Και βιομήχανος και γκαρσόνι δεν γίνεται. Ο τουρισμός είθισται να χαρακτηρίζεται ως η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας και η σύγκριση των μεγεθών της χώρας μας με τα αντίστοιχα χωρών της ζώνης του ευρώ αποδεικνύει πως ο χαρακτηρισμός αυτός δεν απέχει από την πραγματικότητα. Ακόμη, αποδεικνύει πως ο φόβος που κατατρέχει τον Ελληνα από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 για το ενδεχόμενο να γίνει το γκαρσόνι της Ευρώπης είναι αβάσιμος, καθώς τον ρόλο αυτόν κατέχουν ήδη Ισπανοί, Ιταλοί, Γάλλοι, αλλά και οι Γερμανοί.
Αν κάποιος εξετάσει αναλυτικά τα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού (UNWTO) και της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας (Eurostat) για τις τουριστικές εισπράξεις και την απασχόληση στον τουριστικό τομέα, καθώς και τα δεδομένα για τον αριθμό των τουριστικών επιχειρήσεων στην ΕΕ, θα διαπιστώσει πως οι ελληνικές τουριστικές επιχειρήσεις είναι πολλαπλάσια αποδοτικές από ό,τι οι αντίστοιχες σε Ισπανία, Ιταλία, Γαλλία και Γερμανία, χώρες που δέχονται πολύ μεγαλύτερο όγκο τουριστών σε σχέση με την Ελλάδα.
Φίλος της στήλης μού απέστειλε προ ημερών ειδική έκδοση της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας που εμπεριέχει αναλυτικά στοιχεία για τις τουριστικές επιχειρήσεις στην Ευρωπαϊκή Ενωση των 28. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι συνολικά 3,4 εκατομμύρια τουριστικές επιχειρήσεις στην ΕΕ των 28 απασχολούν 15,2 εκατομμύρια εργαζομένους, δηλαδή το 6,3% του συνόλου των απασχολουμένων.
Στην τουριστική βιομηχανία της Γερμανίας απασχολούνται 2,7 εκατ. άτομα, στη Βρετανία 2,5 εκατ., στην Ιταλία 1,8 εκατ. και στην Ισπανία 1,7 εκατ. άτομα. Τα υψηλότερα ποσοστά απασχόλησης στην τουριστική βιομηχανία παρατηρούνται στην Ιρλανδία, όπου το 18% των εργαζομένων απασχολείται σε τουριστικές επιχειρήσεις, και ακολουθούν η Ολλανδία (15%) και η Αυστρία (14%). Στην Ελλάδα των 3.635.905 απασχολουμένων (και ημιαπασχολουμένων), στους κλάδους υπηρεσιών παροχής καταλύματος και εστίασης εργάζεται το 8% των εργαζομένων, ήτοι περί τα 286.700 άτομα.
Από τις συνολικά 3,4 εκατ. τουριστικές επιχειρήσεις στην ΕΕ το 56% βρίσκεται σε τέσσερα κράτη-μέλη: στην Ιταλία (561.319), στην Ισπανία (473.932), στη Γαλλία (438.861) και στη Γερμανία (426.330). Στην Ελλάδα, οι επίσημα καταγεγραμμένες επιχειρήσεις που συνδέονται με τον τουρισμό (μέλη του ΣΕΤΕ και μη) είναι 122.000 και σε αυτές, εκτός από τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, περιλαμβάνονται επιχειρήσεις εστίασης, ταξιδιωτικά γραφεία κ.ά.
Το εντυπωσιακό είναι ότι ο μικρός, σε σχέση με τις μεγάλες χώρες της ΕΕ, αριθμός τουριστικών επιχειρήσεων και απασχολουμένων στην Ελλάδα δεν αποτελεί εμπόδιο στις τουριστικές εισπράξεις. Αντιθέτως, ο ελληνικός τουρισμός εμφανίζεται πολλαπλάσια πιο αποδοτικός σε σχέση με τις ανταγωνίστριες χώρες της Μεσογείου. Αν κάποιος συγκρίνει τα παραπάνω στοιχεία της Eurostat με τα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού του ΟΗΕ, μένει έκπληκτος.
Η Ισπανία εισπράττει σε ετήσια βάση 44,4 δισ. ευρώ από τον τουρισμό της, η Γαλλία 39,8 δισ. ευρώ, η Ιταλία 31,8 δισ. ευρώ, η Γερμανία 28,7 δισ. ευρώ, η Βρετανία 26,6 δισ. ευρώ και η Αυστρία 14,8 δισ. ευρώ. Η Ελλάδα για το 2013 αναμένεται να εισπράξει 12 δισ. ευρώ από τον τουρισμό της, δηλαδή περίπου το 6,8% του ΑΕΠ.
Αυτό σημαίνει ότι οι 473.932 τουριστικές επιχειρήσεις της Ισπανίας έχουν κατά μέσο όρο είσπραξη 93.810 ευρώ, όταν οι 122.000 ελληνικές τουριστικές επιχειρήσεις έχουν κατά μέσο όρο είσπραξη 98.360 ευρώ. Αν η αναγωγή γίνει σε εργαζομένους, ο κάθε Ισπανός εισφέρει σε εισπράξεις 26.143 ευρώ σε ετήσια βάση, ενώ ο κάθε έλληνας απασχολούμενος στον τουρισμό αποδίδει εισπράξεις 41.957 ευρώ, δηλαδή 62% περισσότερο σε σχέση με τον ισπανό συνάδελφό του.
Αν στη θέση της Ισπανίας βάλουμε τη Γερμανία, υπό την ίδια οπτική οι κεντροευρωπαίοι εταίροι μας δίκαια μπορούν να ανακηρυχθούν… γκαρσόνια της Ευρώπης. Οι 426.330 τουριστικές επιχειρήσεις της Γερμανίας έχουν κατά μέσο όρο είσπραξη 67.407 ευρώ, ενώ ο κάθε γερμανός εργαζόμενος εισφέρει σε εισπράξεις 10.644 ευρώ, δηλαδή μόλις το 25% όσων «βγάζει» ο έλληνας συνάδελφός του.
Είναι, λοιπόν, ξεκάθαρο ότι η ελληνική τουριστική βιομηχανία δεν είναι μόνον προσοδοφόρος, αλλά και ιδιαιτέρως αποδοτική. Η ανταγωνιστικότητά της αποδεικνύεται, άλλωστε, από το γεγονός ότι ο έλληνας εργαζόμενος στις τουριστικές επιχειρήσεις αποδίδει 75% περισσότερο από ό,τι ο Γερμανός, λαμβάνοντας, μάλιστα, έως και 35% χαμηλότερες αποδοχές.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ