνίου 2014



