Το «σουηδικό μοντέλο» γυρίζει σελίδα





Οι Σουηδοί γύρισαν σελίδα την περασμένη Κυριακή, σκορπίζοντας παντού αγωνία για την τύχη του περίφημου «σουηδικού μοντέλου» τους, αλλά ο νικητής των εκλογών και εντολοδόχος πρωθυπουργός Φρέντρικ Ράινφελντ είναι αρκετά καθησυχαστικός: το μοντέλο δεν κινδυνεύει, διακηρύσσει. Απλώς χρειάζεται εκσυγχρονισμό και προσαρμογή στα σημερινά δεδομένα. Με αυτό το σύνθημα και με την υπόσχεση για καλύτερες ημέρες προς όσους δεν έχουν δουλειά, ο μόλις 41 ετών Ράινφελντ έστειλε στην αντιπολίτευση τους Σοσιαλδημοκράτες – που κυβερνούν, με μικρά διαλείμματα, τη Σουηδία από το 1932- και τον επί δεκαετία πρωθυπουργό Πέρσον στο σπίτι του. Δεν είναι μικρό κατόρθωμα αυτό για έναν πολιτικό που μέσα σε λίγα χρόνια αναμόρφωσε το τοπίο στη συντηρητική παράταξη και οδήγησε το κόμμα του – των Μετριοπαθών – στο πολιτικό Κέντρο, από τη Δεξιά όπου βρισκόταν. Νέος, επικοινωνιακός, καλός οικογενειάρχης, ο Ράινφελντ πρότεινε στους Σουηδούς κάτι καινούργιο και διαφορετικό από αυτό στο οποίο είχαν συνηθίσει επί τόσα χρόνια. Και τα κατάφερε! Μένει τώρα να αποδείξει ότι μπορεί να συνδυάσει τις βασικές αρχές του «σουηδικού μοντέλου» με τις φιλελεύθερες εξαγγελίες του.


Το βασικό συμπέρασμα από τις εκλογές της περασμένης Κυριακής στη Σουηδία είναι ότι οι ψηφοφόροι κουράστηκαν από την πολλή… σοσιαλδημοκρατία και θέλησαν να δοκιμάσουν την άλλη πλευρά, που, είναι αλήθεια, δεν την έχουν γνωρίσει σχεδόν καθόλου. Από το 1932 ως σήμερα, το μεγάλο και ιστορικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της χώρας βρίσκεται διαρκώς στην εξουσία, με εξαίρεση μία περίοδο εννέα ετών κατά την οποία κυβέρνησαν συντηρητικά κόμματα – χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία ομολογουμένως. Ο ηγέτης των Κόμματος των Μετριοπαθών Φρέντρικ Ράινφελντ τέθηκε επικεφαλής ενός συνασπισμού τεσσάρων κεντροδεξιών κομμάτων, ο οποίος κατέλαβε τις 178 από τις 349 έδρες του σουηδικού κοινοβουλίου και οδήγησε τους Σοσιαλδημοκράτες – που με ποσοστό 35,3% παραμένουν το μεγαλύτερο κόμμα στη χώρα – στα έδρανα της αντιπολίτευσης.


Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η εξέλιξη αυτή είναι άδικη για τους Σοσιαλδημοκράτες, που μέσα στα δέκα χρόνια που κυβερνούν με πρωθυπουργό τον ΓκόρανΓιόραν, όπως προφέρουν το όνομα οι Σουηδοί) Πέρσον οδήγησαν τη σουηδική οικονομία σε θεαματική ανάκαμψη. Από τη μεγάλη κρίση της δεκαετίας του 1990, με το τεράστιο έλλειμμα, οι Σουηδοί απολαμβάνουν σήμερα έναν από τους μεγαλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης στην ΕΕ (3,4% εφέτος) και, φυσικά, το απαράμιλλο κράτος προνοίας, που έχει γίνει κάτι σαν… σήμα κατατεθέν της χώρας τους, μαζί με τα αυτοκίνητα της Volvo και τα έπιπλα της Ikea. Ενα κράτος προνοίας όμως τόσο ακριβό που καθιστά την οικονομία όμηρο της φορολογίας. Με βάση τα σημερινά δεδομένα, το μερίδιο των φόρων στο σύνολο της οικονομίας ξεπερνά σήμερα το 50% – ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στον δυτικό κόσμο. Ενα άλλο πρόβλημα που δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν οι Σοσιαλδημοκράτες είναι αυτό της ανεργίας. Παρ’ όλο που το ποσοστό, με βάση τα επίσημα στοιχεία, βρίσκεται στο 5,7%, η πραγματική ανεργία ίσως είναι τριπλάσια, γιατί στα στατιστικά στοιχεία δεν περιλαμβάνονται οι… κατ’ επάγγελμα άνεργοι – αυτοί δηλαδή που γίνονται αποδέκτες των γενναιόδωρων επιδομάτων που φθάνουν σήμερα το 80% του μισθού τους.


Ο Ράινφελντ υπόσχεται αλλαγές, αλλά όχι τέτοιες που να αλλοιώνουν τον χαρακτήρα του «σουηδικού μοντέλου». Υπόσχεται νέες θέσεις εργασίας και ενίσχυση της επιχειρηματικότητας. Υπόσχεται μείωση των φόρων και των εισφορών των εργοδοτών. Πού θα βρει τα λεφτά για όλα αυτά; Κατ’ αρχάς από τη μείωση των επιδομάτων ανεργίας στο 70% του μισθού αρχικά, με στόχο αργότερα το 65%. Δεύτερον, από την πώληση των συμμετοχών του κράτους σε μεγάλες εταιρείες υπολογίζει ότι θα γεμίσει τα ταμεία με ρευστό χρήμα, που το υπολογίζει σε 20 εκατομμύρια ευρώ. Στον κατάλογο των εταιρειών αυτών περιλαμβάνονται η αεροπορική SAS, η Telia Sonera από τον κλάδο των τηλεπικοινωνιών, η τράπεζα Nordea και η ΟΜΧ, που διαχειρίζεται τα χρηματιστήρια της σκανδιναβικής ζώνης. Ο Ράινφελντ έχει επίσης εξαγγείλει την κατάργηση του φόρου ιδιοκτησίας (1%) και τη μείωση στο μισό του φόρου εισοδήματος για όσους αμείβονται με λιγότερο από 3.500 ευρώ τον μήνα. Λέει ακόμη ότι θα μειώσει τις εργοδοτικές εισφορές για τους νεοπροσλαμβανομένους, σε μια προσπάθεια να τονώσει την αγορά εργασίας.


Στο στόχαστρο του νέου πρωθυπουργού της Σουηδίας θα βρεθούν και τα επιδόματα ασθενείας και αναπηρίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, η Σουηδία εμφανίζει τις περισσότερες απουσίες από την εργασία για λόγους ασθενείας. Η αιτία βρίσκεται στο χαλαρό σύστημα χορήγησης των αναρρωτικών αδειών, το οποίο υπόσχεται ότι θα αλλάξει ο νέος πρωθυπουργός. Ενώ σήμερα ο εργαζόμενος μπορεί να προσκομίσει το χαρτί του γιατρού ύστερα από μία εβδομάδα, με τις νέες ρυθμίσεις θα πρέπει να το κάνει από την πρώτη ημέρα της ασθενείας του. Είναι λοιπόν εμφανής η προσπάθειά του να διορθώσει τα κακώς κείμενα του συστήματος και παράλληλα να χαλαρώσει τους όρους της αγοράς εργασίας. Ο Ράινφελντ εμφανίζεται περισσότερο φιλοευρωπαίος από τον μάλλον αδιάφορο στο θέμα αυτό Πέρσον, ενώ έχει κάνει και κάποιες νύξεις για τον τερματισμό της σουηδικής ουδετερότητας στον τομέα της άμυνας και το ενδεχόμενο να ενταχθεί κάποια στιγμή η χώρα στο ΝΑΤΟ.


Οι Σοσιαλδημοκράτες, που σημείωσαν το χειρότερο εκλογικό τους αποτέλεσμα από την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ετοιμάζονται για αλλαγή ηγεσίας, μετά την απόφαση του Πέρσον να αποχωρήσει τον ερχόμενο Μάρτιο. Οι δημοσκοπήσεις θεωρούν φαβορί τη σημερινή επίτροπο στην ΕΕ Μάργκοτ Βάλστρομ, αλλά η ίδια δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να εγκαταλείψει τις Βρυξέλλες. Ως το έκτακτο συνέδριο του κόμματος όμως πολλά μπορούν να συμβούν.


Ικανός, νέος και καλός οικογενειάρχης


Γεννημένος το 1965, ο Φρέντρικ Ράινφελντ αποτελεί τυπικό δείγμα των κομματικών μηχανισμών, που δίνουν την ευκαιρία σε νέα και άφθαρτα πρόσωπα να αναδειχθούν μέσα από τη νεολαία και τα όργανα. Γόνος ευκατάστατης μεσοαστικής οικογένειας, ο Ράινφελντ είναι ο μεγαλύτερος από τους τρεις γιους του Μπρούνο και της Μπριγκίτα Ράινφελντ. Και οι δύο γονείς του έκαναν καριέρα ως σύμβουλοι επιχειρήσεων· ο πατέρας του εργάστηκε μάλιστα για ένα διάστημα στη Shell στο Λονδίνο και η οικογένεια μετακόμισε στην Αγγλία.


Ο νεαρός Φρέντρικ έπαιζε μπάσκετ στο σχολείο και ήταν αρκετά δραστήριος στα μαθητικά συμβούλια. Από τα 18 του είχε ενταχθεί στη Νεολαία του Κόμματος των Μετριοπαθών, ενός κόμματος που είχε τότε πολύ πιο δεξιό χαρακτήρα από αυτόν που έχει σήμερα. Σπούδασε Οικονομικά στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης και αμέσως μετά την αποφοίτησή του εξελέγη βουλευτής στο κοινοβούλιο. Ηταν η χρονιά (1991) που κέρδισε τις εκλογές ο συντηρητικός συνασπισμός υπό τον Καρλ Μπιλντ και η Σουηδία έκανε το δεξιό της διάλειμμα. Ενα διάλειμμα που την οδήγησε στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η οικονομική κρίση και η ήττα του Μπιλντ στις εκλογές του 1994 έδωσαν την ευκαιρία στον Ράινφελντ να αμφισβητήσει την ηγεσία και να εγγράψει αρχηγικές υποθήκες για το μέλλον.


Η νέα ήττα των Μετριοπαθών στις εκλογές του 2002 και η αποχώρηση του διαδόχου του Μπιλντ, Μπο Λούντγκρεν, ανέδειξαν στην εξουσία του κόμματος τον Ράινφελντ, ο οποίος στα τρία χρόνια που είναι αρχηγός του το έστριψε προς το Κέντρο και, κατά τα πρότυπα του Μπλερ, έβαλε και τη λέξη «Νέοι» στον τίτλο του. Οι «Νέοι Μετριοπαθείς» του Ράινφελντ συνεργάστηκαν στις εφετινές εκλογές με τρία συντηρητικά κόμματα σε μια πλατφόρμα νίκης, τη «Συμμαχία για τη Σουηδία», που υπόσχεται να επανεφεύρει το «σουηδικό μοντέλο». Πολλοί τον παρομοιάζουν με τον Μπλερ, άλλοι με τον νέο αρχηγό των βρετανών Συντηρητικών Ντέιβιντ Κάμερον και κάποιοι άλλοι με τον Μπιλ Κλίντον – με τον τελευταίο επειδή και η σύζυγός του Φιλίππα ασχολείται και αυτή με την πολιτική και συγκεκριμένα με την Τοπική Αυτοδιοίκηση στο προάστιο Τέμπι της Στοκχόλμης, όπου διαμένει η οικογένεια Ράινφελντ. Το ζευγάρι έχει τρία μικρά παιδιά.