Ηταν αμφισβητούμενη προσωπικότητα. Για πολλά χρόνια ο πρόεδρος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας Σίγκμαρ Γκάμπριελ δίχαζε τους συμπατριώτες του. Οι οπαδοί του επαινούσαν τον στρατηγικό νου και την οξυδέρκειά του, οι αντίπαλοί του, αντίθετα, του καταλόγιζαν περιορισμένη πολιτική ευφυΐα.
«Η εξυπνάδα του είναι αντιστρόφως ανάλογη της διαμέτρου της κοιλιάς του» χλεύαζε ο γενικός γραμματέας της Χριστιανοκοινωνικής Ενωσης της Βαυαρίας Αλεξάντερ Ντομπρίντ υπαινισσόμενος την υπερτροφική σωματική διάπλαση του Σοσιαλδημοκράτη πολιτικού. Και ανάλογα αιχμηρά ήταν τα σχόλια για το επηρμένο ύφος και τη συχνά «άγαρμπη» συμπεριφορά του.
Εντυπωσιακή αλλαγή
Τους τελευταίους τρεις μήνες, ωστόσο, εχθροί και φίλοι παρακολουθούν με δέος μια θεαματική αλλαγή στο «στυλ» του κ. Γκάμπριελ. Από στρυφνό και άκαμπτο τον βλέπουν ξαφνικά κοινωνικό και ευέλικτο. Και αυτό, λένε, συνέβαλε πολύ στην απίστευτη επιτυχία που είχε στις δίμηνες διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού του κόμματός του με τους Χριστιανοδημοκράτες.
Μια σειρά πρωτότυπες μεταρρυθμίσεις που προέκυψαν από τις διαπραγματεύσεις φέρουν όντως σοσιαλδημοκρατική σφραγίδα: κατώτατος μισθός, διπλή υπηκοότητα για ξένους, ίση αμοιβή για άντρες και γυναίκες.
Οι Χριστιανοδημοκράτες, αντίθετα, περιορίστηκαν στα κεκτημένα της ως τώρα πολιτικής τους.
«Ο Γκάμπριελ κατάφερε να μετατρέψει την εκλογική αποτυχία του κόμματός του τον περασμένο Σεπτέμβριο σε θρίαμβο στις διαπραγματεύσεις» συμπέρανε ειδικός. Με αποτέλεσμα, όπως έγραψε η εφημερίδα «Die Zeit», «η τρίτη κυβερνητική θητεία της Μέρκελ να μοιάζει περισσότερο με την πρώτη θητεία του Γκάμπριελ ως καγκελαρίου».
Στην πραγματικότητα, βέβαια, η Ανγκελα Μέρκελ συνεχίζει να κρατά το πάνω χέρι –ο κ. Γκάμπριελ είναι «μόνο» αντικαγκελάριος και υπουργός Οικονομίας. Το υπουργείο του, όμως, που αναβαθμίστηκε τώρα σε «υπερυπουργείο» με την προσθήκη του ενεργειακού τομέα, δείχνει να έχει περισσότερη αξία και από εκείνη του πάλαι ποτέ πανίσχυρου υπουργείου Οικονομικών.
Ο λόγος γι’ αυτό είναι η λεγόμενη «ενεργειακή στροφή», που αποβλέπει στη βαθμιαία αντικατάσταση των πυρηνικών και συμβατικών μορφών ενέργειας με εναλλακτικές. Ο κ. Γκάμπριελ αναλαμβάνει να επιτύχει σε λίγα χρόνια έναν διπλό άθλο: πρώτον, να κατασκευάσει μια τεράστια τεχνική υποδομή, ήτοι αποθήκες και δίκτυα μεταφοράς για τον νέο τύπο ενέργειας· και, δεύτερον, να αναστρέψει τη σημερινή τάση για όλο και ακριβότερη ενέργεια, τόσο για τους καταναλωτές όσο και για τα εργοστάσια, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του σημερινού δεύτερου γερμανικού οικονομικού «θαύματος». «Αν τα καταφέρει, θα είναι υποψήφιος καγκελάριος του κόμματός του στις εκλογές του 2014» προεξοφλεί αναλυτής.
«Ενωμένοι κατά των Βρυξελλών»
Τέτοιο μεγαλεπήβολο εγχείρημα βρίσκεται βέβαια στον αέρα αν η γερμανική περίπτωση κάνει κατάχρηση στην επιδότηση επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν εναλλακτικές ενέργειες. Η Επιτροπή των Βρυξελλών υπενθύμισε τις προάλλες στη γερμανική κυβέρνηση ότι δεν αποδέχεται επιδοτήσεις που αλλοιώνουν τον ανταγωνισμό και αποβαίνουν εις βάρος των ευρωπαίων ανταγωνιστών.
Αυτό όμως δεν εντυπωσιάζει το Βερολίνο: «Η Μέρκελ και ο Γκάμπριελ ενωμένοι κατά των Βρυξελλών» είχε τίτλο την Πέμπτη η «Süddeutsche Zeitung». H «υπερασπιστική» γραμμή τους: οι επιδοτήσεις εξασφαλίζουν την επιτυχία των γερμανικών επιχειρήσεων, που είναι η λοκομοτίβα της ευρωπαϊκής οικονομίας. Και αυτό αποτελεί υψηλότερο αγαθό από ό,τι οι ντιρεκτίβες περί συναγωνισμού, δεδομένου ότι τυχόν πλήγμα της γερμανικής οικονομίας θα έπληττε βαριά και την ευρωπαϊκή.
Η λογική τού «ό,τι είναι καλό για τη Γερμανία είναι καλό και για την Ευρώπη» αποτελεί κατά τα άλλα τη γενικότερη βάση της ευρωπαϊκής πολιτικής του Βερολίνου, όπως αυτή αποτυπώνεται και στο κείμενο της «Συμφωνίας για συνασπισμό» μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών.
Προς το παρόν όμως η Ευρωπαϊκή Ενωση έχει πάψει να δίνει πόντους στην Ανγκελα Μέρκελ. Αυτό φάνηκε ανάγλυφα στην πρόσφατη σύνοδο κορυφής των Βρυξελλών, όπου πολλές χώρες, με επικεφαλής την Τσεχία, εξεγέρθηκαν εναντίον του συστήματος ελέγχου των εθνικών προϋπολογισμών από την Επιτροπή που ήθελε να επιβάλει το Βερολίνο.
Επόμενο έτσι τα βλέμματα των κυβερνητικών εταίρων να στρέφονται κυρίως προς την εσωτερική πολιτική. Και αυτό επιτάσσει ενίσχυση των υπουργικών επιτελείων, έτσι που αυτά να μπορούν να ανταποκρίνονται καλύτερα τόσο στις ανάγκες του δικού τους προγράμματος όσο και στον ενδοκυβερνητικό συναγωνισμό.
«Η μάχη των υφυπουργών» έγραψε εφημερίδα υπονοώντας τον αγώνα των υπουργών να θέσουν στην υπηρεσία τους τα ικανότερα δυνατά «κεφάλια». Αυτά στο σοσιαλδημοκρατικό στρατόπεδο είναι, μεταξύ άλλων, το πρώην μέλος του προεδρείου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Γεργκ Ασμουσεν (υπουργείο Εργασίας) και ο Μίχαελ Ροτ (υπουργείο Εξωτερικών, υπεύθυνος για ευρωπαϊκά θέματα).
Ενα γεράκι στην οικονομία
Στο χριστιανοδημοκρατικό στρατόπεδο αίσθηση προκάλεσε η υφυπουργοποίηση του Μίχαελ Μάιστερ, που θεωρείται από τα «γεράκια» του κόμματος σε δημοσιονομικά θέματα, στο υπουργείο Οικονομικών –κάτι που δεν προοιωνίζεται πολλά καλά για την Ελλάδα.
Αλλη περίπτωση αποτελεί ο ως τώρα υφυπουργός Εργασίας και προσωπικός εντεταλμένος της κυρίας Μέρκελ για την ελληνογερμανική συνεργασία στον τομέα της αυτοδιοίκησης Χανς Γιόαχιμ Φούχτελ, ο οποίος διορίστηκε υφυπουργός για τις χώρες του Τρίτου Κόσμου. Για πολλές εβδομάδες ο κ. Φούχτελ βρισκόταν στα «αζήτητα» και, όπως έλεγε ο ίδιος, είχε χάσει πλέον την πίστη για την επιστροφή του στην κυβέρνηση και στο «ελληνικό» του πόστο.
Η λύτρωση ήρθε την τελευταία στιγμή: «Ο Φούχτελ συνεχίζει!» εξήγγειλε θριαμβευτικά κυβερνητική πηγή την περασμένη Δευτέρα. Και το εύλογο ερώτημα είναι πώς ο πλέον προσφιλής υφυπουργός της κυρίας Μέρκελ θα μπορεί να ξεχωρίζει μελλοντικά τις αρμοδιότητές του για τις υπανάπτυκτες χώρες από εκείνες για την Ελλάδα.
Κέρστιν Μπέρνοτ, καθηγήτρια Οικονομίας
«Δεν μπορούμε να περιμένουμε και πολλά»
Δεν μπορούμε να περιμένουμε και πολλά πράγματα από τη νέα γερμανική κυβέρνηση ως προς την Ευρώπη, όπως φάνηκε και στο θέμα των τραπεζών, υποστηρίζει η Κέρστιν Μπέρνοτ, καθηγήτρια Οικονομίας στη Hertie School of Governance του Βερολίνου.
«Δεν μπορούμε να περιμένουμε και πολλά»
Δεν μπορούμε να περιμένουμε και πολλά πράγματα από τη νέα γερμανική κυβέρνηση ως προς την Ευρώπη, όπως φάνηκε και στο θέμα των τραπεζών, υποστηρίζει η Κέρστιν Μπέρνοτ, καθηγήτρια Οικονομίας στη Hertie School of Governance του Βερολίνου.
Η συμφωνία για την τραπεζική ένωση είναι επανάσταση, όπως λένε μερικοί, ή καταστροφή, όπως λένε άλλοι;
«Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Από τη μια πρόκειται για ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, με την έννοια ότι δημιουργείται ένας ενιαίος ευρωπαϊκός μηχανισμός για τη διαχείριση της χρεοκοπίας των τραπεζών, από την άλλη όμως σκοντάφτει στον φόβο των Γερμανών ότι θα φορτωθούν τα χρέη ξένων τραπεζών».
Φτάνουν, όπως προβλέπει η συμφωνία, 55 δισ. ευρώ για τη διασφάλιση του τραπεζικού συστήματος;
«Αυτό δεν το ξέρει κανείς επειδή δεν έχει γίνει ακόμη ο έλεγχος των τραπεζών σχετικά με το ύψος των τοξικών ομολόγων τους. Το ύψος του ποσού μπορεί να καθοριστεί ρεαλιστικά μόνο έπειτα από τέτοιον έλεγχο, που σχεδιάζεται να γίνει εντός του 2014».
Θα θεσπιστεί ο πολυθρύλητος φόρος επί των διεθνών χρηματοπιστωτικών αλλαγών εντός του 2014;
«Οχι, δεν πιστεύω. Πολλές χώρες είναι εναντίον του και επιπλέον υπάρχουν νομικά εμπόδια που είναι σχεδόν αδύνατον να υπερπηδηθούν».
Και ο ευρωπαίος υπουργός Οικονομικών; Και αυτός μια χίμαιρα;
«Καθόλου. Η ύπαρξη ενός προσώπου που θα εναρμονίζει τις δημοσιονομικές πολιτικές στην Ευρώπη είναι όσο ποτέ άλλοτε αναγκαία. Το πρόσωπο αυτό δεν είναι όμως ανάγκη να λέγεται υπουργός, θα μπορούσε να έχει και τον απλό τίτλο του συντονιστή».
Τι περιμένετε από τη νέα κυβέρνηση στον τομέα της ευρωπαϊκής πολιτικής;
«Τίποτα ιδιαίτερο, αν βασιστούμε μόνο στο κείμενο της κυβερνητικής συμφωνίας. Νομίζω όμως ότι η κυβέρνηση θα πάει με τον καιρό πέρα από αυτό επειδή έτσι το απαιτούν οι ανάγκες της στιγμής. Αυτό τουλάχιστον ελπίζω».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



