Το Μουντιάλ του 1986 είναι μια μικρή πράσινη πιπεριά με μαύρο μακρύ μουστάκι και ένα τεράστιο σομπρέρο στο κεφάλι. Το Μουντιάλ του 1990 είναι ένα ρομποτοποιημένο ανθρωπάκι φτιαγμένο με μια αισθητική που μάλλον στα τέλη των 80s ήταν φουτουριστική. Το Μουντιάλ του 1986 είναι ένα σκονισμένο μεσημέρι σε ένα κάμπινγκ στη βουτηγμένη στον ήλιο ελληνική επαρχία, με κάτι τηλεοράσεις, που τώρα πια πωλούνται ως vintage αντικείμενα, να εκφωνούν ενδιαφέρουσες, εξωτικές λέξεις για ένα παιδικό μυαλό. Λέξεις όπως «Μπουτραγκένιο», «Ρουμενίγκε», «Ζαν-Πιερ Παπέν» και άλλα τέτοια διασκεδαστικά. Το Μουντιάλ του 1990 είναι λίγο πιο πολύχρωμο, οι τηλεοράσεις έχουν βελτιωθεί, δεν είναι ψηφιακές, αλλά υπάρχει κάποια ευκρίνεια. Και αυτό έχει διασκεδαστικές λέξεις, όπως «Τότο Σκιλάτσι» και «Ροζέ Μιλά».
Καταλαβαίνεις πόσο σημαντικό είναι ένα γεγονός αν θυμάσαι που ήσουν όταν αυτό συνέβαινε. Ο μέσος άντρας, ακόμη και αυτός που δεν θυμάται τι έφαγε προχθές, ξέρει πολύ καλά που ήταν την εποχή που είδε το πρώτο του Μουντιάλ. Ηταν καλοκαίρι – πάντα είναι καλοκαίρι –, από την τηλεόραση ακούγονταν περίεργες λέξεις και ήταν η πρώτη μεγάλη συνενοχή με τον κόσμο των μεγάλων, που και αυτοί έβλεπαν, γελούσαν, φανατίζονταν (ενίοτε προς μεγάλη μητρική απογοήτευση) και έβριζαν κάτι τύπους που κυνηγούσαν μια μπάλα. Γιατί το Μουντιάλ δεν έχει να κάνει τόσο με το ποδόσφαιρο όσο με την ζωή. Οι ζωές μπορούν να μετρηθούν με τα χρόνια, με τις στιγμές, με τις αλλαγές, με την ενηλικίωση, με τις επιτυχίες και τις αποτυχίες. Αλλα υπάρχει και μια διαφορετική μονάδα μέτρησης του χρόνου, αυτή του ποδοσφαίρου, που σε κάνει να σκέφτεσαι που ήσουν τέσσερα, οκτώ, δώδεκα, δεκαέξι, είκοσι χρόνια πριν. Οι εποχές του Μουντιάλ.
Η μνήμη συνήθως είναι επιλεκτική, αλλά σε αυτές τις περιπτώσεις μπορείς να θυμηθείς ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Τις ατάκες, το χρώμα της τηλεόρασης, το τραπεζομάντιλο, τα χαρτάκια Panini, τα στοιχήματα, τον τρόπο με τον οποίο μετά, παίζοντας, προσπαθούσες να γίνεις αυτός που θαύμαζες, τη μυρωδιά του τσιγάρου – στα 80s πάντα υπήρχε ένα τσιγάρο. Ακόμη και εκείνο τον ενοχλητικό μεγάλο που μείωνε το μεγαλείο μπροστά στα μάτια σου, αυτόν τον επαγγελματία γκρινιάρη, τον ορισμό του νοσταλγού, που στην πρώτη λάθος κίνηση θα έλεγε «ποδόσφαιρο είναι αυτό; Δεν θυμάστε τότε που…». Δεν το ήξερες, αλλά και αυτός τη δική του αθωότητα νοσταλγούσε.
Πριν από τέσσερα χρόνια βρέθηκα στο Ντέρμπαν της Νότιας Αφρικής για να παρακολουθήσω από κοντά τον ημιτελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου ανάμεσα στη Γερμανία και στην Ισπανία. Η εμπειρία ήταν υπέροχη, το γήπεδο γεμάτο, το γκολ του Πουγιόλ αλησμόνητο, η αίσθηση εκπλήρωσης ενός απωθημένου πλήρης. Και όμως, κάπου εκεί, βλέποντας από κοντά το Μουντιάλ, η αναπόφευκτη νοσταλγία εμφανίστηκε. Τελικά, αν ο άντρας μεγαλώνοντας δεν κατακτήσει ο ίδιος το Μουντιάλ, τίποτε δεν μπορεί να συγκριθεί με το πρώτο του τουρνουά. Με τη στιγμή που παρακολουθεί σε μια τηλεόραση με χιόνια, μαζί με τους μεγάλους, ένα παιχνίδι με το οποίο, από τότε και στο εξής, κάθε τέσσερα χρόνια, θα μετρά τη ζωή του.
*Δημοσιεύθηκε στο ΒΗΜΑmen Ιουνίου 2014



