Πολλά απολιθώματα έχουν ξεχαστεί σε αποθήκες, έχουν κλαπεί από ανασκαφές, έχουν βυθιστεί σε ναυάγια. Κανένα όμως δεν έχει περιβληθεί από την αίγλη και το μυστήριο που περιβάλλει τον χαμένο αρχαιοπτέρυγα του Μάξμπεργκ. Ο σκελετός αυτός παρέμενε επί χρόνια πεισματικά κρυμμένος από τον εριστικό ιδιοκτήτη του λατομείου στο οποίο είχε ανακαλυφθεί. Οταν ο τελευταίος πέθανε, το 1991, εξαφανίστηκε.
Μόνο 11 σχετικά πλήρη απολιθώματα σκελετών αρχαιοπτέρυγος έχουν ανακαλυφθεί ως σήμερα, γεγονός το οποίο καθιστά την απώλεια του αρχαιοπτέρυγος του Μάξμπεργκ ακόμη πιο τραγική. Τα οστά του ήταν αυτά που έδειξαν ότι τα πτηνά κατάγονται από τους δίποδους αρπακτικούς δεινοσαύρους και αν μπορούσαμε να μελετήσουμε το απολίθωμα σήμερα θα μπορούσε να δώσει απαντήσεις σε μεγάλα άλυτα ερωτήματα, όπως το αν όλα τα απολιθώματα που έχουμε προέρχονται από το ίδιο είδος.
Η ιστορία του δείγματος του Μάξμπεργκ αρχίζει το 1956, όταν δύο εργάτες λατομείου λαξεύοντας ασβεστόλιθο στο Ζολνχόφεν έπεσαν επάνω σε ένα απολίθωμα το οποίο δεν μπορούσαν να αναγνωρίσουν. Δύο χρόνια αργότερα ο ιδιοκτήτης του λατομείου Εντουαρντ Οπιτς το έστειλε σε έναν γεωλόγο, ο οποίος με τη σειρά του το έστειλε στον Φλόριαν Χέλερ στο Πανεπιστήμιο του Ερλάνγκεν. Το κεφάλι και η ουρά του σκελετού έλειπαν, όμως ο Χέλερ, ως παλαιοντολόγος, διέκρινε αχνά αποτυπώματα φτερών και συνειδητοποίησε ότι επρόκειτο για έναν αρχαιοπτέρυγα.
Τότε αυτό αποτελούσε μόλις το τρίτο δείγμα που ερχόταν στο φως, οπότε το γεγονός ήταν πολύ σημαντικό. Μερικά από τα οστά είχαν σπάσει, αποκαλύπτοντας για πρώτη φορά ότι ο αρχαιοπτέρυξ είχε τα κούφια κόκαλα που καθιστούν τα σύγχρονα πουλιά αρκετά ελαφρά ώστε να μπορούν να πετάξουν. Ο δε «σαυρίσιος» προσανατολισμός των ισχίων του προσδιόρισε τους σαυρίσχιους δεινοσαύρους ως προγόνους των σύγχρονων πτηνών.
Ο Οπιτς επέτρεψε στο Μουσείο Μάξμπεργκ του γειτονικού Μορνσχάιμ να εκθέσει το απολίθωμα, παράλληλα όμως προσπάθησε να το πουλήσει. Το Μουσείο του Μονάχου ήταν πρόθυμο να καταβάλει 40.000 γερμανικά μάρκα, ο Οπιτς όμως δεν θέλησε να πληρώσει τους σχετικούς φόρους και διέκοψε τις διαπραγματεύσεις το 1965, σύμφωνα με τον παλαιοντολόγο Πέτερ Βελνχόφερ, συγγραφέα του «Arcaeopteryx: The icon of evolution». Το 1974 ο Οπιτς απέρριψε την αίτηση του κ. Βελνχόφερ να δανειστεί το δείγμα για περαιτέρω μελέτες και πήρε το απολίθωμα στο σπίτι του, όπου φημολογείτο ότι το έκρυβε κάτω από το κρεβάτι του.
Εξελισσόμενος σε έναν όλο και περισσότερο γεροπαράξενο, ο Οπιτς αρνήθηκε οποιαδήποτε πρόσβαση στο απολίθωμα. Πέθανε σε ηλικία 91 ετών στο Παπενχάιμ, όπου ζούσε μόνος του. Το απολίθωμα δεν βρέθηκε ποτέ.
Τι συνέβη λοιπόν; Είναι πιθανό ο Οπιτς να το είχε πουλήσει χρόνια πριν, σύμφωνα όμως με τον κ. Βελνχόφερ δεν υπάρχουν στοιχεία που να στηρίζουν κάτι τέτοιο. Παρ’ ότι ο παλαιοντολόγος περιγράφει πόσο «παράξενος» ήταν ο Οπιτς, κανείς δεν θεωρεί ότι κατέστρεψε το απολίθωμα. Το ενδεχόμενο κλοπής είναι πιθανό, επειδή το σπίτι έμεινε αφύλαχτο για εβδομάδες μετά τον θάνατο του Οπιτς, ωστόσο οι δύο πλάκες του απολιθώματος ήταν βαριές και ανοικονόμητες, δυσχεραίνοντας την απόδραση των κλεφτών. Κάποιοι έχουν υποστηρίξει ότι ο Οπιτς τις έκρυψε ή ότι έβαλε να τις θάψουν μαζί του.
«Εχει χαθεί εδώ και 21 χρόνια, οπότε είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι βρίσκεται σε κάποια ιδιωτική συλλογή χωρίς να το έχει μάθει κανείς» λέει ο Γκέραλντ Μάιρ του Μουσείου Ζένκενμπεργκ. Αλλοι όμως εξακολουθούν να ελπίζουν ότι έχει κλαπεί και ότι ίσως εμφανιστεί κάποια μέρα.
Οταν αρχικά οι παλαιοντολόγοι είχαν πρόσβαση στο δείγμα του Μάξμπεργκ είχαν κάνει αντίγραφά του με εκμαγεία και το είχαν μελετήσει με ακτίνες Χ. Αυτά όμως έγιναν το 1959 και η τεχνολογία της εποχής ήταν περιορισμένη. Αν το απολίθωμα βρεθεί ποτέ, ο αξονικός τομογράφος θα μπορούσε να απεικονίσει τα οστά του σε τρισδιάστατη λεπτομέρεια, ενώ η ακτινοβολία συγχρότρου θα μπορούσε να ανιχνεύσει ιχνοστοιχεία από το φτέρωμά του. Σύμφωνα με τον Φιλ Μάνινγκ του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ, το δείγμα δεν καθαρίστηκε ποτέ πλήρως από τα ιζήματα και άρα είναι πιθανό τα οστά να έχουν να αποκαλύψουν ακόμη περισσότερα μυστικά.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ