Αραγε η κρίση των τροφίμων, η οποία απειλεί εκατομμύρια ανθρώπους στον κόσμο, θα αμβλυνθεί ή θα επιδεινωθεί με τον καιρό; κανένα από τα δύο σενάρια δεν αποκλείεται.

Η πρόσφατη αύξηση στις τιμές των ειδών διατροφής οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε προσωρινά προβλήματα, όπως η ξηρασία στην Αυστραλία, την Ουκρανία και αλλού. Παρά το γεγονός ότι η ανάγκη αντιμετώπισης αυτού του φαινομένου είναι επιτακτική, η παρούσα σοβαρή κρίση φαίνεται ότι ενδεχομένως θα τερματιστεί. Ωστόσο, πίσω της κρύβεται ένα βασικό πρόβλημα το οποίο θα οξυνθεί, εκτός αν το παραδεχθούμε και προσπαθήσουμε να το αντιμετωπίσουμε.

Πρόκειται για την ιστορία των δύο κόσμων. Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή της ιστορίας, μια χώρα με πολλούς φτωχούς ξαφνικά βιώνει μια ταχεία οικονομική ανάπτυξη, αλλά μόνο οι μισοί πολίτες επωφελούνται από τη νέα κατάσταση. Οι πλούσιοι ξοδεύουν μεγάλο μέρος των αυξημένων τους εσόδων στην αγορά τροφίμων, με αποτέλεσμα οι τιμές να εκτοξεύονται στα ύψη. Οι φτωχοί, από την πλευρά τους, έρχονται αντιμέτωποι με τις υψηλές τιμές στα είδη διατροφής. Εφόσον όμως τα έσοδά τους δεν έχουν αυξηθεί αρχίζουν να πεινούν. Τέτοιου είδους τραγωδίες συμβαίνουν επανειλημμένως στον κόσμο.

Ενα ενδεικτικό παράδειγμα είναι ο λιμός στη Βεγγάλη το 1943, κατά τη διάρκεια των τελευταίων ημερών της βρετανικής κυριαρχίας στην Ινδία. Οι φτωχοί που ζούσαν στις πόλεις- ειδικά στην Καλκού τα- είδαν τα έσοδά τους να αυξάνονται με γοργούς ρυθμούς, ενώ οι φτωχοί της υπαίθρου έπρεπε να αντεπεξέλθουν στις υψηλές τιμές με έσοδα που είχαν αυξηθεί στο ελάχιστο.

Η εσφαλμένη κυβερνητική πολιτική μεγάλωσε ακόμη περισσότερο τον διχασμό. Οι Βρετανοί ήταν αποφασισμένοι να προλάβουν το κύμα δυσαρέσκειας στις πόλεις κατά τη διάρκεια του πολέμου, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση να αγοράσει είδη διατροφής από τα χωριά και να τα πωλήσει στις πόλεις. Η κίνηση αυτή προκάλεσε περαιτέρω αύξηση των τιμών των τροφίμων. Οι φτωχοί στα χωριά πείνασαν. Περίπου δύο-τρία εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν σε εκείνο τον λιμό.

Δικαίως γίνεται πολύ συζήτηση για το χάσμα μεταξύ των «εχόντων» και των «μη εχόντων». Ωστόσο υπάρχει και ένας εσωτερικός διχασμός των φτωχών σε εκείνους που βίωσαν την οικονομική ανάπτυξη και στους άλλους. Η ταχεία οικονομική ανάπτυξη σε χώρες όπως η Κίνα, η Ινδία και το Βιετνάμ τείνει να οδηγήσει σε αύξηση της ζήτησης για τρόφιμα. Αυτό από μόνο του είναι εκπληκτικό και αν αυτές οι χώρες κατάφερναν να μειώσουν τις οικονομικές ανισότητες στο εσωτερικό τους εκείνοι που « έμειναν πίσω» δεν θα πεινούσαν.

Η ανάπτυξη αυτή, ωστόσο, ασκεί πιέσεις στην παγκόσμια αγορά, ορισμένες φορές μέσω της αύξησης των εισαγωγών αλλά και μέσω των περιορισμών ή των απαγορεύσεων στις εξαγωγές προκειμένου να ελεγχθεί η αύξηση στις τιμές των τροφίμων στις εξαγωγικές χώρες, όπως συνέβη πρόσφατα με την Ινδία, στην Κίνα, στο Βιετνάμ και στην Αργεντινή. Εκείνοι που έχουν πληγεί σοβαρά είναι οι φτωχοί, και ιδιαίτερα της Αφρικής.

Υπάρχει επίσης και η εκδοχή της υψηλής τεχνολογίας στην ιστορία των δύο κόσμων. Γεωργικά προϊόντα, όπως το καλαμπόκι και η σόγια, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή αιθανόλης που προορίζεται για καύσιμη ύλη. Ετσι, το στομάχι των πεινασμένων ανταγωνίζεται τα ρεζερβουάρ των αυτοκινήτων. Η εσφαλμένη κυβερνητική πολιτική διαδραματίζει και εδώ τον δικό της ρόλο.

Το 2005 το αμερικανικό Κογκρέσο άρχισε να υποστηρίζει ανοιχτά την εκτεταμένη χρήση αιθανόλης για την παραγωγή καυσίμου. Ο νόμος αυτός οδήγησε σε ανάπτυξη την αγορά καλαμποκιού στις ΗΠΑ, αλλά οι καλλιέργειες χρησιμοποιούνταν πλέον για την παραγωγή καυσίμων και όχι τροφίμων. Η χρήση των βιοκαυσίμων προσφέρει ελάχιστα στην αντιμετώπιση της υπερθέρμανσης του πλανήτη και της περιβαλλοντικής κρίσης και γι΄ αυτό η λήψη μέτρων είναι απαραίτητη: θα έπρεπε να περιοριστεί, αντί να επιδοτείται και να προωθείται.

Η παγκόσμια κρίση στα είδη διατροφής είναι το αποτέλεσμα μιας αυξανόμενης ζήτησης και πρέπει να αντιμετωπιστεί με την αύξηση της παραγωγής τροφίμων, η οποία μπορεί να επιτευχθεί με τη μέγιστη δυνατή συνεργασία των χωρών σε παγκόσμιο επίπεδο. Ευτυχώς, η αύξηση του πληθυσμού γίνεται με πιο βραδείς ρυθμούς και υπάρχουν αδιάψευστες ενδείξεις ότι η χειραφέτηση των γυναικών μπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω μείωση των ρυθμών.

Η πρόκληση είναι να διαμορφώσουμε αποτελεσματικές πολιτικές προκειμένου να αντιμετωπίσουμε τις συνέπειες μιας εξαιρετικά ασύμμετρης επέκτασης της παγκόσμιας οικονομίας. Χρειάζονται άμεσα εσωτερικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις σε πολλές χώρες με χαμηλό ρυθμό ανάπτυξης, ωστόσο υπάρχει μεγάλη ανάγκη και για περισσότερη συνεργασία και επικουρία σε παγκόσμιο επίπεδο.

Ενα είναι το πρώτο μας μέλημα: να κατανοήσουμε τη φύση του προβλήματος.

Ο κ. Αμάρτια Σεν είναι καθηγητής Οικονομίας και Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Το 1998 τιμήθηκε με το Νομπέλ Οικονομίας.

Είναι ο συγγραφέας του βιβλίου «Ταυτότητα και Βία: Η αυταπάτη του Πεπρωμένου».