Φαινόταν από την ανύπαρκτη ουρά στην καντίνα που σε κάθε επιδαύρεια πρεμιέρα μοσχοπουλάει χοτ-ντογκ, ότι την Παρασκευή 15 Ιουλίου το Αρχαίο Θέατρο δεν θα είχε πολύ κόσμο. Οδηγούμενοι στις θέσεις μας, τα κενά στις κερκίδες ήταν πολλά, εικονογραφώντας με τον πιο στενάχωρο τρόπο τις συνέπειες της κρίσης, σε ένα περιβάλλον και σε ένα θέαμα, που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν γεμάτο.

Περίπου 2.500 θεατές χειροκρότησαν λοιπόν τους «Σκηνοβάτες» του Εθνικού σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή την Παρασκευή, ενώ την επομένη το κοινό ήταν σχεδόν το διπλάσιο. Κάποιοι αποδίδουν τη χαμηλή προπώληση και προσέλευση στο θρίλερ που είχε δημιουργηθεί μέχρι και την τελευταία στιγμή, για το αν η παράσταση θα γινόταν ή όχι, εξαιτίας των αυστηρών οικονομικών μέτρων που απειλούσαν την κάλυψη των εκτός έδρας εξόδων των ηθοποιών και όχι μόνο.

Αρκετοί από τους ντόπιους που έχουν ενοικιαζόμενα δωμάτια στη γύρω περιοχή, έκαναν λόγο για τις «πειραματικές παραστάσεις» που ανεβάζει τα τελευταία χρόνια το Εθνικό στην Επίδαυρο, κάποιες από τις οποίες είχαν γιουχαριστεί άγρια όπως οι «Πέρσες» του Γκότσεφ κι έτσι «το κοινό είναι πιο διστακτικό και επιλέγει πιο δοκιμασμένες λύσεις. Εναν Φιλιππίδη που ανεβάζει Αριστοφάνη και είναι πιο εμπορικός και θα πάει να γελάσει, τη Μήδεια σε σκηνοθεσία Αντώνη Αντύπα στις 22 και 23 Ιουλίου-εκεί περιμένουμε πολύ κόσμο, επειδή θα είναι πιο «κλασικό ανέβασμα», χωρίς δυσάρεστες ή ευχάριστες εκπλήξεις».

Και φυσικά, ας μην ξεχνάμε τον Κέβιν Σπέισι, για χάρη του οποίου το Φεστιβάλ Επιδαύρου έχει προσθέσει και τρίτη ημέρα παραστάσεων (29, 30 και 31/7). Πώς και πώς τον περιμένει η τοπική κοινωνία, να ρθει ως από μηχανής Θεός με τον σαιξπηρικό Ριχάρδο Γ’ και τη σκηνοθετική στόφα του Σαμ Μέντες, δίνοντας το φιλί της ζωής στην εφετινή πεσμένη κινητικότητα. Ηδη όλα τα καταλύματα είναι κατειλημμένα, με λίγες ελπίδες να υπάρχουν ακόμη για την Κυριακή 31 Ιουλίου.

Ολα καλά, ή έστω αναμενόμενα ως εδώ. Είναι όμως κρίμα να πέφτει σύρμα, όπως έπεσε από το πρωί του Σαββάτου της 16ης Ιουλίου, «μην κατεβείτε στην Επίδαυρο για τους Σκηνοβάτες». Μεμονωμένες και σπασμωδικές κινήσεις, που όμως προσπαθούν να επιβάλουν το γούστο ή την έλλειψη γούστου τους και σε όσους ετοιμάζονταν να ταξιδέψουν για να δουν την συγκεκριμένη παράσταση. Η οποία ήταν από τα πιο ενδιαφέροντα θεάματα που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια. Το κοινό μπορεί να ήταν αριθμητικά λίγο για τα επιδαυρικά δεδομένα, ήταν όμως πολύ ζεστό και ανοιχτό σε αυτό που έβλεπε, συμμετέχοντας με δυνατά γέλια, που δεν προέρχονταν από τις τόσο προβλέψιμες μανιέρες του «θα βάλω βρωμόλογα ανά τρία λεπτά για να χάσκουν όλοι λες και βρίσκονται στο Δελφινάριο».

Εντυπωσιακό το σκηνικό του Μανόλη Παντελιδάκη, αλλά και τα κοστούμια της Ντένης Βαχλιώτη. Επιτέλους, είδαμε επί σκηνής μία πανδαισία χρωμάτων, αλλά καλομελετημένη, χωρίς να νιώθουμε ότι μπήκαμε στο μπαζάρ του Χυτήρογλου, όπως τόσες και τόσες φορές έχουμε αισθανθεί στο παρελθόν. Το σκεπτικό της παράστασης έξυπνο και ναι, «επίκαιρο όσο ποτέ», αν και αυτό το φρικτό κλισέ ακούγεται για κάθε παράσταση που ανεβαίνει, ακόμη κι αν η ιστορία ασχολείται με κλωνοποιημένους εξωγήινους ή αγοραφοβικούς πιγκουίνους: ένα τσούρμο ηθοποιοί, «σκηνοβάτες», διαγωνίζονται στην τραγωδία και στην κωμωδία, παίζοντας το «σοβαρό» και το αστείο της ίδιας ιστορίας, με φόντο μία παρηκμασμένη Ελλάδα, που ουσιαστικά τους ωθεί στην επαιτεία.

Πολλά τα κλεισίματα του ματιού και το κείμενο εξωστρεφές και με το μέρος του θεατή: «γίνεται ένας χαμός στην πλοκή του Οιδίποδα, είναι λίγο μπερδεμένα, αλλά θα σας τα εξηγώ βήμα-βήμα» λέει ο Λαέρτης Μαλκότσης, υπέροχος ως Απολλωνίας-ενορχηστρωτής της όλης βραδιάς. Αλλά και τα σκληρά λόγια της Κασσάνδρας (Αλκηστις Πουλοπούλου / Σοφία Φιλιππίδου): «θα γεννηθεί ένα πράγμα που θα λέγεται σκηνοθέτης και θα καταδυναστεύει τον ηθοποιό. Δεν θα τον αφήνει να προτείνει τίποτα για το ρόλο, θα τον έχει με τον βούρδουλα» -πάντως στο άκουσμα αυτής της πρόβλεψης, κάποιοι έλληνες σκηνοθέτες γνωστοί στο συνάφι για τεχνικές βούρδουλα και ηγεμονικό συγκεντρωτισμό κατά τις πρόβες, γελούσαν μακάριοι με το στιγμιότυπο καθισμένοι στις πρώτες σειρές του θεάτρου, έχοντας ή όχι μυγιαστεί από τη μύγα.

Η τελευταία παρέλαση-διακωμώδηση σημείων και τεράτων που έχουν φιλοξενηθεί σε παραστάσεις της Επιδαύρου τα τελευταία χρόνια, ήταν ξεκαρδιστική για όποιους τις γνώριζε και μάλλον αλλόκοτη για όποιον δεν είχε ιδέα. Το καρπούζι που σπάει επί σκηνής από έναν «Αγαμέμνονα» σε σκηνοθεσία Αντζελας Μπρούσκου, γυναίκες με παραδοσιακή ενδυμασία που παρέπεμπαν σε δουλειές του Κώστα Τσιάνου, Ιάπωνας Οιδίποδας πάνω σε αναπηρικό καροτσάκι, η τρίγλωσση απαγγελία από τη «Μήδεια» του Ανατόλι Βασίλιεφ που είχε προκαλέσει από γιουχαρίσματα ως μούντζες και ρίψη κερμάτων, περίεργοι τονισμοί κειμένων που έκαναν τους ηθοποιούς να θυμίζουν λοβοτομημένους θεατρίνους, κτλ, κτλ. Απολαυστικός ο Νίκος Κουρής με το χαμένο βλέμμα προς το κοινό σε μία αναφορά παράστασης του Πέτερ Στάιν, απέδειξε ότι μπορεί να παίξει πολύ καλά το παιχνίδι του αυτοσαρκασμού και να βγει κερδισμένος.

Κάποιοι, παραδοσιακά, δυσανασχέτησαν με την παρουσία ξυλοπόδαρων σε ορισμένα σημεία της παράστασης, σχολιάζοντας ότι «έκαναν την Επίδαυρο τσίρκο». Ηταν όμως τόσο ωραίες αισθητικά εικόνες, ειδικά όταν εισέβαλε στη σκηνή ο υπερυψωμένος Δίας με μακρύ κόκκινο χιτώνα, χρυσή μάσκα αντί για πρόσωπο και μία φωνή που επαναλάμβανε τις βρώμικες ορέξεις που είχε συνεχώς στο μυαλό του ο πατέρας των θεών, σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία. Σίγουρα υπήρχαν σημεία της παράστασης που θύμιζαν εσωτερικά αστεία, τα οποία απευθύνονται σε ένα κοινό πιο εξειδικευμένο, αλλά και σε ανθρώπους του χώρου, κριτικούς θεάτρου, ηθοποιούς και σκηνοθέτες. Ομως στο σύνολό της δεν χάνει το στόχο της, που είναι να μιλήσει με τρόπο άμεσο, κωμικοτραγικό και καρτουνίστικο, για το πόσο δυσκολεύει καθημερινά να σκηνοβατείς, είτε ως ηθοποιός, είτε ως κοινός θνητός, στο παλκοσένικο της ζωής σου.

Η παράσταση του Εθνικού με πρωταγωνιστές όπως οι Σοφία Φιλιππίδου, Νένα Μεντή, Ελένη Κοκκίδου, Τάνια Τρύπη, Μάκης Παπαδημητρίου, Θανάσης Αλευράς, Ευαγγελία Μουμούρη, που ήταν ο ένας καλύτερος απ’ τον άλλο, βγαίνει απ’ το περίγραμμα όχι για να μουτζουρώσει, αλλά για να ζωγραφίσει πιο ελεύθερα. Φυσικά, σε μία Επίδαυρο που αντηχεί ακόμη από τα χάχανα όσων ξεκαρδίζονται στο άκουσμα βωμολοχιών που συνήθως ακούμε σε μαγνητοσκοπημένες επιθεωρήσεις που προβάλλει ο ΑΝΤ1 και το STAR κάτι σκοτωμένα καλοκαιρινά Σαββατόβραδα, κανείς δεν ξέρει τί τελικά χωράει και τί όχι.