Υποθέστε ότι αγοράζετε ένα ολοκαίνουργιο αυτοκίνητο το οποίο ονειρεύεστε ότι θα σας συντροφεύσει στα ταξίδια σας για πολλά-πολλά χρόνια. Αλλά το όνειρο δεν επαληθεύεται: πολύ νωρίτερα από το προσδοκώμενο, το αυτοκίνητο παρουσιάζει προβλήματα. Ετσι βρίσκεστε στη δυσάρεστη θέση να τρέχετε από συνεργείο σε συνεργείο. Και, το χειρότερο, χάνετε την εμπιστοσύνη σας στο αγαπημένο όχημα. Δεν είστε πια και τόσο σίγουροι ότι μπορεί να αντέξει τις διαδρομές που είχατε σχεδιάσει. Τι έφταιξε λοιπόν; Τι πήγε στραβά; Δύο τινά μπορούν να εξηγήσουν αυτή την απρόσμενη εξέλιξη. Το ένα έχει να κάνει μ’ εσάς τους ίδιους: πιθανότατα δεν φροντίσατε το αυτοκίνητό σας όπως θα έπρεπε, πιθανότατα το κακομεταχειριστήκατε. Τι να κάνει και αυτό; Χωρίς τακτικό σέρβις, χωρίς συχνή αλλαγή λαδιών, χωρίς ξεκούραση, σας πρόδωσε. Το άλλο όμως έχει να κάνει με το ίδιο το αυτοκίνητο και ειδικότερα με τη «μάνα του», την κατασκευάστρια εταιρεία: είναι πολύ πιθανόν το αυτοκίνητο να ήταν ελαττωματικό όταν το αγοράσατε και παρά το γεγονός ότι εσείς δεν φταίτε σε τίποτε, βρίσκεστε πάλι να ψάχνετε για καινούργιο.
Αυτόν τον παραλληλισμό χρησιμοποίησε για να εξηγήσει τη βάση της θεωρίας του ο David Barker, ο οποίος μίλησε στο «BHMAScience» όταν βρέθηκε στη χώρα μας προκειμένου να λάβει μέρος στο ετήσιο συνέδριο Περιγεννητικής Ιατρικής που διοργανώνεται κάθε χρόνο από την καθηγήτρια Α. Μαλαμίτση-Puchner στο Αρεταίειο Νοσοκομείο.
Διατυπωμένη λακωνικά, η υπόθεση Barker συνίσταται στο εξής: πολλά από τα χρόνια νοσήματα που μας πλήττουν ως ενηλίκους οφείλονται στις συνθήκες που επικρατούσαν κατά τη διάρκεια της ενδομήτριας ζωής μας.
Η αλήθεια είναι ότι η πρώτη πιθανότητα, αυτή που αποδίδει το φταίξιμο στον χρήστη του αυτοκινήτου και όχι στην κατασκευάστρια εταιρεία, δείχνει να είναι καλύτερα εγκατεστημένη στο συλλογικό υποσυνείδητο. Ακόμη και εκείνοι που αρνούνται να σταματήσουν το κάπνισμα είναι εξοικειωμένοι με την ιδέα ότι αυτό μακροπρόθεσμα μπορεί να βλάψει σοβαρά την υγεία τους. Ομοίως, έχουμε μάλλον κατανοήσει όλοι ότι η παχυσαρκία προηγείται πολλών δεινών, όπως ο διαβήτης και οι καρδιοπάθειες. Αλλά μάλλον είμαστε λιγότερο προετοιμασμένοι να αποδεχθούμε την πιθανότητα ότι νοσούμε επειδή κάτι έχει πάει στραβά, όχι απλώς από κούνια αλλά κυριολεκτικά από πλακούντα!
Ως πριν από λίγα χρόνια το ίδιο συνέβαινε και με τους επιστήμονες. Ο κύριος όγκος των ερευνητών στο πεδίο της επιδημιολογίας αναζητούσε τους παράγοντες της καθημερινότητάς μας που συνδέονταν με την εμφάνιση ασθενειών. Χρησιμοποιώντας τον παραλληλισμό του Barker, αναζητούσε πόσο κακοί οδηγοί και κάτοχοι αυτοκινήτου ήμασταν. Το ίδιο άλλωστε έκανε και ο Barker, ο οποίος στις αρχές της δεκαετίας του 1980 έφτιαξε μαζί με τους συναδέλφους του στο Πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον έναν λεπτομερή άτλαντα των συνηθέστερων αιτίων θανάτου στις διάφορες περιοχές της Αγγλίας και της Ουαλλίας.
Το «μυστήριο του Λονδίνου»
Κάθε σελίδα του άτλαντα απεικόνιζε τον χάρτη της χώρας και σε αυτόν απεικονιζόταν με διαφορετικά χρώματα η επίπτωση κάθε νόσου. Και ενώ κάποιοι χάρτες ήταν εύκολο να εξηγηθούν (π.χ., οι θάνατοι από κίρρωση του ήπατος ήταν αυξημένοι στις βιομηχανικές ζώνες), υπήρχε ένας χάρτης που παρέμενε ανεξήγητος. Επρόκειτο για τον χάρτη των καρδιοπαθειών, της κύριας αιτίας θανάτου στον δυτικό κόσμο. Αν και οι καρδιοπάθειες θεωρούνται αποτέλεσμα της οικονομικής ευμάρειας και συνήθως τείνουν να αυξάνονται με την αύξηση του βιοτικού επιπέδου, ο χάρτης έδειχνε ακριβώς το αντίθετο: κατακόκκινες ήταν οι φτωχές περιοχές της χώρας (το κόκκινο σήμαινε αριθμό θανάτων άνω του μέσου όρου), ενώ καταπράσινες εμφανίζονταν οι πλούσιες περιοχές, του Λονδίνου συμπεριλαμβανομένου.
Καθώς οι διατροφικές συνήθειες και άλλοι παράγοντες της καθημερινότητας δεν ήταν δυνατόν να εξηγήσουν τα δεδομένα του χάρτη των καρδιοπαθειών, ο Barker και οι συνεργάτες του θέλησαν να δουν αν οι άνθρωποι στις κόκκινες περιοχές ήταν για κάποιον λόγο περισσότερο ευάλωτοι στα νοσήματα αυτά. Επειτα από κοπιαστικότατη συλλογή δεδομένων από τα ληξιαρχεία διαφόρων περιοχών, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι περιοχές που εμφάνιζαν μεγάλα ποσοστά θανάτων από καρδιοπάθειες ήταν οι περιοχές που παρουσίαζαν τα μεγαλύτερα ποσοστά βρεφικής θνησιμότητας μισόν αιώνα νωρίτερα. Με μία εξαίρεση: τις φτωχότερες γειτονιές του Λονδίνου, όπου ούτε η βρεφική θνησιμότητα ήταν μεγάλη στις αρχές του 20ού αιώνα ούτε οι θάνατοι από καρδιοπάθειες αυξημένοι στα τέλη του.
Οποιος έχει διαβάσει Ντίκενς, μπορεί να φανταστεί ότι οι συνθήκες υγιεινής (άθλιες!) δεν μπορούσαν να εξηγήσουν την υπεροχή του Λονδίνου. Εξάλλου σε αυτές αποδίδονταν τα αυξημένα ποσοστά παιδικής θνησιμότητας. Τι ήταν λοιπόν αυτό που καθιστούσε τα νεογέννητα του Λονδίνου του 1920-1930 ανθεκτικά; Και μπορούσε αυτό να εξηγήσει τις μειωμένες καρδιοπάθειες πενήντα χρόνια αργότερα;
«Χορτασμένες» μετανάστριες
Το «μυστήριο του Λονδίνου» κράτησε τον Barker ξάγρυπνο πολλές νύχτες. Ωσπου η αγάπη του για την Ιστορία και τα οικονομικά τού έδωσε την απάντηση: κατά τη διάρκεια της επίμαχης περιόδου το Λονδίνο είχε κατακλυστεί από νεαρά υγιή άτομα, κυρίως γυναίκες, τα οποία έφθασαν εκεί από αγροτικές περιοχές αναζητώντας εργασία ως οικιακό βοηθητικό προσωπικό. Διέμεναν στις φτωχότερες περιοχές του Λονδίνου, αλλά είχαν το πλεονέκτημα μιας καλής και, κυρίως, «χορτασμένης» παιδικής ηλικίας. Αναμφίβολα, οι γυναίκες αυτές γεννούσαν υγιέστερα μωρά, μωρά τα οποία είχαν τραφεί κανονικά στη μήτρα και είχαν κανονικό βάρος στη γέννηση.
Η αποδοχή αυτής της εξήγησης για το «μυστήριο του Λονδίνου» όμως ανέτρεπε εκ βάθρων τις ισχύουσες ως τότε απόψεις για τους παράγοντες που μας καθιστούν ευάλωτους στα χρόνια νοσήματα. Πρακτικά, αυτό που έλεγε ο Barker ήταν ότι οι καρδιοπάθειες έχουν τη ρίζα τους όχι μόνο στην εμβρυϊκή ζωή μας, αλλά και πολύ νωρίτερα, στη νεαρή ηλικία των μητέρων μας!
Οι «άπιστοι Θωμάδες» και η δικαίωση

Ο κ. David Barker είναι καθηγητής Κλινικής Επιδημιο­λογίας στο Πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον στην Αγγλία και καθηγητής στο Τμήμα Καρδιαγ­γειακής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Ορεγκον στις ΗΠΑ.

Με δύο άρθρα στην έγκριτη ιατρική επιθεώρηση «The Lancet» (1986 και 1989) ο Barker παρουσίασε τα δεδομένα του και ανέπτυξε τη θεωρία του, πετυχαίνοντας έτσι να στρέψει ένα μεγάλο τμήμα της ιατρικής κοινότητας εναντίον του. Με εξαίρεση τους βιολόγους οι οποίοι ερευνούσαν τα μυστήρια της εμβρυϊκής ανάπτυξης και έδειξαν τεράστιο ενδιαφέρον για την υπόθεση του Barker, οι περισσότεροι από τους σημερινούς υποστηρικτές του ξεκίνησαν να αποδείξουν πόσο λάθος έκανε ο βρετανός επιδημιολόγος. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση δανού ερευνητή, ο οποίος μεταπείστηκε όταν, προσπαθώντας να καταρρίψει την υπόθεση Barker, μελέτησε ομοζυγωτικούς διδύμους. Διαπίστωσε ότι παρά το ταυτόσημο γενετικό υλικό τους, εκείνοι που είχαν το μικρότερο βάρος κατά τη γέννηση είχαν περισσότερες πιθανότητες να διαγνωστούν με διαβήτη τύπου 2 στην ενήλικη ζωή τους. Αντίστοιχη είναι και η ιστορία επιδημιολόγων της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ οι οποίοι αφού διαπίστωσαν τη στενή σχέση μεταξύ μικρού βάρους κατά τη γέννηση με την πιθανότητα να πάθει κανείς εγκεφαλικό ή έμφραγμα στην ενήλικη ζωή, το 2000 συνέγραψαν άρθρο με τον εύγλωττο τίτλο «The Fetal Origins of Adult Disease: From Sceptic to Convert».

Η ισχυρότερη στήριξη για τη θεωρία του Barker προήλθε από μια φινλανδική μελέτη η οποία αφορούσε 53.000 μωρά που γεννήθηκαν στο Κεντρικό Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Ελσίνκι από το 1924 ως το 1944. Οι φινλανδοί γιατροί είχαν κρατήσει λεπτομερείς σημειώσεις τόσο για το βάρος και το ύψος των μωρών κατά τη γέννηση όσο και για το μέγεθος του πλακούντα και τον σωματότυπο και την κατάσταση της υγείας της μητέρας. Χάρη στα λεπτομερή αρχεία που κρατιούνται στη χώρα, οι φινλανδοί επιδημιολόγοι μπόρεσαν να παρακολουθήσουν την ανάπτυξη των παιδιών αυτών (από τις κάρτες ανάπτυξης των σχολείων τους) αλλά και την εξέλιξη της υγείας τους ως τη χρονική στιγμή που διενεργούνταν η μελέτη. Διαπιστώθηκε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι το μικρό μέγεθος κατά τη γέννηση, σημάδι ότι το μωρό είχε υποσιτιστεί κατά την ενδομήτριο ζωή, αύξανε την πιθανότητα για καρδιαγγειακά, υπέρταση και διαβήτη τύπου 2, γεγονός που έφερε στο φως τον πλακούντα και τη σημασία του.
Πλακούντας: αυτός ο άγνωστος
«Ενας από τους πλέον υπομελετημένους ιστούς είναι αναμφίβολα ο φυσιολογικός πλακούντας. Γνωρίζουμε αρκετά για τον μη φυσιολογικό πλακούντα, αλλά αν θέλατε να διοργανώσετε ένα συνέδριο με ειδικούς για τον φυσιολογικό πλακούντα, δεν θα είχατε περισσότερους από πέντε-έξι ομιλητές» μας είπε βρετανός ερευνητής και προσέθεσε: «Κάθε πλακούντας είναι διαφορετικός ως προς τη μορφολογία του και δυστυχώς ουδείς γνωρίζει τι μπορεί να σημαίνουν αυτές οι διαφορές για το αναπτυσσόμενο έμβρυο».
Μπορεί η μελέτη του φυσιολογικού πλακούντα να αποτελεί ακόμη ένα μεγάλο ζητούμενο, όμως υπάρχουν ήδη πολλά ερευνητικά δεδομένα που δείχνουν ότι τα χαρακτηριστικά του αποτελούν προϊόν της συνομιλίας του εμβρύου και της μητέρας του. Οι αναπτυξιακοί βιολόγοι πιστεύουν ότι πολύ σύντομα μετά τη σύντηξη του ωαρίου και του σπερματοζωαρίου το μόλις λίγων κυττάρων έμβρυο είναι σε θέση να «μετρήσει» τα επίπεδα ινσουλίνης, γλυκόζης αλλά και βασικών αμινοξέων στην αιματική κυκλοφορία της μητέρας του. Από το αποτέλεσμα αυτών των μετρήσεων το έμβρυο θα καθορίσει την περαιτέρω αναπτυξιακή πορεία του. Οταν λοιπόν διαπιστωθεί έλλειψη τροφικών πηγών, το έμβρυο θα αποφασίσει να αντιδράσει είτε προσπαθώντας να αυξήσει την άντληση τροφής από τη μητέρα (προωθώντας την ανάπτυξη ικανότερου πλακούντα) είτε μειώνοντας τον ρυθμό της δικής του αύξησης. Με άλλα λόγια, τα έμβρυα γνωρίζουν παραμέτρους που αφορούν τα δεδομένα της μητέρας τους (διατροφή, αποθηκευμένη ενέργεια, μεταβολισμός) πολύ προτού η ίδια η μητέρα αντιληφθεί ότι τα κυοφορεί! Αυτός εξάλλου είναι ο λόγος για τον οποίο ο Barker σημείωσε ότι «η γυναίκα είναι μια αρένα θαυμάτων, πάνω στα οποία έχει πολύ μικρό έλεγχο».
Ο πόλεμος δεν ταιριάζει στα αγόρια!
Στις διαφορετικές στρατηγικές για την αντιμετώπιση της μειωμένης παροχής τροφής αποδίδουν o Barker και οι συνεργάτες του διαφορές στην παρατηρούμενη ανθεκτικότητα των θηλυκών εμβρύων σε σχέση με τα αρσενικά, αλλά και τη διαφορετική ευαισθησία ανδρών και γυναικών σε κάποιες ασθένειες, όπως η υπέρταση. Είναι παρατηρημένο ότι σε περιόδους ασιτίας, όπως παραδείγματος χάριν κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, γεννιούνται περισσότερα κορίτσια από αγόρια. Η παρατήρηση αυτή έχει επιβεβαιωθεί και σε πειραματικά μοντέλα ζώων. Σύμφωνα με τον Barker, «τα αγόρια έχουν πλακούντες ικανότερους στην άντληση θρεπτικών συστατικών αλλά με μικρότερη αποθηκευτική ικανότητα. Αυτό τούς επιτρέπει να αυξάνονται ταχύτερα (έχει διαπιστωθεί ότι για οποιοδήποτε μέγεθος πλακούντα, το αρσενικό έμβρυο είναι μεγαλύτερο από το θηλυκό), αλλά τα καθιστά περισσότερο εκτεθειμένα στη μακροχρόνια έλλειψη τροφής».
Οι διαφορές στον πλακούντα μεταξύ των εμβρύων διαφορετικού φύλου αντικατοπτρίζουν διαφορετική ανταπόκριση στην πληροφορία που παίρνει το έμβρυο σχετικά με τη μητρική διατροφή. Τα αγόρια φαίνεται ότι βασίζουν την ανάπτυξή τους στην πληροφορία που αφορά τη διατροφή της μητέρας κατά την κύηση, ενώ τα κορίτσια στον μεταβολισμό της και στη διατροφή της σε όλη τη διάρκεια της ζωής της. Να λοιπόν πώς εξηγείται η μεγαλύτερη ευαισθησία των ανδρών στην υπέρταση. Η πίεση ρυθμίζεται από τους νεφρούς, ένα όργανο το οποίο δεν χρειάζεται κατά την ενδομήτριο ζωή, καθώς το σώμα της μητέρας αποβάλλει τα απόβλητα της αιματικής κυκλοφορίας του εμβρύου. Ετσι τα εκατομμύρια των νεφρώνων, των μικρών λειτουργικών μονάδων των νεφρών, σχηματίζονται κατά το τέλος της κύησης. Εχει παρατηρηθεί ότι τα μωρά που γεννιούνται λιποβαρή διαθέτουν ως και τρεις φορές λιγότερους νεφρώνες σε σχέση με εκείνα κανονικού βάρους. Αυτό σημαίνει ότι λιγότεροι νεφρώνες καλούνται να εργαστούν σκληρότερα προκειμένου να διατηρηθεί η ομοιόσταση του οργανισμού και ότι αυτό έχει συνέπεια τη γρηγορότερη καταπόνησή τους και την αύξηση της αρτηριακής πίεσης, η οποία με τη σειρά της καταπονεί περισσότερο τους νεφρώνες, ανοίγοντας έτσι έναν φαύλο κύκλο. Το φαινόμενο παρατηρείται περισσότερο στα αγόρια, καθώς αυτά τείνουν να δίνουν προτεραιότητα στην αύξηση του εγκεφάλου τους και όχι στα όργανα της κοιλιακής χώρας. Ετσι, αν η μητέρα υποσιτιστεί κατά τη διάρκεια της κρίσιμης περιόδου σχηματισμού των νεφρώνων, τα αρσενικά έμβρυα έχουν περισσότερες πιθανότητες να καταλήξουν υπερτασικοί ενήλικοι σε σχέση με τα θηλυκά.

ΤΡΕΙΣ ΓΕΝΙΕΣ ΠΙΣΩ
Το παράδοξο της Ινδίας

Η ταχύτατη οικονομική ανάπτυξη της Ινδίας αύξησε κατακόρυφα τον αριθμό των ατόμων νεαρής ηλικίας που πάσχουν από διαβήτη τύπου 2. Οι άνθρωποι αυτοί υποσιτίστηκαν ως έμβρυα και προκειμένου να επιβιώσουν ρύθμισαν τον μεταβολισμό τους σε συνθήκες έλλειψης τροφής. Στη σημερινή εποχή της αφθονίας όμως η εμβρυϊκή στρατηγική επιβίωσης αποδεικνύεται ασύμφορη.

Ισχυρές αποδείξεις υπέρ της υπόθεσης Barker προήλθαν από την Ινδία. Η Ινδία είναι μια χώρα η οποία βίωσε τεράστια οικονομική ανάπτυξη στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, με αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας μεσαίας τάξης, η οποία προηγουμένως απλώς δεν υπήρχε. Οι άνθρωποι που την αποτελούν μαζί με τα προνόμια που απολαμβάνουν (αστικά διαμερίσματα, ζεστό και κρύο τρεχούμενο νερό, κλιματισμός και γεμάτο ψυγείο) μαστίζονται από μια ασθένεια του δυτικού κόσμου, τον διαβήτη τύπου 2. Μόνο που στην περίπτωση της Ινδίας η κατάσταση είναι δραματικότερη: τα ποσοστά της νόσου αφορούν το 8% του πληθυσμού, ενώ σε ορισμένες περιοχές της χώρας φθάνουν το 19%. Επιπροσθέτως, η νόσος αρχίζει από πολύ νεαρή ηλικία. Να πώς εξηγεί ο Barker το παράδοξο της Ινδίας, το γεγονός ότι η νόσος αφορά άτομα που δεν είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα, όπως συνήθως συμβαίνει σε άλλες χώρες: «Ενα υποσιτιζόμενο έμβρυο αναγκάζεται να αναζητήσει γλυκόζη. Προκειμένου λοιπόν να αυξήσει τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα, μειώνει την αποθήκευσή της στους μυς του, καθιστώντας τους ανθεκτικούς στη δράση της ινσουλίνης. Αυτό όμως που ξεκινά σαν μια έξυπνη στρατηγική στη μήτρα, μπορεί να γίνει μειονέκτημα στην ενήλικη ζωή, εφόσον οι συνθήκες αντιστραφούν. Οταν λοιπόν υπάρχει τροφική επάρκεια αλλά οι μύες δεν μπορούν να αποθηκεύσουν την περίσσεια γλυκόζης, αυτή παραμένει στην αιματική κυκλοφορία και ο διαβήτης αρχίζει, αυξάνοντας ταυτόχρονα την πιθανότητα καρδιοπαθειών και υπέρτασης».

Τα παραπάνω δείχνουν ότι πιθανότατα δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά για να αποφύγουμε κάποιες ασθένειες (εκτός ίσως από το να διατηρούμαστε σε φυσιολογικό βάρος και να ασκούμαστε), αλλά σύμφωνα με τον βρετανό επιστήμονα μπορούμε να κάνουμε πολλά για τα παιδιά και τα εγγόνια μας: «Η υγεία της μητέρας έχει άμεση επίδραση στο έμβρυο. Μην ξεχνάτε ότι το έμβρυο δεν τρέφεται μόνο μέσω της τροφής της μητέρας του, αλλά μπορεί να αποδεσμεύσει θρεπτικά συστατικά αποθηκευμένα στους ιστούς της μητέρας του. Αν τώρα σκεφθείτε ότι κάθε έμβρυο δημιουργείται από ένα ωάριο, το οποίο με τη σειρά του έχει δημιουργηθεί όταν η μητέρα του σημερινού εμβρύου ήταν έξι μηνών έμβρυο στη μήτρα της δικής της μητέρας, αντιλαμβάνεστε πόσο σημαντικό είναι για τις επόμενες γενιές να δημιουργήσουμε σήμερα τις προϋποθέσεις για υγιείς μητέρες». Πιστός στα λεγόμενά του, ο Barker έχει αρχίσει ένα πρόγραμμα σωστής σίτισης νεαρών κοριτσιών στην Ινδία. Ισως θα έπρεπε και εμείς να κάνουμε κάτι για τις νεαρές που εμπνεόμενες από τις πασαρέλες μειώνουν το φαγητό τους, κάνοντας κακό στις ίδιες και, όπως όλα δείχνουν, και στους μελλοντικούς απογόνους τους.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ