Πριν από λίγα χρόνια υπήρχε ακόμη έντονη η αντιπαράθεση ως προς τον τόπο προέλευσης του σύγχρονου ανθρώπου. Μια άποψη βασισμένη σε παλαιοντολογικά ευρήματα αντανακλά τη λεγόμενη πολυτοπική εξέλιξη, την προέλευση δηλαδή του είδους μας από πληθυσμούς του Homo erectus σε διαφορετικές περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας. Μια άλλη αφορά τη λεγόμενη Αφροκεντρική θεωρία που βασίζεται στη γενετική συλλογιστική και σε σχετικά ευρήματα, σύμφωνα με την οποία οι πρόγονοι των σύγχρονων ανθρώπων υπήρχαν στην Αφρική και μέχρι 200.000 χρόνια πριν.


Σύμφωνα με την Αφροκεντρική θεωρία, μία «Εύα» μάς κληροδότησε εκείνο το προγονικό μιτοχονδριακό DNA που υπήρχε μεταξύ 140.000 και 290.000 χρόνων πριν και από το οποίο προέρχονται όλα τα σύγχρονα μιτοχονδριακά DNA. Αναφερόμαστε στην «Εύα» και όχι στον «Αδάμ», διότι τα μιτοχόνδρια κληρονομούνται από τη μητέρα. H «Εύα» εκείνη άλλαξε τις σκέψεις μας για την προέλευσή μας καθώς υποστηρίζεται ότι ο άνθρωπος προέρχεται από την Αφρική και μετακινήθηκε, «ταξίδεψε» για πρώτη φορά έξω από αυτήν 100.00-50.000 χρόνια πριν αντικαθιστώντας τους απογόνους τού Η. erectus. Αλλά και ο «Αδάμ» έχει δώσει τις σχετικές πληροφορίες του μέσα από τα γονίδια του Y χρωμοσώματός του, το οποίο κληροδοτείται από τον πατέρα. Το προγονικό εκείνο Y υπήρχε επίσης 200.000 χρόνια πριν στην Αφρική. Τα προγονικά αυτά DNA, δηλαδή του μιτοχονδρίου και του Y, πρέπει να υπήρχαν στην Αφρική και μετά τη μετανάστευση του Η. erectus έξω από αυτήν, κάπου ένα εκατομμύριο χρόνια πριν.


Ο Homo sapiens λοιπόν αρχίζει να διαμορφώνεται στην Αφρική μετά τα 200.000 χρόνια πριν από τη γονιδιακή δεξαμενή του Homo erectus με επικράτηση γενετικών αλλαγών που επηρέασαν τον τρόπο που ζούσε και σκεφτόταν το νέο είδος· πρέπει να αναφερθεί ότι απολιθώματα ανθρωπιδών ηλικίας μέχρι 200.000 χρόνων έχουν ονομαστεί Homo erectus. Στη μεσοπερίοδο από την εποχή στην οποία έφθασε ο Homo erectus, 200.000 χρόνια πριν και κατ’ άλλους 400.000, μέχρι 135.000 χρόνια πριν που καταγράφεται η παρουσία του Homo sapiens neanderthalensis, υπήρχαν «μορφές αρχαϊκού ανθρώπου» όπως ίσως υπήρχε και ο προνεάντερταλ (250.000 χρόνια πριν). Απολιθώματα Homo sapiens sapiens, ηλικίας περίπου 100.000 χρόνων, δείχνουν το ίδιο μέγεθος εγκεφάλου με του σημερινού (1.350-1.400 κυβικά εκατοστά) και πιθανόν εκείνοι οι άνθρωποι να σκέφτονταν περίπου όπως εμείς· π.χ., χρησιμοποιούσαν την ώχρα για να βάψουν (μακιγιάρουν) το σώμα τους, αν και δεν είχε αναπτυχθεί η συμβολική αντίληψη, η τέχνη, η μουσική.


H πρώτη έξοδος του Homo sapiens sapiens από την Αφρική συμβαίνει 100.000-50.000 χρόνια πριν καθώς «ταξιδεύει» προς τη B. Αφρική και τη Μέση Ανατολή, ενώ 50.000-40.000 χρόνια πριν «ταξιδεύει» προς την A. Ευρώπη και 37.000 χρόνια πριν προς τη Δ. Ευρώπη όπου υπήρχε ακόμη και ο Νεάντερταλ. Μια πιο πρόσφατη άποψη, βασισμένη σε σχετικές μελέτες μιτοχονδριακού DNA, υποστηρίζει ότι ο εποικισμός της Ευρώπης έγινε σταδιακά από 11 «Εύες», με την πρώτη «Εύα» να φθάνει πιθανότατα στον Παρνασσό 50.000 χρόνια πριν. Το πρώτο κύμα εποικισμού της Ευρώπης συμπίπτει, σύμφωνα με το αρχαιολογικό αρχείο, με την αρχή του τέλους της τελευταίας μεγάλης παγετώδους εποχής που περιόρισε τους παγετώνες στον Βορρά· και το νεότερο καταγράφεται στα 9.000 χρόνια πριν συμπίπτοντας περίπου με την προέλευση της γεωργίας.


Ο Homo sapiens sapiens με την ακόρεστη περιέργεια μεταναστεύει από την Ευρασία προς τη Σιβηρία 20.000 χρόνια πριν και μέσω του Βερίγγειου πορθμού στη B. Αμερική 12.000 χρόνια πριν, προς το τέλος δηλαδή της μεγάλης παγετώδους εποχής, όταν η θάλασσα ήταν ακόμη περισσότερο από 50 μέτρα πιο ρηχή. H χρονολόγηση εποικισμού της B. Αμερικής υποστηρίζεται και από το γεγονός ότι δεν υπάρχουν αρχαιολογικά ευρήματα ηλικίας μεγαλύτερης των 11.500 χρόνων. Σχετικές μοριακές μελέτες προβαλλόμενες στο επίπεδο του μοριακού εξελικτικού ρολογιού (ενός δηλαδή σταθερού ρυθμού μεταλλάξεων) δείχνουν ότι η μετανάστευση στη B. Αμερική πρέπει να έγινε μεταξύ 15.000 και 8.000 χρόνων πριν· αν και πρόσθετα δεδομένα του μιτοχονδριακού DNA και του χρωμοσώματος Y δίνουν αντίστοιχες χρονολογίες 25.000-20.000 και 22.500 χρόνια πριν, πολύ νωρίτερα από ό,τι υποστηρίζεται από τις αρχαιολογικές και τις πρώιμες γενετικές ενδείξεις.


Ωστόσο όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι οι ιθαγενείς Αμερικανοί είναι απόγονοι ασιατών μεταναστών· στοιχεία που βασίζονται σε γενετικούς συνδυασμούς μιτοχονδριακού DNA (απλότυποι), όπως και σε τρεις γλωσσικές ομάδες που χαρακτηρίζουν τους ιθαγενείς Αμερικανούς· ένα γεγονός που δείχνει ότι είναι απόγονοι τριών τουλάχιστον ομάδων μεταναστών, με διαφορετική γλώσσα η καθεμία. Γενετικές ενδείξεις δείχνουν επίσης ότι ο Homo sapiens sapiens κινδύνεψε να αφανισθεί 100.000 χρόνια πριν, πιθανόν από μεγάλη ηφαιστειακή έκρηξη, και ο πληθυσμός του μειώθηκε στις 10.000. Στη συνέχεια ο πληθυσμός ανακάμπτει 60.000 χρόνια πριν και επιχειρεί το δεύτερο μεγάλο «ταξίδι» προς την Αυστραλία· με τους ιθαγενείς της να είναι απόγονοι των πρώτων εκείνων αφρικανών εποίκων.


H έναρξη της συνύπαρξής μας με τον Νεάντερταλ στη Δ. Ευρώπη συμπίπτει με τον αφανισμό του τελευταίου, ο οποίος προσπάθησε, ανεπιτυχώς, να αντιγράψει την «τεχνολογία» του σύγχρονου ανθρώπου. Μια ανάλογη «ιστορία γενοκτονίας» ξεπροβάλλει και για τον Homo erectus, ο οποίος, σύμφωνα με πρόσφατες συνεξελικτικές μελέτες της ψείρας της κεφαλής και του ανθρώπου, πρέπει να υπήρχε ακόμη 25.000 χρόνια πριν! Πολύ αργότερα δηλαδή από ό,τι είναι αποδεκτό· και όταν ήρθαμε σε επαφή και με τον Homo erectus στην Ασία, ο τελευταίος αφανίστηκε!


Μπορεί βέβαια να μην ευθυνόμαστε ως είδος για τον αφανισμό των τελευταίων εξελικτικών συγγενών μας· μπορεί το τέλος τους να είναι μια εξελικτική αποβολή, μια θανατική ποινή που επιβλήθηκε από τη φυσική επιλογή· μπορεί να είναι ένας συνδυασμός και των δύο παραμέτρων. Ο,τι και αν είναι όμως δεν παύει να αντανακλά ένα σοβαρό μάθημα που πρέπει να μάθει καλά και το είδος μας, αν δεν θέλει να «τιμωρηθεί» από τη φύση.


Ο άνθρωπος, με την ανάπτυξη της συμβολικής σκέψης του και της πολυδιάστατης νοημοσύνης του, έχει γίνει το ισχυρότερο είδος του πλανήτη με τον θαυμαστό πολιτισμό του· αλλά και το πιο ευάλωτο, με την ιδιαίτερη έμφαση που «δίνει» στη γρήγορη «εκμάθηση» του καταναλωτισμού και την αποδοχή των ποικίλων πολιτιστικών παραπροϊόντων· με τη γιγάντωση πολλών θανάσιμων αμαρτημάτων του πολιτισμού του από τα οποία το πιο βασικό είναι η διαιώνιση του ελλείμματος παιδείας στον πλανήτη. Ωστόσο δεν πρέπει να είναι αυτό το μήνυμα στο τέλος της επικοινωνίας μας για την προέλευση του ανθρώπου, αλλά η προσπάθειά του για έναν «όμορφο κόσμο, ηθικό, αγγελικά πλασμένο». Από εμάς εξαρτάται άλλωστε η απαισιοδοξία ή η αισιοδοξία για το παρόν και το μέλλον της ανθρωπότητας.


Ο κ. Σταμάτης N. Αλαχιώτης είναι καθηγητής Γενετικής και πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Πατρών.