Με υποθέσεις που «καίνε» και έχουν και μεγάλο πολιτικό ενδιαφέρον στο επίκεντρο της δικαστικής έρευνας (Εξοπλιστικά, ολοκλήρωση ανάκρισης Siemens, σκάνδαλα τραπεζών) αιφνιδίως μετά την ανακοίνωση του ανασχηματισμού ξέσπασε «πόλεμος» εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας.
Φαίνεται ότι η περίπτωση δικαιώνει τη ρήση «ουδείς προφήτης στον τόπο του», αφού οι τρεις δικαστικές ενώσεις στρέφονται και εναντίον της ηγεσίας του υπουργείου Δικαιοσύνης, του κ. Χαράλαμπου Αθανασίου, πρώην συναδέλφου τους… Παρά τις Κασσάνδρες ότι ο «Αθανασίου φεύγει από το υπουργείο», ο στενός και επί 20 χρόνια φίλος του Αντώνη Σαμαρά, Μπάμπης για τους κολλητούς του, παρέμεινε με την επιμονή και του αντιπροέδρου της κυβέρνησης κ. Ευάγγελου Βενιζέλου, ο οποίος δεν ήθελε να αναλάβει στέλεχος της Ελιάς το συγκεκριμένο υπουργείο. Και την επομένη της ορκωμοσίας της νέας κυβέρνησης άρχισαν οι… εχθροπραξίες.
Οι παροικούντες στη Δικαιοσύνη λένε –και επιμένουν –ότι ο ανασχηματισμός δεν είναι άσχετος από την «κρίση» που έχει δημιουργηθεί στις σχέσεις δικαστών και υπουργείων Οικονομικών και Δικαιοσύνης. Η πρώτη και εμφανής αιτία της κόντρας είναι και οι δυνάμεις που θέλουν την υπονόμευση του ρόλου Αθανασίου με κίνητρα, κυρίως, την υπουργοποίηση στελεχών του κυβερνώντος κόμματος, τα οποία έχασαν μία ακόμη ευκαιρία να μπουν στην κυβέρνηση. Είναι οι ίδιοι οι οποίοι πρόσκεινταν στο κλίμα… Μπαλτάκου, με τον οποίο ο κ. Αθανασίου τηρούσε αποστάσεις ασφαλείας. Απόμακρος ήταν και με «ισχυρούς» που κινούνταν στις παρυφές της Δικαιοσύνης διότι είχε διαβλέψει προσπάθεια διείσδυσής τους και υπαγόρευση κρίσης σε υποθέσεις με μεγάλο οικονομικό ενδιαφέρον!
Σε αυτή τη χώρα η εκφορά γνώμης από εν ενεργεία δικαστές έχει μια ιστορία διώξεων αλλά και μεγάλων πειθαρχικών υποθέσεων ώσπου να κατοχυρωθεί το δικαίωμα στη γνώμη από τις δικαστικές ενώσεις. Ο σημερινός υπουργός Δικαιοσύνης, συνδικαλιστής επί 15 χρόνια στην Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων, δεν διανοείται, όπως μας έλεγαν στενοί συνεργάτες του, να φιμώσει τους συναδέλφους του, ακόμη και όταν τον αδικούν, ακόμη και όταν του επιτίθενται μετωπικά. Ετσι εξηγείται και το γεγονός ότι οι απαντήσεις του υπουργείου στις επιθέσεις τριών δικαστικών ενώσεων ήταν λακωνικές και κυρίως θεσμικές…
Η έκκληση της Ενωσης Διοικητικών Δικαστών να υλοποιούνται οι δικαστικές αποφάσεις (βλέπε καθαρίστριες), όπως μας έλεγε ανώτατο στέλεχος του υπουργείου Δικαιοσύνης, «είναι εύλογη και η κυβέρνηση καλείται να συμμορφωθεί. Ο ρόλος όμως της κυβέρνησης να έχει τη νομοθετική πρωτοβουλία», επέμεναν οι ίδιοι, «δεν είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Η διάκριση των εξουσιών δεν είναι διαπραγματεύσιμος θεσμός, έχει λυθεί το θέμα από τη Γαλλική Επανάσταση. Να μας αφήσουν να κάνουμε ακόμη και λάθη και θα κρίνει ο ελληνικός λαός… Οπως εκείνοι, οι δικαστές δηλαδή, δεν δέχονται παρεμβάσεις έτσι και η Πολιτεία δεν δέχεται επικάλυψη του ρόλου της».
Από την άλλη πλευρά, οι δικαστές επιμένουν ότι «νομοθετήματα που ελαφρύνουν την ποινική μεταχείριση καταχραστών του Δημοσίου δεν διευκολύνουν τις υποθέσεις διαφθοράς και τους δένουν τα χέρια στη διερεύνηση των υποθέσεων. Πώς θα τους πούμε να μιλήσουν οι εμπλεκόμενοι», μας έλεγε ανακριτής, «αν δεν τους επισύρουμε μεγάλη ποινή; Και γιατί τώρα πρέπει να θεσπιστούν όλα τα ευνοϊκά νομοθετήματα;». Είναι μικρή η ποινή των 20 χρόνων, αντιτείνει το υπουργείο Δικαιοσύνης.
Ιδιαίτερα κακή αποδοχή στην κυβέρνηση είχε η ανακοίνωση της Ενωσης Εισαγγελέων που άφηνε να εννοηθεί ότι υποθάλπονται εγκληματίες με τα νέα νομοθετήματα και η άλλη, εκείνη της Ενωσης των μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κυρίως για τον εν εξελίξει Ποινικό Κώδικα, ο οποίος πράγματι καταργεί τον νόμο 1608/50 περί καταχραστών του Δημοσίου… Η αλήθεια είναι ότι πίσω από την γκρίνια δεν είναι μόνο δικαστές· είναι και καλοστημένα νομικά γραφεία με συνταξιούχους δικαστές ως συμβούλους αλλά και άλλοι, που θεωρούν ότι θα χάσουν μέρος της δικηγορικής ύλης καθώς και παχυλές απολαβές. Κάποια χρήματα δεν είναι και πολύ καθαρά, τα εισπράττουν και επαγγελματίες λομπίστες, που «πουλάνε» ανύπαρκτες, πολλές φορές, γνώσεις από τον χώρο των δικαστηρίων.
Απόφαση της ηγεσίας του υπουργείου Δικαιοσύνης είναι να καταργήσει τον αναχρονιστικό νόμο και να νομοθετήσει στην κατεύθυνση επιστροφής των κλεμμένων από τα Δημόσια Ταμεία, που ανήκουν στον ελληνικό λαό. Ο κ. Αθανασίου γνωρίζει ότι το θέμα μπορεί να έχει κόστος, αλλά δεν υποχωρεί, σε αυτή τη φάση, με γνώμονα το πολιτικό κόστος. «Μπορώ και να πάω σπίτι μου» λέει συχνά μιλώντας με φίλους και συνεργάτες του· «εγώ δεν είμαι επαγγελματίας πολιτικός…» δεν παραλείπει να τονίζει.
Στο βάθος όλων των αντεγκλήσεων και του πολέμου ανακοινώσεων βρίσκεται και το αγκάθι των αποδοχών των δικαστών, που έχουν υποστεί μείωση στα εισοδήματά τους σε ποσοστό τουλάχιστον 40%. Οι υποσχέσεις ότι «θα αποκατασταθούν οι αδικίες σε βάρος τους και θα υλοποιηθεί η επιταγή περί ειδικού μισθολογίου» έχουν μείνει λόγια και αυτό έχει δυσαρεστήσει.
«Αυτή η κόντρα πρέπει να λήξει», μας έλεγε συνταξιούχος δικαστής με εμπειρία, «διότι δεν βοηθάει κυρίως τον πολίτη, που νιώθει ότι το τελευταίο αποκούμπι του είναι η Δικαιοσύνη».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



