Ο Χαβιέ Μπαρδέμ ξέρει. Ξέρει πώς να μεταμορφώνεται, να προσαρμόζεται στα οράματα και στα καπρίτσια του κάθε (καλού) σκηνοθέτη με τον οποίο έχει συνεργαστεί. Είναι ένας κινηματογραφικός χαμαιλέοντας, ένας από τους ηθοποιούς για τους οποίους δεν μπορείς να πεις με σιγουριά σε ποιον ρόλο τούς ξεχώρισες, μάλλον τον θυμάσαι για όλους. Από τον καταδιωκόμενο ομοφυλόφιλο ποιητή του «Πριν πέσει η νύχτα» ως τον τετραπληγικό πρωταγωνιστή του «Η θάλασσα μέσα μου», και από εκεί στον εκκεντρικό καλλιτέχνη Χουάν Αντόνιο του «Vicky Cristina Barcelona» και στον μανιακό κακό του «Skyfall». Και προφανώς ξέρει επειδή μαθαίνει γρήγορα. Πριν από λίγους μήνες εντυπωσίασε το πανελλήνιο με τα όχι και τόσο σπαστά ελληνικά του, στην πασίγνωστη πλέον διαφήμιση των Γιατρών χωρίς Σύνορα για τις «παθτίλιες για τον πόνο του άλλου». Τώρα, ετοιμάζεται να μας συστηθεί για μία ακόμη φορά, με την ταινία «Μέχρι το θαύμα» του Τέρενς Μάλικ, σκηνοθέτη του «Δέντρου της ζωής» και της «Λεπτής κόκκινης γραμμής». Υποδύεται έναν ήρωα μπερδεμένο, τον Κιντάνα, έναν κληρικό που έχει απολέσει τις βεβαιότητες της θέσης του και έρχεται σε ρήξη με την πίστη του και τον άνθρωπο.

«Θα ήμουν τρελός αν έλεγα “όχι”»

«Πρωτοσυνάντησα τον Τέρενς πριν από αρκετά χρόνια και με ρώτησε αν θα με ενδιέφερε να κάνω μια ταινία μαζί του. Του απάντησα το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό, δηλαδή ένα τεράστιο «ναι» με πολλά θαυμαστικά. Οταν πρόκειται να γυρίσεις μια ταινία με τον Τέρενς Μάλικ, γνωρίζεις πως δεν υπάρχουν και πολλά πράγματα που μπορείς να διευκρινίσεις εξαρχής, προκειμένου να βρεις κάποιες δικλίδες ασφαλείας και να καθησυχάσεις το όποιο άγχος ανεπάρκειας μπορεί να νιώθεις ως ηθοποιός. Απλώς πηδάς από τον βράχο και λες “εντάξει, ας το κάνουμε”. Δεν ήξερα τι να περιμένω, αλλά ο σεβασμός και η αγάπη που έχω για τις δουλειές του με έκαναν να δεχτώ χωρίς δεύτερη σκέψη. Σπανίως έχεις την ευκαιρία να συνεργαστείς με έναν τόσο σπουδαίο σκηνοθέτη, οπότε θα ήμουν τρελός αν έλεγα “όχι”» περιγράφει ο Μπαρδέμ με παιδικό ενθουσιασμό.

Ο Μάλικ είναι ένας γοητευτικός σκηνοθέτης με αντιλήψεις για τον κινηματογράφο που ξενίζουν. Θεωρήθηκε αρκετά διορατικός στον τρόπο δημιουργίας των κλασικών πλέον ταινιών «Badlands» και «Το δέντρο της ζωής», είναι αντισυμβατικός στη δουλειά του, ενώ σήμα κατατεθέν του είναι ο αυτοσχεδιασμός: όσο καλά διαβασμένος και αν έρθει ένας ηθοποιός, όσο και αν ξέρει απέξω κι ανακατωτά το σενάριο, ο δαιμόνιος Τέρενς είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμος να του τραβήξει το χαλί κάτω απ’ τα πόδια, να τον ξεβολέψει, να του πει «για να δούμε τι άλλο μπορείς να κάνεις…».

Ο Μπαρδέμ, που κέρδισε το Οσκαρ β΄ανδρικού ρόλου για το «Καμία πατρίδα για τους μελλοθάνατους» και είχε άλλες δύο υποψηφιότητες στο ενεργητικό του για το χρυσό αγαλματίδιο («Πριν πέσει η νύχτα» και «Biutiful»), ήταν πάντα πολύ επιμελής. Κοιμόταν και ξυπνούσε με τον ρόλο από τη στιγμή που θα έπαιρνε το σενάριο στα χέρια του, κλεινόταν στον εαυτό του για να διαβάσει και να μελετήσει, δεν ήταν ποτέ από εκείνους που επαναπαύονταν στην ευκολία της γοητείας τους. Ο Μάλικ, λοιπόν, με αυτήν την ταινία, είναι σαν να ήρθε και να του είπε «αυτά που ήξερες να τα ξεχάσεις. Τώρα αυτοσχεδιάζουμε!».

Δεν είχε πολλές πληροφορίες για την ταινία και κατάλαβε από πολύ νωρίς ότι όλα θα γίνονταν με τον τρόπο που ήθελε ο σκηνοθέτης. «Οταν του έκανα κάποιες ερωτήσεις, δεν είχε έτοιμες τις απαντήσεις που θα ήθελα να μου δώσει. Ανταλλάξαμε κάποια e-mail και μιλήσαμε στο τηλέφωνο για επιπλέον εξηγήσεις. Ετυχε, μάλιστα, μια-δυο φορές να βρεθούμε στο ίδιο μέρος και μου εξήγησε από κοντά τι ακριβώς ήθελε από μένα. Ο Τέρενς Μάλικ δεν σου δίνει έτοιμο το σενάριο, αλλά μερικές σελίδες με πολλές ιδέες και σκέψεις για τους διαλόγους και τις καταστάσεις που θέλει να δημιουργήσει. Αυτό σε βοηθά να πάρεις μια γενική ιδέα για αυτό που έχει στο μυαλό του και για το τι θέλει να κάνει ο χαρακτήρας που πρόκειται να ερμηνεύσεις».

«Χαλάρωσε κι απόλαυσέ το»

Κάπως έτσι ο Μπαρδέμ ήρθε σε επαφή με τον ιερέα Κιντάνα, τον ρόλο που θα υποδυόταν. Εμαθε, όμως, και για τους υπόλοιπους ήρωες της ταινίας: ο Μπεν Αφλεκ, η Ρέιτσελ Μακ Ανταμς και η Ολγα Κιριλένκο είναι μερικοί από τους διάσημους συμπρωταγωνιστές του. Οσο συναρπαστικός, όμως, και αν του φάνηκε ο ρόλος του ιερέα Κιντάνα από την πρώτη στιγμή, του ήταν δύσκολη η προσαρμογή στα γυρίσματα. Ο έμπειρος και φτασμένος Χαβιέ τα βρήκε σκούρα από την πρώτη εβδομάδα γυρισμάτων, λόγω της μεθόδου που ακολουθούσε ο σκηνοθέτης: ο αυτοσχεδιασμός δεν ήταν στοιχείο συμπληρωματικό, αλλά το βασικό μέσο με το οποίο θα γυριζόταν η ταινία. «Είναι κάτι πρωτόγνωρο και εξίσου συναρπαστικό όλο αυτό» εξηγεί ο ισπανός ηθοποιός. «Ξεκινάς την ημέρα σου και δεν ξέρεις τι θα συμβεί στην πορεία, είναι σαν να βρίσκεσαι σε ένα έργο σύγχρονης τέχνης που δεν σταματά να εξελίσσεται και να σε εκπλήσσει».

Και κάπως έτσι, ο ίδιος ο ιερέας αναγκάστηκε να αναζητήσει βοήθεια, όχι από τον Θεό, αλλά από κάποιον θνητό: «Ρώτησα τον Μπεν Αφλεκ, που βρισκόταν ήδη έναν μήνα στα γυρίσματα, τι να κάνω. Μου είπε απλώς να ηρεμήσω. «Δεν υπάρχει τίποτε που μπορείς να κάνεις πέρα από το να χαλαρώσεις και να δεις πώς πηγαίνει το όλο πράγμα. Δεν μοιάζει με τίποτε που έχεις ξανακάνει στο παρελθόν». Ηταν μια καλή συμβουλή. Γιατί, πράγματι, έτσι ήταν.

Ξυπνούσες το πρωί, πήγαινες στο σετ, βασικά δεν ήταν ένα απλό σετ, ήταν ένας δρόμος, ένα σπίτι, η ζωή στην πόλη – και εκεί ο Τέρενς άρχιζε να δημιουργεί καταστάσεις. Κάποιες ήταν πλασματικές, κάποιες αληθινές, με κανονικούς ανθρώπους, που τύχαινε να βρίσκονται σε εκείνο το σημείο, εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Σε πετούσε εκεί μέσα, λοιπόν, στα βαθιά, και σου ζητούσε να βγάλεις τη σκηνή. Σου ζητούσε να πεις κάποιες από τις ατάκες που σου είχε δώσει, αλλά ήθελε επίσης να αυτοσχεδιάσεις. Ηταν σαν να πήγαινα στο δάσος για κυνήγι. Ηθελε κάποιον χρόνο για να συνηθίσεις αυτόν τον ρυθμό».

Ο Αφλεκ υποδύεται έναν μηχανικό που σε ένα ταξίδι του στη Γαλλία ερωτεύεται την Ολγα Κιριλένκο, μια ανύπαντρη μητέρα με μια δεκάχρονη κόρη. Συνάπτουν μια σχέση γεμάτη πάθος, ο Αφλεκ γοητεύεται από το ελεύθερο πνεύμα της και της προτείνει να ζήσει μαζί του στην Οκλαχόμα. Εκεί, όμως, τα πράγματα είναι δύσκολα και η σχέση αρχίζει να φθείρεται. Τότε εμφανίζεται ο ιερέας Κιντάνα ο οποίος με τη σειρά του αντιμετωπίζει τη δική του κρίση, τόσο απέναντι στην πίστη του όσο και απέναντι στη δέσμευσή του με διάφορες καταστάσεις.

Πίστευε και μη ερεύνα

«Οποιος δει την ταινία θα πρέπει να αφεθεί ελεύθερος και να ταξιδέψει μαζί της. Κατά τη γνώμη μου, έχει να κάνει με την απώλεια της πίστης απέναντι στον κόσμο, στον εαυτό μας, στην κοινωνία, στον Θεό, στην ίδια τη ζωή. Μέσα από αυτή την απώλεια μαθαίνουμε πώς να αναρρώνουμε ως άνθρωποι, να κατανοούμε ότι δεν είμαστε τέλειοι, αλλά ευάλωτες και αδύναμες οντότητες. Και τελικά, η γοητεία μας βρίσκεται στις ρωγμές και στις ατέλειές μας, όχι στην αψεγάδιαστη εικόνα μας» λέει χαρακτηριστικά ο Μπαρδέμ.

Τελειώνοντας τα γυρίσματα, ήταν εντυπωσιασμένος, αν και δεν θα έπαιρνε όρκο ότι ήξερε πώς ακριβώς θα έβγαινε η ταινία. Απόλαυσε την κάθε στιγμή που βρισκόταν στο σετ, γοητεύτηκε από τον πειραματισμό και τον αυτοσχεδιασμό που του επέβαλαν ο Μάλικ και το ακούραστο συνεργείο του. Ακόμη και οι κομπάρσοι που συμμετείχαν προσέφεραν κάτι πολύτιμο για την τελική έκβαση του φιλμ: «Δεν σε νοιάζει το αποτέλεσμα, δεν σε νοιάζει αν όλες οι σκηνές που γύρισες θα μπουν στην ταινία ή όχι, είναι όλα μέρος ενός φανταστικού ταξιδιού, κάτι που δεν έχεις ξανακάνει».

Από τη φύση του ο Μπαρδέμ είναι άνθρωπος ελεύθερος, ανήσυχο πνεύμα με προσωπικές φιλοδοξίες μεν, αλλά χωρίς σταριλίκια, εγωκεντρικούς καθωσπρεπισμούς και παράλογες συμπεριφορές. Ετσι, όταν κάθησε να παρακολουθήσει την ταινία ως απλός θεατής, δύο χρόνια μετά την πρώτη επικοινωνία που είχε με τον Τέρενς Μάλικ, δεν ήξερε τι ακριβώς θα έβλεπε, όπως εξηγεί χαμογελώντας με αφοπλιστική ειλικρίνεια.

«Ξαφνιάστηκα ευχάριστα βλέποντάς την. Δεν ήταν το γνωστό συναίσθημα που είχα σε άλλες πρεμιέρες ταινιών. Τη βρήκα πολύ έντονη, πολύ έξυπνη, με εκπληκτική φωτογραφία, μια ταινία που θα γύριζε μόνο ο Τέρενς Μάλικ. Θα ήθελα να συνεργαστώ ξανά μαζί του στο μέλλον. Είναι από τις δουλειές που δεν έχουν καμία σχέση με την αγορά, με τη βιομηχανία του κινηματογράφου ή τον συνήθως διογκωμένο εγωισμό των ηθοποιών. Το κάνεις για την εμπειρία. Ζεις τη στιγμή, είναι όλα απογυμνωμένα και αληθινά όταν δουλεύεις μαζί του» καταλήγει ο Μπαρδέμ, περιγράφοντας μια ταινία που ακούγεται ονειρική, μυστηριώδης, πολύχρωμη και λυρική. l

*Η ταινία «Μέχρι το θαύμα» θα προβληθεί στις κινηματογραφικές αίθουσες στις 9 Μαΐου από την Odeon.

**Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 14 Απριλίου 2013