«Γεννημένη στην ήττα, ταπεινωμένη στις Βερσαλλίες… η δημοκρατία της Βαϊμάρης ουδέποτε έτυχε της λαϊκής αποδοχής που από μόνη της μπορούσε να προσδώσει στο κοινοβουλευτικό της σύστημα σταθερότητα ακόμα και σε περίοδο κρίσης»
(Κόνραντ Αντενάουερ)
Τον περασμένο Οκτώβριο «το (ηλεκτρονικό) Βήμα» φιλοξένησε άρθρο μου με τίτλο «Μας μιλάει ακόμα η γερμανική Βαϊμάρη;». Οπως φαίνεται από τα σχόλια αναγνωστών, το θέμα ενδιαφέρει πολύ τους Ελληνες- περισσότερο από όσο μπορούσε να φανταστεί κανείς- ίσως γιατί κάποιοι πολιτικοί αλλά και κάποιοι δημοσιογράφοι βρίσκουν πολλά κοινά σημεία μεταξύ Ελλάδας 2012 και Γερμανίας 1918-1933- ιδιαίτερα μάλιστα ανάμεσα στην τελευταία και κρισιμότερη τετραετία 1929-1933 της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (όταν «κατέληξε» με την άνοδο τον Χίτλερ στην εξουσία) και την ελληνική εφιαλτική τριετία 2009-2012 που η Ελλάδα υπέγραψε τρία μνημόνια και διασύρθηκε όσο ποτέ στην σύγχρονη ιστορία της-ιδιαίτερα στις Κάννες όπου διεξάγεται το φεστιβάλ κινηματογράφου.
Από καιρού εις καιρόν αναφέρονται σε αυτά τα γεγονότα μέσω μνημονικών τεχνασμάτων θεωρώντας τα παραδείγματα προς αποφυγήν, οσάκις θελήσουν να υπογραμμίσουν την κρισιμότητα της ελληνικής κατάστασης και τους μεγάλους κινδύνους που ελλοχεύουν για την ελληνική δημοκρατία ειδικά ύστερα από την εντυπωσιακή άνοδο της ΧΑ αλλά ακόμα περισσότερο του ΣΥΡΙΖΑ Εκτός Ελλάδας οι ελληνοβαϊμαρικοί συσχετισμοί, στηριζόμενοι κυρίως σε άγνοια ή ανακριβή γνώση των γεγονότων, δε λένε να κοπάσουν (ουσιαστικά αυτή η ιστορία συσχετισμών άρχισε με αρθρίδια δημοσιευθέντα εκτός Ελλάδας): «Greece: Shades of Weimar?», «Weimar parallels: Greek Democracy in Danger», «Weimar Greece: the worrying similarities with Germany in the early 1930s», «A Weimar Warning for Greece» και άλλα ων ουκ έστι αριθμός. Κάποιοι μάλιστα ανησυχούν βαθύτερα ευρύτερα και υπερεθνικότερα: «Worrying Parallels Between the Weimar Republic and Modern Western Society».
Θα προσθέσω λοιπόν κάποια στοιχεία με αναφορές σε πρόσωπα και γεγονότα που δεν συμπεριέλαβα στο προηγούμενο άρθρο μου (Χούγκεμπεργκ, Μύλερ, Μπρύνινγκ, Σλάιχερ, Γκρένερ, Στράσερ) αλλά ωστόσο έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην αποδόμηση της Δημοκρατίας της Βαιμάρης. Δεν το έπραξα στο πρώτο άρθρο γιατί θεώρησα πως έκανα κατάχρηση της φιλοξενίας που μου προσφέρθηκε, αφού το κομμάτι ήταν ασυνήθιστα μεγάλο, οπότε αναγκάστηκα να παραλείψω ορισμένα στοιχεία της τελευταίας κρίσιμης περιόδου 1929, έτος θανάτου του αρχιτέκτονα της σταθερότητας της γερμανικής οικονομίας Γκούσταβ Στρέζεμαν, ως το 1933, μιας περιόδου που σημαδεύτηκε από ίντριγκες και συνωμοσίες οι οποίες απέληξαν στην άνοδο του Αντολφ Χίτλερ και την τελευτή της Βαϊμάρης.
Πώς ο αυστριακός δεκανέας έγινε Γερμανός Καγκελάριος
Η μεγάλη έκπληξη των εκλογών του 1930 ήταν πως από το 2,7% και τις 12 έδρες που έλαβε το NSDAP (οι Ναζί), το Μάρτιο του 1928, κατάφεραν να αναδειχθούν σε δεύτερο κόμμα ύστερα από τέσσερα χρόνια με 18,25 % και 107 έδρες. Θα ακολουθήσουν και άλλες δύο εκλογές το Μάρτιο και Νοέμβριο του 1932, γιατί η κυβέρνηση φον Πάπεν δεν παίρνει ψήφο εμπιστοσύνης, και ενώ οι Ναζί παρουσιάζουν αλματώδη ανοδική πορεία κάπου η οίηση και υπεραισιοδοξία τού «όλα ή τίποτα» κλονίζεται προσώρας γιατί δοκιμάζουν δυσάρεστη έκπληξη στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1932 Το κόμμα τους χάνει 34 έδρες συγκεντρώνοντας 33,09 %, ενώ τον Ιούλιο του ιδίου έτους είχαν κερδίσει 230 έδρες με ποσοστό 37, 27%. Το KPD για πρώτη και τελευταία φορά παίρνει 100 έδρες με ποσοστό 16,86 % Ο λαός είχε κουραστεί από τη βία που ασκούσαν κατά των πολιτών γενικά και των Κομουνιστών ειδικότερα τα επανανομιμοποιημένα SS και SA. Οι Ναζί προβληματίζονται. Ο Σλάιχερ δράττεται της ευκαιρίας να αποπειραθεί να διχάσει το NSDAP φέρνοντας στο προσκήνιο τον ηγέτη της εσωτερικής αντιπολίτευσης, Γκρεγκόρ Στράσερ υποσχόμενος στο Στράσερ τη θέση του Αντικαγκελαρίου, αφού ο ίδιος έχει εκτοπίσει τον αποτυχημένο φον Πάπεν έχοντας πείσει τον απρόθυμο Χίντενμπουργκ πως είναι ικανότερος από τον φον Πάπεν να κυβερνήσει τη χώρα.
Ο Γκρεγκόρ Στράσερ υπήρξε μια πολύ ενδιαφέρουσα μορφή της δημοκρατίας της Βαϊμάρης που ήθελε να ακολουθήσει πολιτικά δική του γραμμή πλεύσης, δημιουργώντας μία κίνηση που έλαβε την ονομασία «Στρασερισμός». Τα παρακάτω λόγια του Γκρεγκόρ Στράσερ ρίχνουν φως στο «πιστεύω» που τον τοποθετούσε στη αριστερή πτέρυγα ενός ακροδεξιού φασιστικού κόμματος, όπως το NSDAP: Πρέπει να πάρουμε από τη δεξιά τον εθνικισμό χωρίς τον καπιταλισμό. Και από την αριστερά τον σοσιαλισμό χωρίς το διεθνισμό.
Ο αντικαπιταλισμός και o σοσιαλισμός του Στράσερ (με συμπαραστάτη τον Ρεμ των SA) αποτελούσαν την επικίνδυνη «αριστερή πτέρυγα» του NSDAP) που δεν άρεσε καθόλου στον Χίτλερ διότι δεν άρεσε στην γερμανική ελίτ στην οποία ο Χίτλερ προσέβλεπε για οικονομική βοήθεια, πέρα από το γεγονός ότι προκαλούσε έντονη δυσανεξία στον γερμανικό στρατό τον «reichswehr» Οι δύο άνδρες άρχισαν να αλληλοκατηγορούνται ανοιχτά κάνοντας χρήση των βαϊμαρικών κλισέ περί «πισώπλατων μαχαιρωμάτων». Ο Στράσερ αποφασίζει να παραιτηθεί από το Κόμμα για να εργαστεί σε φαρμακοβιομηχανία προκαλώντας και μία αίσθηση πανικού και κατάθλιψης στους Ναζί. Τελικά ούτε αυτός μπόρεσε να γλιτώσει από την οργή και τη ζήλεια του Χίτλερ που ένιωθε ένα πλέγμα μειονεκτικότητας απέναντί του. Τη Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών συνελήφθη και φυλακίστηκε. Η Γκεστάπο τον πυροβόλησε θανάσιμα στο κεφάλι από το μικρό παράθυρο του κελιού του.
Ούτε όμως ο Σλάιχερ αποδεικνύεται ικανός διαχειριστής της εξουσίας (ο Γκέμπελς έδινε 2 μήνες ζωή στην κυβέρνησή του) οπότε κάτω από την πίεση του στρατιωτικού, και βιομηχανικού κατεστημένου και των μεγαλογαιοκτημόνων Γιούγκερ που όλοι τους πίστευαν ότι ο Χίτλερ αποτελούσε τη μόνη εγγύηση κατά του αυξανόμενου κομμουνιστικού κινδύνου, την 30ή Ιανουαρίου, 1933 και ώρα 11 π.μ. ύστερα από εισήγηση του φον Πάπεν ο Αντολφ Χίτλερ θα αποδέχθεί (τι άλλο περίμενε;) την πρόταση του προέδρου της Γερμανικής Δημοκρατίας, Πάουλ φον Χίντενμπουργκ, του «γερο-ηλίθιου», όπως τον αποκαλούσε «χαϊδευτικά», να αναλάβει το αξίωμα του Καγκελαρίου. Προσέρχεται βαθιά συγκινημένος «με μάτι δακρυσμένον και πρόσωπον ωχρόν» για να ορκισθεί ενώπιον του αγέλαστου Χίντενμπουργκ, πραγματοποιώντας επιτέλους το μεγάλο εφηβικό του όνειρο: από αυστριακός δεκανέας να αναρριχηθεί στο αξίωμα, του Γερμανού «reichskanzler».
Ηδη όμως είχε προηγουμένως στοχεύσει πιο ψηλά ακόμα συμμετέχοντας και ως υποψήφιος στις προεδρικές εκλογές του 1932 προκαλώντας τον στρατάρχη Χίντενμπουργκ. Εξελέγη όμως «ο γεροηλίθιος» στο δεύτερο γύρο με 53% γιατί τα περισσότερα κόμματα δήλωναν έμφοβα: «Ψηφίστε Χίντενμπουργκ για να μην εκλεγεί ο Χίτλερ!». Ο τρίτος υποψήφιος, και ηγέτης του κομουνιστικού KPD, Ερνστ Τέλμαν συγκέντρωσε το 10%.
Στις 31/1/1933 σε ραδιοφωνικό του διάγγελμα ο Χίτλερ αναγγέλλει πανηγυρικά «το τέλος της μαρξιστικής διακυβέρνησης» (η δημοκρατία της Βαϊμάρης!) καθώς και την πρόθεσή του να αγωνισθεί για την επίτευξη μίας «α-ταξικής κοινωνίας», δήλωση που δεν ανησύχησε ιδιαίτερα τους Γιούγκερ και την υπόλοιπη ελίτ της Γερμανίας αφού ήξεραν πόσο την χρειαζόταν ο Φύρερ για οικονομική στήριξη.
Το 1933, αφού έχει ήδη αρθεί η απαγόρευση των Ταγμάτων Εφόδου που είχε επιβάλει ο Μπρύνιγκ κορυφώνεται η βία και η τρομοκρατία των Ναζί. Οι οδομαχίες μεταξύ Κομμουνιστών και Ναζί ανήκουν πλέον στο παρελθόν αφού μετά την πυρκαγιά του Ράιχσταγκ οι Ναζί προβαίνουν σε αθρόες συλλήψεις αλλά και δολοφονίες υπερτερώντας αριθμητικά και οργανωτικά. Ο Χίτλερ σε λόγο του ουρλιάζει υστερικά ότι «Ολοι οι Κομμουνιστές πρέπει να κρεμαστούν!», αλλά ο Χίντενμπρουγκ προβάλλει βέτο στο κρέμασμα!). Την ίδια τύχη με το KPD θα έχουν με τη σειρά τους λίγο αργότερα και οι Σοσιαλδημοκράτες του SPD με τον παραστρατιωτικό τους βραχίονα τους Reichsbanner. Κάτω από ένα καθεστώς στυγνής τρομοκρατίας που έχουν επιβάλει τα SS και τα SA, ένα έτος προτού τα πρώτα εξοντώσουν τα δεύτερα στη «Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών», διεξάγονται εκλογές βίας αλλά όχι απαραίτητα νοθείας, αφού στη μεγάλη πλειονότητά τους οι έμφοβοι Γερμανοί δεν διανοήθηκαν να ψηφίσουν τίποτε άλλο εκτός από το NSDAP. Αποτέλεσμα Νοέμβρη με ένα νόμιμο κόμμα : NSDP: 92,11 % και 661 έδρες ! Λευκά-άκυρα (όσοι τόλμησαν:3.398, 24 (ποσοστό 7,89)
Θα γίνει νέα Βαϊμάρη η Ελλάδα;
Δημοσιογράφος τής «ορκισμένα φιλελληνικής» γερμανικής εφημερίδας Bild προς τον πρωθυπουργό Σαμαρά : Is die situation in Griechenland mittlerwelle mit der Weimarer Republik vergleichbar? Σαμαράς: Ja, aber..Ναι ( μεν) αλλά…
Ναι, αλλά τώρα έχουμε μάθει. Εχουν όντως, όπως ο ηγέτης του ΠΑΣΟΚ; Ο πρωθυπουργός φαίνεται να ανησυχεί μόνο για το ΣΥΡΙΖΑ και περισσότερο από αυτόν ο εκπρόσωπος Κεδίκογλου, αν κρίνουμε από τη «γλώσσα» που χρησιμοποιεί τόσον ευφραδώς, αν και ενίοτε λίγο βαρετά λόγω επαναλήψεων.
Πολλοί Ελληνες και ξένοι, όπως προανέφερα, συγκρίνουν την πολιτική κατάσταση στη Βαϊμάρη (1919-1933) με αυτή στη σημερινή Ελλάδα. Αλλά το 2012 δεν είναι 1933. Ο πρόεδρός μας Κάρολος Παπούλιας δεν είναι Πάουλ φον Χίντενμπουργκ με έκτακτες εξουσίες που του παραχωρεί «εκτάκτως» το Σύνταγμα λόγω του φόβου ενδεχομένων εξεγέρσεων σαν αυτές που ξεκίνησαν από τα τέλη του 1918 έως το 1923 στη Γερμανία. Δεν απολύει και δεν διορίζει πρωθυπουργούς. Δε διαλύει τη Βουλή όποτε κρίνει αυτός, αν δεν συντρέχουν σοβαροί λόγοι (βλ. ελληνικό .Σύνταγμα: άρθρο 41 και αναθεώρησή του, ως προς τα περί «προφανούς δυσαρμονίας» κλπ.). Ο ηγέτης της Χρυσής Αυγής δε μπορεί να γίνει Χίτλερ, όσο κι αν το θέλει, όσο κι αν πασχίζει να τον μιμηθεί, όσο κι αν μελετά εμβριθώς για να εμπεδώσει, το «Mein Kampf», όσο κι αν υψώνει το χέρι του σε ναζιστικό χαιρετισμό που, όπως επισήμανε , έτσι χαιρετούσαν και οι Ελληνες. Εννοεί βέβαια τους μαθητές, φαλαγγίτες και σκαπανείς (την ΕΟΝ) όταν υποχρεωνόντουσαν να τραγουδούν : «Στη γλυκιά μας την πατρίδα…» ή, : «Γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελάει πατέρα;» στη περίοδο της δικτατορίας Ιωάννη Μεταξά. Πρόσθετα, όσο κι αν οι βουλευτές της ΧΑ χρησιμοποιούν τον αποκρουστικά ρατσιστικό όρο «υπάνθρωπος» για τους μετανάστες, κατ’ απομίμηση των Ναζί που έκαναν ευρεία χρήση του μεταφραστικού του ισοδύναμου (Untermennsch) για Εβραίους, Σλάβους, Αθίγγανους κλπ. δεν κάνουν άλλο παρά να συσπειρώνουν το αντιρατσιστικό κίνημα, κάτι που αργά ή γρήγορα θα προκαλέσει εμφύλιες συγκρούσεις.
Επιπλέον, ο Τσίπρας δεν είναι Ερνστ Τέλμαν (ηγέτης του KPD) ή, Στάλιν ή, Γκορμπατσόφ. Τέλος, Οι Ελληνες έχοντας περάσει από τα καβδιανά δίκρανα (φασιστική Κατοχή, Εμφύλιος Πόλεμος, Δικτατορία Συνταγματαρχών) ουδεμία σχέση έχουν με τους Γερμανούς των δεκαετιών 1920 και 1930 και την έντονη δυσανεξία τους προς κάθε έννοια αλλά και υποσημασία του λεξήματος “δημοκρατία”, που ηχούσε στα αυτιά τους παράξενα, σχεδόν ωσάν βωμολοχία, αφού έως τότε είχαν αφιονιστεί-αποχαυνωθεί με τα αυτοκρατορικά μεγαλεία και την αίγλη των Κάιζερ, την οποίαν «απόλαυσαν», από της ιδρύσεως της Γερμανικής Αυτοκρατορίας το 1871(Kaizerreich) με τον Κάιζερ Βίλχελμ Ι και προπάντων τον Καγκελάριο Οτο Βίσμαρκ) μέχρι την ήττα τους από τους Συμμάχους το 1918 την οποία και δεν ήθελαν να αποδεχθούν αφού δεν είχαν παραδοθεί άνευ όρων (όπως έπραξαν το Μάιο του 1945) αλλά είχαν απλώς υπογράψει ανακωχή στο δάσος Κομπιέν (11/11/1918). Πολλώ δε μάλλον αφού δεν είχαν υποστεί καμία εισβολή, γι’ αυτό και στη μεγάλη τους πλειονότητα παρέμειναν αθεράπευτοι νοσταλγοί της ένδοξης μοναρχίας της οποίας την παλινόρθωση ονειρευόντουσαν ξύπνιοι. Συμβιβαζόντουσαν δε προς το παρόν με τη λύση μιας αντιβασιλείας με τον γηραιό στρατάρχης Πάουλ φον Χίντεμπουργκ, ένα πρόσωπο κοινής αποδοχής, αποδεδειγμένα φιλομοναρχικό, και πιστό στον Κάιζερ. Οσο για τους Ελληνες, η όπως και να το κάνουμε, η δημοκρατία είναι 100% λέξη της γλώσσας τους, άσχετο αν υφίσταται υπο/παρασημασιολογήσεις από Ελληνες και ξένους.
Βέβαια, ομοιότητες υπάρχουν πολλές που όμως είναι καθαρά οικονομικές και ελάχιστα ή, καθόλου πολιτικές: χρέος, έλλειμμα, διαφθορά (το πολύκροτο «σκάνδαλο Μπάρματ» στο οποίο είχαν εμπλακεί πολλά επίλεκτα μέλη του SPD), λιτότητα (με τον «Καγκελάριο της πείνας» Μπρύνιγκ, (1930-32) και-προπάντων- ανεργία. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε να παραφράσουμε κάποιον με σενάρια εκφοβισμού του τύπου : το φάντασμα της Βαϊμάρης πλανιέται πάνω από τον ουρανό της Ευρώπης και κάνει πρώτη στάση πάνω από την Ελλάδα για να συνεχίσει κατόπιν στις άλλες χώρες- PIGS που, ας σημειωθεί ότι όλες τότε είχαν γίνει υποδειγματικές δικτατορίες, (όπως άλλωστε και άλλες ευρωπαϊκές χώρες). Ιταλία: Μουσολίνι. Πορτογαλία : Σαλαζάρ. Ισπανία: Φράνκο και Ελλάδα: Μεταξάς.
Για τη Γερμανία ωστόσο κάποιοι επιμένουν ορθά σε κάτι που ταλανίζει τώρα Ελλάδα και Ν. Ευρώπη και συνιστά τη μεγαλύτερη οικονομική απειλή αλλά και την ίδια μας την ύπαρξη : «Η καταστροφική λιτότητα και όχι ο υπερπληθωρισμός μάς έδωσε τον Χίτλερ» Antony Murray (Financial Times,6/2/2012), αλλά και: « Η Ελλάδα τώρα υποφέρει από πολιτικές παρόμοιας καταστροφικής λιτότητας». Τι δεινά περιμένουν τώρα τη χώρα μας από τα εξοντωτικά μέτρα λιτότητας που μας έχουν επιβάλει είναι δύσκολο να τα προβλέψουμε, αφού η ζωή μας από το 2009 κι έπειτα βρίσκεται σε ποιοτικό ναδίρ. Πόσο πιο κάτω θα πάει ; Θα δούμε κάποτε κάποιο σπινθήρισμα στην άκρη του τούνελ;
Flashback:Το αμερικανικό κραχ και το γερμανικό οικονομικό αδιέξοδο
Υστερα από την εφιαλτική πενταετία 1918-23 και την αναπότρεπτη χρεοκοπία, η Γερμανία από το 1924 μέχρι το 1929 σημειώνει σημαντική πρόοδο στον εσωτερικό και τον εξωτερικό τομέα της πολιτικής. Εισήλθε σε τροχιά σταθερής ανάπτυξης, γιατί τη βοήθεια του «σχεδίου Dawes» που ο Στρέζεμαν διαχειρίστηκε παραγωγικά απέφερε καρπούς, ενώ το πνεύμα συμβιβασμού που επέδειξε κατέστησε τη Γερμανία, πιο ανεκτή και συμπαθή στη διεθνή κοινότητα και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι μοιράσθηκε μαζί με το Γάλλο ομόλογό του Αριστίντ Μπριάντ το Νόμπελ Ειρήνης το 1928-29.
Όλα πήγαιναν αρκετά καλά, πάρα την ανεργία που δεν υποχωρούσε, αλλά το μεγάλο κραχ που συνέβη στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης το 1929, με τη «Μαύρη Τρίτη» και τη «Μαύρη Πέμπτη» του, ανάγκασε τις πανικόβλητες Τράπεζες των ΗΠΑ να απαιτήσουν άμεση εξόφληση των χρεών που τους όφειλε η Γερμανία, νοηματοδοτώντας το τέλος μιας εποχής όπου οι Γερμανοί είχαν ηρεμήσει γιατί είχαν ανακάμψει σε βαθμό που άρχισαν να βλέπουν με μεγαλύτερη συμπάθεια τη δημοκρατία που τόσο είχαν φοβηθεί και ενδεχομένως να συμφωνούσαν με την Αριστοτέλεια ρήση -από το 1924 έως το 1929, τουλάχιστον- ότι: «Ήκιστα μοχθηρόν έστι δημοκρατία» (Νικομάχεια ΄Ηθη).
Η χώρα που επλήγη περισσότερο από κάθε άλλη λόγω του κραχ ήταν η καταχρεωμένη στους Αμερικανούς Γερμανία, ακριβώς όπως τώρα έχει πληγεί περισσότερο η καταχρεωμένη στους Γερμανούς Ελλάδα. Της δόθηκε προθεσμία 90 ημερών να αρχίσει την εξόφληση των χρεών της, πράγμα αδύνατο, οπότε εκ των πραγμάτων όλες οι μεγάλες επιχειρήσεις και τα εργοστάσια έκλειναν δημιουργώντας στρατιές ανέργων. Ακόμα και το ναζιστικό κόμμα είχε σχεδόν χρεοκοπήσει εξαιτίας των μεγάλων δαπανών του για μεγαλοπρεπείς παρελάσεις, ραδιοφωνική προπαγάνδα και ογκώδεις αλλά πολυδάπανες συγκεντρώσεις.. Ευτυχώς όμως για τους Ναζί τους έσωσε ο μεγιστάνας του Τύπου και ηγέτης του Γερμανικού Εθνικιστικού Λαϊκού Κόμματος (DNVP), Αλφρεντ Χούγκεμπεργκ, ο οποίος παραχώρησε ακόμα και εφημερίδα για τις προπαγανδιστικές ανάγκες του Ναζιστικού Κόμματος, εκτός από γενναιόδωρη οικονομική βοήθεια.
Αλλά ενώ το Σεπτέμβριο του 1928 υπήρχαν 650 χιλιάδες άνεργοι, το 1929 ( τον ίδιο μήνα) έφθασαν το 1 εκατομμύριο 320 χιλ. Το 1930: 3 εκατομμύρια άνεργοι. Το 1931:4 εκατομμύρια 350 χιλιάδες . Το 1932: 5 εκατομμύρια 102 χιλιάδες άνεργοι. Τέλος, το 1933 οι άνεργοι ανέρχονται σε 6 εκατομμύρια 100 χιλιάδες . Η ημερομηνία λήξεως της δημοκρατίας της Βαϊμάρης δεν θα αργούσε, αφού προς τα εκεί τα πλείονα κόμματα κατέτειναν τις προσπάθειες τους. Για άλλη μια φορά η Γερμανία πτωχεύει.
Μύλερ και διακομματική ασυνεννοησία
Το 1928 θα αναλάβει ο τελευταίος Σοσιαλδημοκράτης Καγκελάριος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, Χέρμαν Μύλερ σχηματίζοντας την κυβέρνηση του «Μεγάλου Συνασπισμού» όπου συμμετέχουν, εκτός από τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD), το Κέντρο (Zentrum), το Γερμανικό Λαϊκό Κόμμα και το Γερμανικό Δημοκρατικό Κόμμα. Μετά τη διετή θητεία του Μύλερ το SDP δε θα ξαναδεί εξουσία.
Ο τετρακομματικός συνασπισμός που σχηματίσθηκε μετά από τις εκλογές του 1928 είχε να αντιμετωπίσει μία οξύτατη οικονομική κρίση. Τα δημοσιονομικά πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο, ενώ η ανεργία βρισκόταν πλέον εκτός ελέγχου. Οι Σοσιαλδημοκράτες δεν ήθελαν να επωμισθούν οι λαϊκές τάξεις τα βάρη της μεγάλης κρίσης γιατί έτσι ένιωθαν πως πρόδιναν το λαό που στήριξε το Κόμμα επί πολλά χρόνια (ημερομηνία ίδρυσης του κόμματος :23.5.1863 και ιδρυτές οι Μπέμπελ και Λίμπνεχτ. Ο Μύλερ αρνήθηκε να επιβάλει περαιτέρω μείωση του επιδόματος ανεργίας και ήρθε σε ρήξη με τα κόμματα του κυβερνώντος συνασπισμού. Ο Χίντεμπουργκ τον απέλυσε με συνοπτικές διαδικασίες (30.3.1930). Αλλωστε δεν κατάφερε να λάβει ούτε ψήφο εμπιστοσύνης στο Ράιχσταγκ και ο Πρόεδρος δεν ήθελε να τον στηρίξει με το αναγκαίο κακό: τα προεδρικά διατάγματα. Ηταν ο τελευταίος καγκελάριος που περνούσε νόμους μόνο με έγκριση της Βουλής. Εφεξής οι νόμοι θα υποκαθίσταντο από τα προεδρικά διατάγματα με την αρκούντως τεντωμένη ερμηνεία της φράσης «έκτακτος ανάγκη», αν και στον Μύλερ ο πρόεδρος αρνήθηκε να υπογράψει παρόμοια διατάγματα λόγω της έντονης απέχθειάς του προς τους (αριστερούς) Σοσιαλδημοκράτες τους οποίους βεβαίως το KPD αποκαλούσε περιφρονητικά «σοσιαλφασίστες».
Όπως παρατηρεί ο Σίγκμουντ Νιούμαν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού συστήματος καθώς και η διαμόρφωση των τάξεων συνέβαλαν στη κατάρρευση της Βαϊμάρης διότι η δημοκρατία στερείτο έστω και ενός μίνιμουμ ομοιογένειας για να μπορέσει να επιβιώσει. Τα κόμματα αντιμετώπιζαν εχθρικά το ένα το άλλο μάλλον παρά επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Η πιο ακραία περίπτωση ήταν αυτή του Κεντρώου Καθολικού Κόμματος (Zentrum) που από μόνο του αποτελούσε ένα μικρό Ράιχσταγκ, αφού απαρτιζόταν αφενός, από εργάτες βιομηχανιών και αγρότες και αφετέρου, από αστούς, αξιωματούχους της Καθολικής Εκκλησίας και αριστοκράτες γαιοκτήμονες. Υπήρχε μόνο ομοφωνία στην προστασία των συμφερόντων της Καθολικής Εκκλησίας που και αυτή κατέστη δυσχερής ύστερα από το περίφημο «Κονκορδάτο» μεταξύ Βατικανού και Χίτλερ.
Μπρύνιγκ και Καμαρίλα
Ενας πολιτικός που ανήκε στο Zentrum διορίστηκε καγκελάριος από τον πρόεδρο Χίντενμπουργκ στη θέση του απολυθέντος σοσιαλδημοκράτη Μύλερ, ο οικονομολόγος. Χάινριχ Μπρύνιγκ (30.3.1930) κεντρώος και πρόσωπο αμφιλεγόμενο. Κατ’άλλους καλοπροαίρετος αλλά κατά πολλούς δόλιος που εσκεμμένα άφηνε την οικονομική κατάσταση να επιδεινώνεται ως μέρος του σχεδίου του να θέσει τέρμα στην καταβολή των αποζημιώσεων στους Συμμάχους αλλά και να αποδομήσει το όποιο κοινωνικό κράτος είχε απομείνει. Σε αυτόν οφείλονταν οι συρρικνώσεις μισθών και ημερομισθίων. Ασυνήθιστα αντιχαρισματικός και βαρετός ομιλητής (η πλήρης αντίθεση του Χίτλερ) «κέρδισε με το σπαθί του» το προσωνύμιο «ο καγκελάριος της πείνας» λόγω των μέτρων λιτότητας που αναγκάστηκε να πάρει, όταν η γερμανική οικονομία βούλιαζε. Ο οικονομολόγος καγκελάριος Μπρύνιγκ έμοιαζε περισσότερο με άγιο του μεσαίωνα, λόγω της ασκητικής φιγούρας του, παρά με σύγχρονο κομψό πολιτικό σαν τον Στρέζεμαν. Αλλά για να είμαστε δίκαιοι στην αποτίμηση του πολιτικού άνδρα θα πρέπει να εξαρθεί το γεγονός πως σε αντίθεση με άλλους πολιτικούς ο ίδιος ζούσε έναν υποδειγματικά λιτό βίο αλλά και απαιτούσε από τους υπουργούς του δραστικές περικοπές δημοσίων δαπανών.
Ο Μπρύνιγκ περιστοιχιζόταν από ανθρώπους που ασκούσαν πάνω του κάποια επιρροή, αν και τις τελικές αποφάσεις τις έπαιρνε μόνος. Μία ομάδα αντιφασιστών που συγκροτούσαν τη Λέσχη Καθολικών Εργατών τον προειδοποίησε ότι ο Μουσολίνι συνιστούσε απειλή για τη Γερμανία διότι ο Χίτλερ ζήλευε τη δόξα του και ονειρευόταν μία «πορεία» α λα Ντούτσε από το Μόναχο στο Βερολίνο. Αφετέρου, όμως, υπήρχε η πολυπληθέστερη ομάδα συντηρητικών προτεσταντών που τον συμβούλευαν να προσεγγίσει τον Χίτλερ και να επιδιώξει να σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού με τους Ναζί. Ακουσε τους πρώτους και απαγόρευσε τα SS και τα Τάγματα Εφόδου με προεδρικό διάταγμα που πολύ απρόθυμα υπέγραψε ο πρόεδρος Χίντενμπουργκ. Οι Ναζί αντέδρασαν αγανακτισμένα απαιτώντας την άμεση αποπομπή του. Εκείνη την εποχή ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο άνοιας (είχε περάσει τα 85 έτη ζωής) και όλες τις αποφάσεις τις έπαιρνε αντ’αυτού η «Καμαρίλα» που απαρτιζόταν από το γιο του Οσκαρ, τον μαλακογνώμονα Φρανς φον Πάπεν και τον μηχανορράφο αλλά αδέξιο στην πολιτική αντιστράτηγο Κουρτ φον Σλάιχερ που το 1934 είχε οικτρό τέλος αφού εκκαθαρίστηκε με τη γυναίκα του τη Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών. Αυτοί αποφάσισαν να διώξουν τον Μπρύνιγκ, όπως ακριβώς οι ίδιοι τον είχαν προτείνει στο Χίντενμπουργκ για να απαλλαγούν από τον σοσιαλδημοκράτη Μύλερ. Αλλωστε είχε δώσει δύο αφορμές που εξ αντικειμένου επέβαλαν την άμεση αποπομπή του : α) Ο Μπρύνιγκ σχεδίαζε ανακατανομή των γαιών για να βοηθήσει τους ακτήμονες αγρότες. Αυτή η πρόταση εύρισκε κάθετα αντίθετους τους μεγαλογαιοκτήμονες Γιούγκερ και ειδικότερα τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας που είχε κι αυτός συμφέροντα: β) Ο Χίντεμπουργκ δεν ήθελε να υποβληθεί στη δοκιμασία μιας καινούργιας προεκλογικής εκστρατείας για την επανεκλογή του το 1932 όταν είχε λήξει η επταετής θητεία του, έχοντας μάλιστα αντίπαλο τον Χίτλερ που περιφρονούσε απέραντα. Προτιμούσε μία παράταση της θητείας του αλλά ο Καγκελάριος Μπρύνιγκ δεν κατάφερε να πείσει το Ράιχσταγκ να την παραχωρήσει (χρειαζόταν την έγκριση των 2/3 της Βουλής), κάτι που δεν του το συγχώρεσε ποτέ ο κατά Χίτλερ «γεροηλίθιος» παρά το γεγονός ότι ο Μπρύνιγκ τον βοήθησε τα μέγιστα να επανεκλεγεί πρόεδρος..
H Καμαρίλα συνέβαλε κι αυτή τα μέγιστα στην επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης στη χώρα. Ο Οσκαρ Χιντενμπουργκ, ο Σλάιχερ, ο Βίλχελμ Γκρένερ (υποστράτηγος γνωστός και από τη «μυστική συμφωνία» του με τον Εμπερτ και κατ’εξαίρεση εχθρός των Ναζί και φίλα προσκείμενος προς τη βαϊμαρική δημοκρατία) καθώς και ο πανταχού παρών φον Πάπεν έπεισαν εύκολα τον κουρασμένο κι άρρωστο πρόεδρο να εξαναγκάσει τον Μπρύνιγκ να αγοράσει η Γερμανία πανάκριβο πολεμικό υλικό για το στρατό και το ναυτικό σε μια εποχή που η χώρα λιμοκτονούσε λόγω της διογκούμενης ανεργίας, ενώ ο Χίτλερ εκμεταλλευόταν στο έπακρον τη δεινή θέση του χειμαζόμενου γερμανικού λαού, υποσχόμενος ένα λαμπρό μέλλον με τη δημιουργία μιας ευημερούσας Γερμανίας χωρίς ανέργους και χωρίς την ανάγκη των «μνημονιακών» Σχεδίων Young που εξαιτίας τους η χώρα είχε υπερχρεωθεί.
Η Μοιραία υποτίμηση των Ναζί
Πέντε σχεδόν χρόνια μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα της μπυραρίας του Μονάχου, το NSDAP δεν έχει γίνει ακόμα υπολογίσιμη εκλογική δύναμη. Στις εκλογές του 1928 ενώ ο γερμανικός λαός ζει σε μια σχετική ευημερία χάρη στα δάνεια που τις χορηγούν οι ΗΠΑ και ειδικότερα το δεσμευτικό «Young plan» οι Ναζί εξασφαλίζουν μόλις 12 έδρες με ποσοστό 2,7% χάρη στην απλή αναλογική.
Αλλά με τις επάλληλες εκλογές ( 1930 -32- 33) κι ενώ η κρίση επιδεινώνεται λόγω του αμερικανικού κραχ, έρχεται η μεγάλη έκπληξη που αλλάζει εντός τους το ρυθμό του κόσμου τους. Το ναζιστικό NSDAP το 1930 κερδίζει 107 έδρες και αρχίζει επί τέλους να προκαλεί…. προβληματισμό. Κάπως αργά όμως. Γιατί ως τότε οι Κομμουνιστές θεωρούσαν τον υπ’αριθμό 1 κίνδυνο τους «σοσιαλφασίστες», ενώ οι οι σοσιαλδημοκράτες αποκαλούσαν το KPD «λακέδες της Μόσχας». Κανένας δεν μπόρεσε να διαβλέψει τον αληθινό κίνδυνο. Απεναντίας, η αστική τάξη θεωρούσε τους Ναζί εγγυητές της ασφάλειάς τους από το γειτονικό κίνδυνο της ΕΣΣΔ των κολεκτίβοποιήσεων .
Στη διάρκεια της διετούς θητείας του (1930-32) ο Καγκελάριος Μπρύνιγκ συνήψε φιλικές σχέσεις με τον πρέσβη των ΗΠΑ Αλφρεντ Σάκετ που γνώρισε από κοντά τον Χίτλερ και σχημάτισε τη γνώμη ότι επρόκειτο για επικιίνδυνο δημαγωγό και αγκιτάτορα. Οι φόβοι του, ωστόσο κατάληγαν σε λάθος συμπέρασμα: Πίστευε ότι οι Ναζί, εάν αναλάμβαναν την εξουσία θα αποτύγχαναν παταγωδώς και οι Κομμουνιστές θα έπαιρναν τη θέση τους στην εξουσία. Ειρωνικά, κάτι ανάλογο ονειρευόταν και το KPD που διακήρυσσε urbi et orbi: «Πρώτα ο Χίτλερ και ύστερα εμείς!».
Στο διάστημα που ο πρόεδρος Χίντενμπρουγκ βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο άνοιας η Καμαρίλα είχε πλήρη έλεγχο των κινήσεων. Ο Πάπεν είχε διορισθεί Καγκελάριος αλλά και Κομισάριος της Πρωσίας, του μεγαλύτερου και ισχυρότερου ομόσπονδου κράτους της Γερμανίας και έδινε δείγματα της ανικανότητάς του να κυβερνήσει με το «Υπουργικό Συμβούλιο των βαρόνων με τα μονόκλ». Ο δολοπλόκος Σλάιχερ έπεισε με δυσκολία τον Χίντενμπουργκ να τον απολύσει ώστε να αναλάβει για λίγο διάστημα καγκελάριος ο ίδιος (ο Σλάιχερ) που αποδείχθηκε ανικανότερος από το φον Πάπεν. Ο τελευταίος έπεισε τον έντρομο Χίντενμπρουγκ να διορίσει καγκελάριο τον Χίτλερ (που είχε αποκρούσει μετά βδελυγμίας την πρόταση να αναλάβει Αντικαγκελάριος). Το γεγονός ότι δεν διέθετε την απόλυτη πλειοψηφία στο Ράιχστγκ δεν είχε την παραμικρή σημασία. Αλλωστε για ποιο Ράιχσταγκ μιλάμε; Στους δρόμους οι Ναζί: SA, SS και Γκεστάπο είχαν συντρίψει πλέον τον πιο επικίνδυνο και μισητό εχθρό τους τους Κομμουνιστές με συχνές επιθέσεις στις θεωρούμενες «κόκκινες συνοικίες». Το KPD απαντούσε δυναμικά, ενώ οι ξένοι επενδυτές προβληματιζόντουσαν αν θα έπρεπε να ρισκάρουν τα χρήματά τους σε μια χώρα που βρισκόταν σε εμφύλια σύγκρουση. Ολο αυτό ωστόσο έμοιαζε με πρελούδιο στην απόλυτη σιωπή. Γιατί το μοιραίο 1933, ο Χίτλερ άρχισε το σχέδιο πλήρους εξόντωσης των Κομουνιστών ύστερα από την βολική πυρκαγιά του Ράιχσταγκ και τις «σοβαρότατες» κατηγορίες του Γκέρινγκ για κομμουνιστική εσχάτη προδοσία αλλά και για απόπειρα των Κομμουνιστών να δηλητηριάσουν όλες τις γερμανικές προμήθειες γάλακτος. Αυτή η επίκληση των σκιωδών κινδύνων και απειλών ένωσε το λαό κάτω από τις «προστατευτικές» φτερούγες των Ναζί.
Η ναζιστική τρομοκρατία έχει λάβει απίστευτες διαστάσεις. Λόγω αθρόων συλλήψεων, ο ηγέτης του KPD Ερνστ Τέλμαν και οι άλλοι κομουνιστές βουλευτές «απουσιάζουν εκτάκτως» από το Ράιχσταγκ. Μέσα σε ένα τετράμηνο θα έχουν την ίδια μοίρα και τα άλλα κόμματα, ακόμα και το DNVP που συμμετείχε στον συνασπισμό με τους Ναζί όταν αυτοί δεν διέθεταν την απόλυτη πλειοψηφία. Ο Χούγκενμπεργκ θα ομολογήσει ότι «είχε διαπράξει τη μεγαλύτερη βλακεία της ζωής του που συνεργάσθηκε με τους Ναζί». Αλλά στην απόλυτη σιωπή ουδείς υπήρχε να τον ακούσει. Το 1933 εκτός του Μαρτίου έγιναν μονοκομματικές εκλογές και το Νοέμβριο, όπου το NSDAP έλαβε ποσοστό 92,11% και 611 έδρες! Η κατάσταση εξελίχθηκε όπως την συνόψιζε το σλόγκαν: Ein volk. Ein Fuhrer. Ein ja («Ενας λαός. Ενας Φύρερ. Ενα ναι»). Ένα «ja» που υπήρξε ολέθριο όχι μόνον για τη Γερμανία. «Το αίμα πρέπει να χυθεί, το αίμα πρέπει να χυθεί» έλεγε το πολεμόχαρο εμβατήριο των Ναζί. Συμπτωματικά κάπως ανάλογα εκφράζονται οι τωρινοί θαυμαστές και λάτρεις του Χίτλερ.
Λέγεται ότι στις δημοκρατίες δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Aλλά τι σόι «δημοκρατία» ήταν αυτή της Βαϊμάρης που ο Χίτλερ εύκολα κατάφερε να ξεκάνει; Ο πρώτος Καγκελάριός της , πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας και σοσιαλιστής Φρίντριχ Εμπερτ, υπήρξε και ο πρώτος διδάξας τη χρήση του δικτατορικής έμπνευσης άρθρου 48 «περί μέτρων εκτάκτου ανάγκης» (η ρίζα του κακού). Και όχι μόνο για την καταστολή των εξεγέρσεων Σπαρτακιστών-Κομουνιστών (με την βοήθεια των ακροδεξιών παρακρατικών Freicorps) αλλά συχνότατα για να «επιλύσει» αντιδημοκρατικά, δημοσιονομικά, οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα και τέλος για να διαλύει τη Βουλή κατά το δοκούν. Δημιουργήθηκε έτσι ένα πολύ κακό προηγούμενο στην ομαλή λειτουργία και αξιοπιστία της δημοκρατίας (της ήκιστα μοχθηράς) που την ταλανίζει από τη Βαϊμάρη, που ο Χίντενμπουργκ τη μετέβαλε σε προεδρική δικατορία, έως την περίοδο που ζούμε τώρα με τον Πρόεδρο της Αιγύπτου Μοχάμεντ Μόρσι να κάνει λυσιτελή για αυτόν χρήση προεδρικών διαταγμάτων εν έτει 2012.
Βιβλιογραφία
Andreski, Stanislav.1992. Wars, Revolutions Dictatorships. Studies of historical and contemporary problems from a comparative viewpoint .London, New York : Routledge publishers.
Βrecht, Arnold. [1944] 1968.Prelude to Silence: The End of German Republic. New York: Howard Fertig.
Burke, Bernard. 2003. Ambassador Frederic Sackets and the Collapse of the Weimar Republic, 1930-1933. Cambridge: Cambridge University Press.
Dimsdale, N.H., N. Horsewoo , A. van Riel.2004. “Unemployment and Real Wages in Weimar Germany”. Discussion Papers in Economic and Social History. No 56, pp1-54. University of Oxford.
Evand, Richard, D. 2004. The Coming of the Third Reich .New York: Penguin Press.
Eyck, Erich. 1984. A History of Weimar Republic. Vol. 2. Transl. Harlan P. Hanson, Robert G.L. Waite. New York : John Wiley.
Fischer, Conan. 1996. The Rise of National Socialism and the Working Class in Weimar. New York: Berghahn books.
Gordon, Harold, J. The Reichswehr and the German Republic 1919-1926. Princeton N.J.: University of Princeton Press.
Grunfeld, Frederic V. 1974.The Hitler File. A Social History of Germany and the Nazis,1918-1933.New York: Random House.
Kater, Michael .1983.The Nazi Party . Oxford: Blackwell.
Kennedy, Ellen. 1984. “ The Politics of Toleration in Late Weimar : Hermann Heller Analysis of Political Culture”. History of Political Thought 5, pp 109-127.
Kershaw, Ian.1990. Weimar: Why did German Democracy fail. New York: St Martin Press.
McKenzie, John. 1971. ” The End of the Republic” Weimar Germany, 1918-1933. London: Blandford Press.
Mazower, Mark. 1998. The Dark Continent: Europe’s 20th Century. New York: Alfred Knopf.
Newman Sigmund(ed).1955. Modern Political Parties.Illinois: Chicago Unversity Press.
Noaks, Jeremy, Geoffrey Pridham (eds).1988. Nazism1919-1945 Vol.1 . The Rise in Power 1919-1934. Exeter: Exeter University Press.
Patch, William, L.2006. Heinrich Bruning and the Dissolution of Weimar Republic. Cambridge: Cambridge University Press. Academic and Professional Books.
Rosenhaft, Eve. 2008. Beating the Fascism? The German Communism and Political Violence 1929-1933.Cambridge, London, New York etc.: Cambridge University Press.
Snyder, Leo, Luis. 1966. The Weimar Republic: A History of Germany from Ebert to Hitler. New York: Van Nostrand.
Smalldone, William. 2009. Confronting Hitler: German Social Democrats in Defense of Weimar Republic 1929-1933. Lanham, Md: Lexington Books.
Stachura , P .1983. Gregor, Strasserand the Rise of Nazim. London: Allen & Unwin.
Stachura, Peter.1989. The Weimar Republic and the Younger Proletariat. An Economic and Social Analysis. New York: St Martin Press.
Sterns, Fritz, Richard. 1958. “ Adenauer and a Crisis in Weimar Democracy” (1-27) Political Science Quartely,73.
Swett, Pamela. 2004. Neighbors and Enemies: The Culture of Radicalism in Berlin, 1929-1933. Cambridge: Cambridge University Press.



