Η επισήμανση έγινε μετά πάσης δημοσιότητος τέτοια εποχή, πριν από έναν χρόνο περίπου, και αυτουργός ήταν ένας προβληματισμένος γερμανός βουλευτής: «Γίνεται κάθε μέρα όλο και πιο φανερό ότι η καγκελάριός μας στερείται χαρίσματος». Μπορεί να έφταιγε και η μελαγχολία μιας βροχερής φθινοπωριάτικης μέρας στο Βερολίνο, αλλά για να το λέει έτσι, χωρίς στρογγυλέματα, ο εντιμότατος σίγουρα θα θυμάται κάποια εποχή όπου πολλοί χριστιανοδημοκράτες και αρκετοί αναποφάσιστοι θα πίστωσαν την Ανγκελα με τη σφραγίδα της δωρεάς. Πότε, όμως; Για όποιον θυμάται, η Φροϋλάιν από παλιά ήταν το παραδειγματικό πορτρέτο γερμανίδας σπιτονοικοκυράς σε μεσοπολεμικούς φοιτητικούς κοιτώνες, ανατολικά του Τείχους – με θωριά κατά προτίμηση μαραζωμένη, ασύμμετρα καμπυλόσχημη, ενδυματολογικά μετεξεταστέα. Μετά ανασκουμπώθηκαν οι εικονοπλάστες και την έκαναν πιο αγνώριστη κι απ’ τον Μάικλ Τζάκσον. Ισως τότε. Δεν θέλουμε να υποτιμήσουμε τη φίλη και σύμμαχο, αλλά η περίπτωσή της, σχολιασμένη όπως σχολιάστηκε από τον κοινοβουλευτικό συμπατριώτη της, και με τη συνδρομή της επικαιρότητας, μας παρακινεί να αναψηλαφήσουμε τα στοιχεία του φακέλου «χάρισμα».
Ο όρος (από τα επίζηλα «κλοπιμαία» της ελληνικής που έλαβαν τεχνική εξειδίκευση από τους «λεξιπένητες» της Εσπερίας) ξεκίνησε, όσο ξέρω, την καριέρα του στη μεταφυσική ιονόσφαιρα και χρησιμοποιήθηκε από τη θεολογία για να απογράψει τους εκλεκτούς της θείας χάριτος – χαιρέτωσαν οι κεχαριτωμένοι. Για την εγκόσμια βεβήλωσή του υπόλογος είναι ο γερμανός κοινωνιολόγος Max Weber που τον χρησιμοποίησε για να συντομογραφήσει άτομα με ιδιάζουσα ηγετική ικανότητα και προσωπική ακτινοβολία. Αν ο Weber δεν έχει κατά νου τον Αλέξανδρο ή τον Βοναπάρτη, μιλάει μάλλον για πολιτικούς, «ανθρώπους του πεπρωμένου, που χαρακτηρίζονται χαρισματικοί από τους οπαδούς τους επειδή είναι προορισμένοι να εκπληρώσουν μια υψηλή αποστολή» (ορισμός κάποιου Tabel, αγνώστων λοιπών στοιχείων). Είναι προφανές ότι, παρά την εκκοσμίκευσή του, ο όρος διατηρεί ακόμη τα σημάδια της μυστηριακής του καταγωγής, και γι’ αυτό ακριβώς κάποιοι αναρωτιούνται αν το χάρισμα είναι γενέθλιο «μπόνους» ή προκύπτει καθ’ οδόν.
Ετσι κι αλλιώς το ζήτημα είναι δυσδιάγνωστο. Σήμερα στην Αμερική ακόμη και ορισμένα από τα πιο φανατικά ρεπουμπλικανικά τζάκια έχουν συμβιβαστεί με την ιδέα ότι ο Μπιλ Κλίντον είχε χάρισμα, αλλά ανάμεσα στο «επειδή απέπνεε κάτι ακαταμάχητο» (όπως διαβεβαιώνουν πολλοί, ανάμεσά τους και η Μόνικα) και στο «επειδή θύμιζε τον Τζον Κένεντι» υπάρχει υπολογίσιμη απόσταση. Οι ευσεβείς του Προνοιακού Σχεδιασμού δεν θα δεχτούν ποτέ ότι το χάρισμα μπορεί τελικά να είναι το γινόμενο του κοινού «σεξ απίλ» πολλαπλασιασμένου επί την πλανηταρχική εξουσία· ή ότι είναι παραπροϊόν συγκριτικών συνειρμών που θα μπορούσαν να είναι έωλοι και υποβολιμαίοι. Θα πρέπει, ωστόσο, να το ξανασκεφτούν αν συμβεί, όπως είναι εξαιρετικά πιθανό, να ανακηρυχτεί χαρισματικό το καινούργιο αφεντικό της Γαλλίας, μόνο και μόνο επειδή του λείπει μπόι, δεν είναι καταγωγικά καθαρόαιμος Γαλάτης και έχει συζυγικά ντέρτια – δηλαδή ακριβώς όπως και ο Ναπολέων. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η αναδρομική χρήση του επίμαχου όρου. Στη Βρετανία πολλοί αναγνώρισαν στον Τόνι Μπλερ πειστικό, μέχρι και σαγηνευτικό, «στιλ» ηγεσίας, αλλά λίγοι τον είπαν χαρισματικό όσο έδρευε στο 10 της οδού Ντάουνινγκ. Τώρα που ο νέος ένοικος μοιάζει να έχει έλλειμμα «τσαχπινιάς», ο Τόνι κυκλοφορεί με την επίζηλη δαχτυλιά της μοίρας στο μέτωπο.
Τι είναι αυτό που το λένε χάρισμα; Το έχει, λέει, ο Νέλσον Μαντέλα – σεβαστό ενδεχόμενο, εκτός κι αν είναι η μειλίχια μετριοπάθεια, η συναινετική αγαθότητα και το (σχεδόν) ισόβιο κελί που, στον τόσο σπάνιο και μαρτυρικό συνδυασμό τους, σου ζητούν να συγκεφαλαιώσεις την προσωπικότητά του με τρόπο που δεν θα μοιάζει κοινόχρηστος ή κοινότοπος. Αλλά το έχει, λέει, και ο Ντέιβιντ Μπέκαμ – εξίσου σεβαστό και αρκούντως μυστηριακό, αν σκεφτείς ότι άλλοι από το σινάφι του εκτελούσαν μεγαλοφυέστερα «φάουλ» χωρίς ποτέ να γίνουν λιτανευόμενα «εικονίσματα» σε Δύση και Ανατολή. Δεν το έχει, όμως, ο συγκαιρινός Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, ο Μπαν Κι Μουν (το παραδέχονται ακόμη και οι θαυμαστές του, λέει το ρεπορτάζ που έχω μπροστά μου), αλλά προτείνω να μην προβληματιστούμε για τη συγκεκριμένη περίπτωση.
Προφανώς υπάρχουν πολλοί που δεν θα συμφωνούσαν να αντικατασταθεί η παρηγορητική θαλπωρή του χαρισματικού νυμφίου με μια άχαρη σειρά από ορθολογικές και αποδομητικές εκδοχές. Αυτός που δηλώνει «αφήστε να σας κυβερνήσει ο τάδε, και θα ευτυχήσετε» ενσυνείδητα ή ανεπίγνωστα ανακυκλώνει κάτι από το ανεκλάλητο μυστήριο της πεπρωμένης αποστολής που έχει ανατεθεί «κεκλεισμένων των θυρών» στον έναν και αναντικατάστατο. Σεβαστό, αλλά η εποχή, με την «custom made» επικοινωνιολογία, την εικονική της ταχυδακτυλουργία και τα οικουμενικώς μετακυλιόμενα «σάουντ μπάιτ», υποθάλπει δυσπιστία, κάποτε και απροκάλυπτο κυνισμό, απέναντι στην παραδοσιακή οντολογία του χαρίσματος και του χαρισματικού. Αλλωστε, στις μέρες μας πολλοί θα αναρωτιούνται μήπως το χάρισμα είναι «παρενέργεια» του χρίσματος, του ονόματος ή της συνωνυμίας – και, αν πρέπει να το δούμε και έτσι, ο ορισμός του Tabel (αγνώστων λοιπών στοιχείων, ακόμη) που παραθέσαμε πιο πάνω θα μπορούσε να αφορά τον Μαχάτμα Γκάντι αλλά, λανσαρισμένος εν έτει 1938, ήταν εξαιρετικά αφιερωμένος στον χαρισματικό (με ή χωρίς εισαγωγικά που θα έλεγε και ο Λαλιώτης) Αδόλφο Χίτλερ.
Δεν ξέρω αν υπάρχουν χαρισματικοί, θα έτεινα, ωστόσο, να πιστέψω ότι κάποιοι σαφώς δεν μοιάζουν να είναι. Τέτοιος, λέει, ήταν ο παλιός βρετανός πρωθυπουργός, ο Κλίμεντ Ατλι· και ήταν τόσο α-χαρισματικός που τελικά διέθετε, όπως διέδιδαν οι αντίπαλοί του, άφθονο «amsirac». Διαβάστε το «charisma» αντίστροφα, και συνεννοηθήκαμε.
Ο κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.