«Στην πολιτική είναι ανώφελο να κοιτάζεις πιο μακριά από δύο εβδομάδες», έλεγε ο Τζόζεφ Τσάμπερλεν. Στην οικονομία είναι, όμως, επιβεβλημένο – έστω και αν τίποτε δεν γερνά πιο γρήγορα από τη χθεσινή εκδοχή του μέλλοντος. Αλλωστε, όπως σταθερώς αποδεικνύουν κεντρικές τράπεζες και διεθνείς οργανισμοί, δεν υπάρχει οικονομική πρόβλεψη που να μην μπορεί να αναθεωρηθεί…
Με τα παραπάνω δεδομένα, ίσως πρέπει να αποτολμήσουμε την εκτίμηση ότι το 2014 οι συνθήκες δεν θα είναι τόσο δυσχερείς όσο εκείνες προηγούμενων ετών. Τόσο το γεγονός ότι έχει καλυφθεί μεγάλο μέρος της απαιτούμενης δημοσιονομικής προσαρμογής και εσωτερικής υποτίμησης όσο και η εκτίμηση ότι το πολιτικό περιβάλλον δεν ενθαρρύνει τους θιασώτες της προτεσταντικής λιτότητας που βύθισαν στον αποπληθωρισμό τη ζώνη του ευρώ, ενισχύουν την πρόβλεψη ότι η επόμενη χρονιά θα είναι πιο εύκολα αντιμετωπίσιμη σε σχέση με προηγούμενα έτη.
Εάν στο Eurogroup της 19ης Ιουνίου 2014 (δηλαδή μετά τις ευρωεκλογές) ληφθεί η απόφαση για ελάφρυνση του ελληνικού χρέους με περαιτέρω μείωση των επιτοκίων και επέκταση των ωριμάνσεων σε βάθος 50ετίας, η δημοσιονομική προσπάθεια θα μετριαστεί περαιτέρω, αυξάνοντας τις πιθανότητες το ΑΕΠ να σημειώσει θετικό πρόσημο. Αν, μάλιστα, συνεχιστεί η στάση που υιοθετεί η κυβέρνηση Σαμαρά τους τελευταίους μήνες απέναντι στην τρόικα, με την τεκμηριωμένη αντίθεση σε παράλογες απαιτήσεις σε συνδυασμό με έναν αποφασιστικό μεταρρυθμιστικό βηματισμό, τότε η ψυχολογία της αγοράς θα βελτιωθεί και θα διευκολυνθεί έτσι μια «τεχνική» έξοδος στις αγορές ομολόγων έως το φθινόπωρο (για ομόλογα 3ετίας, 5ετίας και 7ετίας).
Επιβεβλημένο και αναμενόμενο είναι μέσα στο 2014 να αντικατασταθούν και τα πρόσωπα σε επίπεδο ΔΝΤ, ΕΕ και ΕΚΤ που έχουν ταυτιστεί με το μνημόνιο και τις πολιτικές λιτότητας. Εξάλλου, θεσμικά έχει ήδη αρχίσει η απαξίωσή τους, κάτι που θα καταδειχθεί στις 16 Ιανουαρίου στο Στρασβούργο, όταν ευρωβουλευτές Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλιστές θα δημοσιοποιήσουν την έκθεσή τους για τον ρόλο της τρόικας στις χώρες που υπήχθησαν σε προγράμματα στήριξης.
Πάντως, οι εξωγενείς δυσκολίες θα είναι πολλές για την Ελλάδα. Η νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αν και έχει στόχο την αύξηση της ρευστότητας, δεν βοηθά άμεσα τη χώρα. Τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια, τα οποία μέσα στο 2014 μπορεί να γίνουν και αρνητικά, δικαιολογούν υψηλότερους δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές, καθώς περιορίζουν τη δυνατότητα της ΕΚΤ να αντισταθμίσει τις συσταλτικές επιπτώσεις μιας δημοσιονομικής προσαρμογής μέσω της μείωσης επιτοκίων. Εάν η ΕΚΤ προβεί σε ευρεία χρήση εναλλακτικών εργαλείων τόνωσης της ρευστότητας, όπως οι γνωστές πράξεις μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (LTRO), τότε ενδεχομένως οι πιέσεις να συγκρατηθούν, άλλως υπάρχει ο κίνδυνος να αποδειχθεί ότι για ακόμη μία φορά η τρόικα χρησιμοποίησε λάθος πολλαπλασιαστές στο ελληνικό πρόγραμμα (1 αντί 2).
Καθώς το 2014 θα είναι έτος συγκέντρωσης και συρρίκνωσης για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, τόσο οι περιορισμοί στην άσκηση της νομισματικής πολιτικής όσο και η απομόχλευση των τραπεζών θα περιορίσουν περαιτέρω την πρόσβαση νοικοκυριών και επιχειρήσεων σε χρηματοδοτικούς πόρους, γεγονός που θα επιδράσει στην κατανάλωση. Οι επιπτώσεις θα μπορούσαν να είναι μικρότερες αν επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις ότι η μείωση των αποδοχών στο σύνολο της οικονομίας θα είναι πολύ περιορισμένη το νέος έτος σε σύγκριση με την τελευταία διετία. Αν σταθεροποιούνταν και τα ποσοστά ανεργίας, η εγχώρια ζήτηση θα λάμβανε πρόσθετη στήριξη.
Σύμμαχος της Ελλάδας στην προσπάθεια για ανάκαμψη το 2014 θα είναι η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ. Το tapering, δηλαδή η μείωση της παροχής ρευστότητας από τη FED προς την αμερικανική οικονομία, αναμένεται να ισχυροποιήσει το δολάριο έναντι του ευρώ σε ορίζοντα μηνών, οδηγώντας την ισοτιμία στο 1,25-1,28 – κάτι που θα στηρίξει σημαντικά τις ελληνικές εξαγωγές και ακόμη περισσότερο τον ελληνικό τουρισμό. Μια ισχυροποίηση του δολαρίου θα σταθεροποιούσε σε χαμηλότερα επίπεδα τις τιμές ενέργειας και εμπορευμάτων, βοηθώντας ακόμη περισσότερο την ελληνική μεταποίηση.
Αν και το 2014 οι μετοχικές αγορές φαίνεται να ευνοούνται από τις συνθήκες, κανείς δεν μπορεί να προεξοφλήσει εάν ο Ντάου Τζόουνς θα τερματίσει στις 17.000 μονάδες, κάτι που θα εξαρτηθεί αθροιστικά από την παγκόσμια ανάπτυξη και τη σταθερότητα των εύθραυστων ασιατικών οικονομιών. Πάντως, για το Χρηματιστήριο Αθηνών, η υπέρβαση των 1.300 μονάδων δεν αποτελεί «τολμηρή» πρόβλεψη…