«Και σήμερα η Ελλάδα μπορεί να βγει στις αγορές με επιτυχία». Αυτή είναι η κοινή εκτίμηση κυβερνητικών στελεχών, τραπεζικών παραγόντων και οικονομικών αναλυτών. Ομως, το timing της επιστροφής στις αγορές κάποια στιγμή το 2014 όπως έχει πει ο υπουργός Οικονομικών κ. Γιάννης Στουρνάρας είναι κρίσιμο. Και στη σημερινή συγκυρία δεν συνδέεται τόσο με τις διαθέσεις των επενδυτών όσο με τις πολιτικές εξελίξεις.

«Αυτή τη στιγμή δεν έχει νόημα η κυβέρνηση να επιχειρήσει έξοδο στις αγορές»
λένε κοινοτικοί κύκλοι. Ούτως ή άλλως η επιστροφή στις αγορές θα έχει συμβολικό χαρακτήρα, αφού θα αφορά έκδοση πενταετούς ομολόγου, ύψους 2-2,5 δισ. ευρώ. Τα μηνύματα που έχει το οικονομικό επιτελείο από μεγάλες ευρωπαϊκές και εγχώριες τράπεζες οι οποίες θα αναλάβουν την έκδοση είναι ότι το εγχείρημα είναι εφικτό με ένα επιτόκιο της τάξεως του 6,5%. Επιτόκιο υψηλότερο από αυτό που δανείζεται η Ελλάδα από τους πιστωτές της, όμως το έξτρα κόστος αντανακλά το τίμημα της απαγκίστρωσης από το Μνημόνιο.
Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, η έξοδος στις αγορές θα πρέπει να επιχειρηθεί χρονικά όσο πιο κοντά γίνεται στην ανακοίνωση της συμφωνίας για το χρέος. «Η επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές γίνεται για να σηματοδοτήσει μια διαφορετική αντιμετώπιση της χώρας από τους εταίρους» αναφέρουν.
Τοποθετούν λοιπόν το εγχείρημα λίγο πριν αρχίσει η επίσημη συζήτηση για το χρέος ώστε, όπως εξηγούν, «να διευκολυνθούν οι ευρωπαίοι πολιτικοί να “πουλήσουν” στο εσωτερικό των χωρών τους τη λύση, η οποία σε κάθε περίπτωση θα περιέχει μια απομείωση του χρέους ακόμα και αν αυτή δεν συνεπάγεται “κούρεμα”. Αν η χώρα επιστρέψει με επιτυχία στις αγορές», προσθέτουν οι ίδιες πηγές, «τότε οι Ευρωπαίοι θα είναι σε θέση να υποστηρίξουν στο εσωτερικό των χωρών τους ότι “πρέπει να αλλάξουμε στάση απέναντι στην Ελλάδα, η οποία έχει να επιδείξει πρωτογενές πλεόνασμα, μπορεί και δανείζεται από τις αγορές κ.λπ. κ.λπ.”».
Ομως προς το παρόν δεν έχει καν ξεκινήσει η επίσημη συζήτηση και ως εκ τούτου η έξοδος στις αγορές κρίνεται «άκαιρη». Και δεν αναμένεται να υπάρξει λύση πριν από τις ευρωεκλογές. Διότι κανείς πολιτικός στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στη Γερμανία δεν είναι έτοιμος να συζητήσει πιθανή απομείωση του χρέους. Επιπλέον, η όποια συμφωνία θα πρέπει να υπογραφεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή που θα προκύψει από τις ευρωεκλογές του προσεχούς Μαΐου.
Σύμφωνα λοιπόν με τις ίδιες πηγές, η λήψη των αποφάσεων τοποθετείται μετά τις ευρωεκλογές, ενώ δεν αποκλείουν το πλαίσιο της συμφωνίας για τη βιωσιμότητα του χρέους να αποτελέσει το διακύβευμα εθνικών εκλογών το προσεχές φθινόπωρο. «Οι Ευρωπαίοι θα αναζητήσουν μια αξιόπιστη κυβέρνηση που θα δεσμευθεί για τις μελλοντικές υποχρεώσεις της χώρας και στο πλαίσιο αυτό πιθανόν να απαιτήσουν την υπογραφή της συμφωνίας από μια κυβέρνηση που έχει νωπή την εντολή του ελληνικού λαού» αναφέρουν.
Οσον αφορά το πλαίσιο της συμφωνίας, εκτιμούν ότι αυτή θα προβλέπει από τη μία το τέλος της λιτότητας και από την άλλη τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων με την πρόοδο των οποίων θα συνδεθεί η απομείωση του χρέους.
Μιχάλης Σάλλας
Πώς θα διασφαλιστεί η βιωσιμότητα
Η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους αποτελεί κομβικό σημείο για την πορεία της ελληνικής οικονομίας και της χώρας σύμφωνα με τον πρόεδρο της Τράπεζας Πειραιώς κ. Μιχάλη Σάλλα. Οπως τόνισε πρόσφατα σε ομιλία του, «η διαμόρφωση με τον έναν ή τον άλλον τρόπο συνθηκών βιωσιμότητας του χρέους και αναβάθμισης του αξιόχρεου της χώρας θα οδηγήσει στην αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας και στην αποκατάσταση αξιοπιστίας των ελληνικών τραπεζών, ανοίγοντας τον δρόμο για την εξασφάλιση ρευστότητας και με πιο ανταγωνιστικούς όρους».
Ο κ. Σάλλας εκτιμά ότι «η βιωσιμότητα του χρέους μπορεί να διασφαλιστεί εντός του 2014 στο πλαίσιο των δεσμεύσεων των εταίρων μας για ελάφρυνση του χρέους, με πιθανότερη εκδοχή την επέκταση της διάρκειας και την περαιτέρω μείωση του επιτοκίου των δανείων, στον βαθμό που η πολιτεία εφαρμόζει τη μεταρρυθμιστική πολιτική και τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει έναντι των δανειστών».
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Τράπεζας Πειραιώς, ένα ρεαλιστικό σενάριο στην κατεύθυνση του να καταστεί το δημόσιο χρέος βιώσιμο με τρόπο πειστικό για τις αγορές και να περιοριστεί μέχρι το 2020 κάτω από το 100% του ΑΕΠ προϋποθέτει:
Πρώτον, τη μείωση του επιτοκίου δανεισμού κατά 50% στο «κρατικό χρέος» (των 210 δισ. ευρώ) και την εξασφάλιση σταθερών επιτοκίων μέχρι το 2020.
Δεύτερον, τη μετακύλιση για τουλάχιστον 15 έτη των 17,5 δισ. ευρώ (που αφορούν τα ομόλογα που κατέχει η EΚΤ και άλλες κεντρικές τράπεζες) από τα 41 δισ. ευρώ χρέους που λήγουν το 2014 και 2015.
Τρίτον, τη μεταφορά στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) χρέους 25 δισ. ευρώ, ποσό με το οποίο το ΤΧΣ χρηματοδότησε τα κεφάλαια των τεσσάρων συστημικών τραπεζών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ