Τον τελευταίο καιρό το παίζω μετακινούμενος. Απόδειξη διπλή: απριλιανή έξοδος – είσοδος στη Θεσσαλονίκη· μαγιάτικη έξοδος – είσοδος στη Δράμα. Αφορμή της πρώτης, τα δύο βιβλιάρια της σειράς «Γραφή και Ανάγνωση» και «Η πεζογραφία του Γιώργου Χειμωνά», που βρήκαν θερμή υποδοχή, στο νέο βιβλιοπωλείο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης, με γενναιόδωρο ξενιστή τον Γιώργο Κορδομενίδη και ιδανική συνομιλήτρια τη Σοφία Νικολαΐδου. Αφορμή της δεύτερης, η εγκάρδια πρόσκληση του Βασίλη (στοιχεία ταυτότητας έπονται), όπου ακούστηκε η μετάφραση της έκτης ιλιαδικής ραψωδίας μπροστά σε πυκνό και πρόθυμο ακροατήριο – θα επανέλθω.
Προηγουμένως όμως δυο λόγια (και περισσότερα) για τη φιλόξενη πόλη της Δράμας, τα δασικά της περίχωρα και την καλή παρέα της. Αυθόρμητος ξεναγός, αυτοκίνητος και πεζός, στο εσωτερικό της πόλης (μοιρασμένης στο παλιό και στο νέο διαμέρισμα, με δυο μεγάλα πάρκα, άφθονα νερά, εύρωστα πλατάνια, στέρεες ακόμη καπνοθήκες και ωραία αρχοντικά, όσα αντιστάθηκαν στην αντιπαροχή) ο Βασίλης Τσιαμπούσης· πολιτικός μηχανικός, δημοτικός σύμβουλος και γόνιμος συγγραφέας.
Με πέντε, αν μετρώ καλά, μέχρι στιγμής συλλογές διηγημάτων («Νεφέλη» 1988, «Κέδρος»1993, 1996, 2000, «Πατάκης» 2004), που καλύπτουν χρονικό άνυσμα είκοσι χρόνων, και το λεύκωμα «Δόξα Δράμας 1918-1965). Στην τελευταία συλλογή (υπό τον τίτλο «Να σ’ αγαπάει η ζωή», περιέχει δεκατρία διηγήματα), αναγνωρίζονται ωριμότερες οι αφηγηματικές του αρετές, τόσο στα ευσύνοπτα διηγήματα (παράδειγμα το εναρκτήριο «Καπέλο», κείμενο εξαιρετικής οικονομίας, συσπειρωμένο σε ένα δραστικό υπαινιγμό) όσο και στα διεξοδικότερα (παράδειγμα «Το γατάκι», επεισοδιακό διήγημα σε μορφή σχεδόν νουβέλας, γραμμένο με εύφορο χιούμορ και υπόκωφη ειρωνεία – προσφέρεται σίγουρα για ευθύβολο κινηματογραφικό σενάριο).
Και πάμε στα δασικά περίχωρα, στο κατάφυτο όρος Ροδόπη, το πιο ρωμαλέο κι ωραίο που είδα στη ζωή μου, μοιράζοντας τον νομό στα βόρεια και στα νότια μέρη του. Εδώ είχα τύχη βουνό, γιατί ξεναγός ήταν ο Κώστας Βιδάκης, μυημένος από νωρίς στη φωτογραφική τέχνη, αφοσιωμένος τα τελευταία χρόνια στη Δασονομία, δάσκαλος τώρα στο οικείο τμήμα του τοπικού ΤΕΙ. Αυτό δεν ήταν απλή ξενάγηση αλλά μύηση στα μυστικά του έμφυτου δάσους: δέντρα, πετρώματα, φυτά, λούλουδα, ρέματα και καταρράχτες. Κορυφαία στιγμή της επίσκεψης: η θέα του ασύγκριτου καταρράκτη της Αγίας Βαρβάρας περίπου στα μισά της Ροδόπης. Γεννημένος ο Βιδάκης στη Γερμανία, μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, στάθμευσε το 1985 στην Αθήνα, για να ριζώσει το 1987 στη Δράμα, αποτυπώνοντας πια εξ επαφής επίγεια και υπόγεια σήματα της Ροδόπης. Δείγμα της σωματικής αυτής ενόρασης είναι το δίγλωσσο λεύκωμα «Ορεία Κρύσταλλος» (Δράμα, 2003), που απεικονίζει τον μαγικό κόσμο της ορεινής περιοχής, με ποιητική υπόκρουση του Γιώργου Κασαπίδη.
Καταλήγω τώρα στην προγραμματισμένη εκδήλωση: βράδυ Παρασκευής, 9 του μηνός· οργανωμένη από την Πολιτιστική Επιχείρηση Δράμας· πραγματοποιημένη στο νεόκτιστο, άρτια εξοπλισμένο, Ωδείο της πόλης, αξιοζήλευτο για την αρχιτεκτονική του ρύθμιση, μέσα και έξω. Εκεί ακούστηκε, πρώτη φορά δημοσία, η μετάφραση της έκτης ιλιαδικής ραψωδίας, ελπίζοντας να ευδοκιμήσουν ο ακροαματικός ρυθμός, η διαβαθμισμένη θερμοκρασία, η φωνητική εναλλαγή, προπαντός ο ανοιχτός ορίζοντας της μετάφρασης, από τον οποίο εξαρτάται η διαθεσιμότητά της. Ριψοκίνδυνο πείραμα, που ευοδώθηκε χάρη στη νοητική και συγκινησιακή συμμαχία των προσηλωμένων ακροατών. Ανάμεσα στους οποίους υπήρξαν δόκιμοι δάσκαλοι, ντόπιοι και καβαλιώτες ποιητές και πεζογράφοι, φανατικοί βιβλιόφιλοι, γυρεύοντας να συνεχιστεί η αρχινισμένη συζήτηση το απόγεμα της άλλης μέρας. Διπλασιάστηκε έτσι η δόση της συνομιλίας, με απρόβλεπτες τώρα ερωτήσεις και αποκρίσεις, που δύσκολα απογράφονται.
Ευκολότερα αντιγράφεται η έξοχη παρομοίωση στο τέλος της έκτης ιλιαδικής ραψωδίας, εικονίζοντας την έξοδο του Πάρη στο πεδίο της μάχης, ύστερα από το φιάσκο της μονομαχίας του με τον Μενέλαο, τον παρασυζυγικό ερωτικό του κορεσμό και την αυτόβουλη θλίψη του: Πώς ξαφνικά ένα σταματημένο άτι, που χόρτασε σανό/στον στάβλο, σπάζει τώρα τα χάμουρα και πηλαλάει σαν φτερό/στον κάμπο, λούζεται στα νερά καλλίρροου ποταμού, καμαρωτό μετά κρατά ψηλά την κεφαλή του-, /οι χαίτες γύρω από τις πλάτες ανεμίζουν, κι έτσι περήφανο κι ωραίο, /τα γόνατά του γρήγορα το φέρνουν στις γνώριμες ιπποβοσκές· / ίδιος κι ο Πάρης, του Πριάμου ο γιος, από τα Πέργαμα κατέβαινε/λαμπρός, μέσα στα όπλα του σαν ήλιος, /πηγαίνοντας ανάλαφρα με πόδια φτερωμένα.
Τα ξαναλέμε σε δυο βδομάδες. Στο μεταξύ προβλέπεται τρίτη έξοδος – είσοδος, πολύ πιο μακρινή αυτή.



