Κακό πράγμα η γκρίνια. Διαβρωτική, ύπουλη, μεταδοτική. Υπό συγκεκριμένες συνθήκες, όμως, και λίγο απελευθερωτική. Ο Γιώργος Καραγκούνης είναι διάσημος για πολλά πράγματα. Ανάμεσα σε αυτά, είναι διαβόητος για τις υψηλές επιδόσεις του στην τέχνη της γκρίνιας. Αν τον δεις να παίζει, να χειρονομεί, να διαφωνεί με τις αποφάσεις του διαιτητή (ακόμη και αν αυτός είναι ο προπονητής του σε ένα ανεπίσημο προπονητικό διπλό), να φωνάζει, να διεκδικεί, θα παραδεχθείς τελικά πως ενίοτε η γκρίνια κάνει καλό. Πως έχει κάτι το ρομαντικό, κάτι από παιδικό εγωισμό, κάτι που επιστρέφει στον πυρήνα του ποδοσφαίρου, το να βλέπεις έναν άνθρωπο 37 χρόνων να παθιάζεται σε βαθμό ψύχωσης με το πιο απλό, σύνθετο, πλήρες συναίσθημα του κόσμου: τη χαρά τού να κερδίζεις στην μπάλα.
Ο Γιώργος Καραγκούνης το ξέρει πως στην πραγματικότητα δεν είναι γκρινιάρης. «Αν είμαι κάτι, είμαι ένας τυχερός άνθρωπος». Ενας άνθρωπος που βιοπορίζεται επαγγελματικά κάνοντας αυτό που κάποτε ονειρευόταν σε ένα χωριό της Ηλείας. Και το κάνει τόσο καλά, με τόση μανία και όρεξη, με εκείνον τον μονίμως ανικανοποίητο τρόπο που οι αποφασισμένοι άνθρωποι εξασκούν το πάθος τους.
Ο Γιώργος Καραγκούνης ετοιμάζεται για το απόλυτο ποδοσφαιρικό όνειρο: να οδηγήσει την Εθνική της χώρας του στα γήπεδα της Βραζιλίας σε ένα Μουντιάλ που θα είναι το τελευταίο του. Φέτος πέρασε τη χρονιά του στο Λονδίνο, παίζοντας με τη Φούλαμ και κάνοντας τους φλεγματικούς, απαιτητικούς και έξυπνους βρετανούς οπαδούς της να τον λατρέψουν τραγουδώντας «There’sonlyoneKaragounis,one Karagounis,he’sahundredandfourbuthecanstillscore», πειράζοντάς τον – όπως κάνουν όλοι όσοι αγαπάνε.
Ξεκίνησε να παίζει με τις εθνικές ομάδες ποδοσφαίρου από τα 14 του. Πρώτα στην Παίδων, μετά στη Νέων, στην Ελπίδων και από το 1999 στην Ανδρών. Τα έχει ζήσει όλα. Εχει κατακτήσει τοEuro. Εχει πάει σε άλλο ένα Μουντιάλ. Εχει πάει ξανά σε Euro. Εχει τις περισσότερες συμμετοχές από κάθε άλλον ποδοσφαιριστή, ξεπερνώντας τον (ευρωβουλευτή πλέον) Θοδωρή Ζαγοράκη. Σίγουρα, ο Γιώργος Καραγκούνης είναι ένας τυχερός άνθρωπος. Το ξέρει και ο ίδιος και γι’ αυτό δεν γκρινιάζει πια – τουλάχιστον εκτός αγωνιστικού χώρου.
Ξεκινάμε από τα προφανή. Τι στόχους έχουμε στο Μουντιάλ;
«Πρώτα απ’ όλα, να είμαστε ειλικρινείς: έχουμε κάνει μεγάλο αγώνα για να φτάσουμε στη Βραζιλία, δεν πρέπει να το ξεχνάμε. Και ο πιο βασικός στόχος, να χαρούμε την προσπάθεια. Να το απολαύσουμε…».
Δεν μπορώ να πιστέψω ότι δεν θα έχουμε και μια επιπλέον φιλοδοξία…
«Μα η φιλοδοξία μας είναι δεδομένη. Πάντα θέλουμε κάτι παραπάνω. Ο πρώτος στόχος είναι η επόμενη φάση. Αλλά να θυμόμαστε ότι έχουμε δύσκολο όμιλο. Κολομβία, Ιαπωνία, Ακτή Ελεφαντοστού είναι δυνατές ομάδες και δεδομένου ότι έρχονται από άλλη ήπειρο η καθεμία, αντιμετωπίζονται διαφορετικά. Ειδικά η Κολομβία. Εχουμε να αντιμετωπίσουμε την καλύτερη ποδοσφαιρική γενιά της Κολομβίας».
Νιώθεις δέος όταν παίζεις σε ένα Μουντιάλ; Γιατί δεν είναι το πρώτο σου. Η εμπειρία βοηθάει;
«Δέος σίγουρα νιώθεις, ειδικά αν παίζεις στη Βραζιλία. Βέβαια, πάντα μετράει και η εμπειρία. Σε Μουντιάλ πάμε, δεν μπορείς να ζεις χωρίς πίεση όταν παίζεις κόντρα στους καλύτερους. Η εμπειρία, όμως, μου λέει ότι δεν γίνεται και να μην το διασκεδάζεις…».
Μια μεγάλη κουβέντα μετά το 2004 στο ελληνικό ποδόσφαιρο είναι ότι «δεν έχουμε τίποτα να αποδείξουμε». Εσύ πιστεύεις ότι πράγματι δεν έχουμε κάτι να αποδείξουμε;
«Εχουμε αποδείξει ότι το 2004 δεν ήταν μια φωτοβολίδα. Η πορεία που έχουμε διαγράψει τα τελευταία δέκα χρόνια, οι προκρίσεις σε δύο Μουντιάλ και σε δύοEuro έχουν δείξει πως τίποτα δεν ήταν τυχαίο. Ισως οι προκρίσεις αυτές να είναι σημαντικότερες από το Κύπελλο το 2004, όσο υπερβολικό και να ακούγεται αυτό. Κι αν σκεφτεί κανείς και την υποδομή του ελληνικού ποδοσφαίρου, η επιτυχία γίνεται ακόμη πιο σημαντική».
Αρα, δεν πρέπει να αποδείξετε τίποτα;
«Φυσικά και πρέπει. Πάντα πρέπει να αποδεικνύεις πράγματα. Οπως όλοι οι άνθρωποι καθημερινά στη δουλειά τους πρέπει να αποδεικνύουν τι μπορούν να καταφέρουν, έτσι κι εμείς. Σε κάθε προπόνηση πρέπει να αποδεικνύεις ποιος είσαι. Αλλά η μεγάλη πίεση έχει φύγει. Στα δύο μπαράζ που παίξαμε με Ουκρανία και Ρουμανία, η πίεση ξεχείλισε, ένιωσα τη μεγαλύτερη πίεση που έχω δεχθεί ποτέ. Το 2004 ήταν ένα πάρτι όπου περνούσαμε καλά, κερδίζαμε, δεν είχαμε έναν στόχο – μέχρι να τον κατακτήσουμε. Στα μπαράζ έπρεπε να αποδείξουμε πως δικαίως είμαστε στις δέκα καλύτερες ομάδες του κόσμου και πως αξίζαμε να φτάσουμε στο Μουντιάλ. Γιατί όλα είναι εύκολα όταν αναλύεις ένα παιχνίδι πριν και μετά. Αλλά όταν παίζεις, όταν ξέρεις πως ένα λάθος στοιχίζει μια ιστορική πρόκριση, εκεί θα αντιμετωπίσεις τον εαυτό σου…».
Πέρασαν δέκα χρόνια από το 2004. Πολύς λόγος γίνεται για το «χαμένο στοίχημα» του Euro. Τελικά, το κερδίσαμε ή το χάσαμε το στοίχημα;
«Εξαρτάται από το πώς το βλέπεις. Αν κοιτάξεις το ελληνικό ποδόσφαιρο πέρα από την Εθνική, δηλαδή τα γήπεδα, τους παράγοντες, το κλίμα, τα επεισόδια, προφανώς εκεί ως κεφάλαιο “ελληνικό ποδόσφαιρο” αποτύχαμε και το στοίχημα χάθηκε».
Τότε πού το κερδίσαμε;
«Στο κεφάλαιο “Εθνική ομάδα”. Αν δεις την Εθνική απομονωμένη από το υπόλοιπο ελληνικό ποδόσφαιρο, τις προκρίσεις, τις παρουσίες σε μεγάλες διοργανώσεις, τη συνέπεια της ομάδας, τότε λες, “ναι, κάτι κερδίσαμε από τοEuro”, υπάρχει μια κληρονομιά».
Ο Φερνάντο Σάντος μετά το Μουντιάλ αποχωρεί από την Εθνική. Αυτό μπορεί να επηρεάσει την ομάδα;
«Γιατί να μας επηρεάσει; Είμαστε επαγγελματίες. Κι εμείς και ο προπονητής. Ο Φερνάντο Σάντος θέλει να δώσει τον καλύτερο εαυτό του κι εμείς το ίδιο. Μεγάλα παιδιά είμαστε».
Η φετινή χρονιά ήταν περίεργη για το ελληνικό ποδόσφαιρο. Δημιούργησε μια φημολογία για το κλίμα της Εθνικής.
«Νομίζω πως οι παίκτες της Εθνικής έχουμε αποδείξει ποιοι είμαστε. Ξέρουμε όλοι πως πρέπει να είμαστε μια ομάδα. Και μέχρι στιγμής δεν έχουμε παρουσιάσει δείγματα πως έχουμε πρόβλημα να αφήσουμε το εγώ για το εμείς…».
Εχεις ξαναπάει στη Βραζιλία;
«Οχι, ποτέ. Πουθενά στη Νότια Αμερική. Το Μουντιάλ είναι μια υπέροχη πρόκληση, όπου και να διεξαχθεί. Πόσω μάλλον αν είναι στη Βραζιλία, όπου όλοι περιμένουν το καλύτερο Μουντιάλ όλων των εποχών».
Θυμάμαι το 2004, όταν έμαθες πως δεν θα παίξεις στον τελικό λόγω κάρτας, έβαλες τα κλάματα. Θα ζήσεις το ίδιο έντονα και το Μουντιάλ;
«Δεν έχω ξεχάσει εκείνη τη στιγμή. Ηταν μια μεγάλη αδικία. Είχα παίξει όλα τα παιχνίδια, είχα πάρει κάρτα από το πάθος μου και όταν έφυγε η αδρεναλίνη της πρόκρισης και έμαθα πως δεν θα παίξω στον τελικό, σοκαρίστηκα. Αλλά δεν πειράζει, τελείωσαν αυτά και πάλι το πήραμε. Και ασφαλώς θα το ζήσω το ίδιο έντονα».
Νιώθεις τυχερός άνθρωπος;
«Oταν ήμουν μικρός, στο χωριό μου, το μόνο που σκεφτόμουν είναι πώς θα καταφέρω να παίξω μπάλα. Τώρα ετοιμάζομαι να πάω στο Μουντιάλ της Βραζιλίας, από τα 14 μου είμαι στην Εθνική ομάδα, έχω ζήσει σε τόσες πόλεις, έχω κερδίσει χρήματα, έχω πάρειEuro, πρωταθλήματα, έχω δεχθεί αγάπη… Ολα αυτά, όταν τα σκέφτομαι, μου φαίνονται απίστευτα. Ναι, νιώθω τυχερός άνθρωπος, κάπως ευλογημένος».
Γιατί συνήθως η εικόνα που παρουσιάζεις στο γήπεδο είναι ότι γκρινιάζεις;
«Δεν έρχεται πάντα εύκολα η επιτυχία. Οσο και να νιώθεις ευλογημένος, δεν μπορείς να διασκεδάσεις σε όλη τη διαδρομή. Νιώθεις κουρασμένος, απογοητεύεσαι, πέφτεις, σηκώνεσαι, προσπαθείς και συνεχίζεις. Αλλά αυτό αγάπησα, αυτό επέλεξα, ή αυτό με επέλεξε, δεν ξέρω ακριβώς, οπότε δεν μπορώ να μη συνεχίζω».
Eίχες δώσει μια συνέντευξη στον«Guardian»όπου μιλούσες για την κρίση. Ηταν η ερώτηση του δημοσιογράφου αναπόφευκτη ή νιώθεις να εκπροσωπείς τη χώρα σου ως προβεβλημένος Ελληνας στο εξωτερικό;
«Το θέμα της κρίσης το εισπράττουμε και εμείς. Ισως όχι οικονομικά, αλλά έχω τόσους φίλους με προβλήματα, ξέρω τι γίνεται. Ο κόσμος έχει άλλες αγωνίες, άλλα προβλήματα. Και το λιγότερο που μπορώ να κάνω είναι να εκπροσωπήσω τη χώρα μου σε ένα Μουντιάλ, να προσπαθήσω να διαφημίσω την Ελλάδα που συκοφαντείται διεθνώς, να βοηθήσουμε να ξεπεραστούν, έστω και για λίγα λεπτά, οι δυσκολίες. Ε, αυτό το “να δώσουμε χαρά στον κόσμο” είναι ένα έξτρα κίνητρο, μια έξτρα υποχρέωση. Θα κάνουμε ό,τι μπορούμε».
*Δημοσιεύθηκε στο ΒΗΜΑmen Ιουνίου 2014



