Ολοκληρώθηκε την περασμένη Κυριακή η 8η Διεθνής Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής στη Βενετία. Εκατόν σαράντα μελέτες από 90 αρχιτεκτονικά γραφεία παρουσιάστηκαν στους χώρους των παλαιών Ναυπηγείων της πόλης. Ο ίδιος ο τίτλος της Μπιενάλε, «The Next», ήταν δηλωτικός του σκοπού της: να ανιχνεύσει το προσεχές αρχιτεκτονικό τοπίο το οποίο θα επηρεάσει τους διεθνείς σχεδιαστικούς προσανατολισμούς. Η ελληνική συμμετοχή υπό την ονομασία «Απόλυτος Ρεαλισμός» παρουσίασε, μέσα από μία σειρά οπτικοακουστικών στοιχείων, την Αθήνα τού σήμερα: ένα μοναδικό φαινόμενο άναρχης ανάπτυξης, πρότυπο ίσως για τις μητροπόλεις του μέλλοντος. Τι προσέφερε όμως η εφετινή Μπιενάλε; Δύο ειδικοί απαντούν και κρίνουν τη διεθνή διοργάνωση και την ελληνική συμμετοχή σε αυτήν.


Στην εφετινή 8η Διεθνή Εκθεση Αρχιτεκτονικής στην Μπιενάλε της Βενετίας, η οποία με τον χαρακτηριστικό τίτλο «The Next» είχε ως κεντρικό θέμα το επόμενο βήμα στην αρχιτεκτονική πράξη, η Ελλάδα εκπροσωπήθηκε με μια θεαματικά αντισυμβατική πρόταση. Προσδιορίζοντας το εγχείρημά τους «Απόλυτο Ρεαλισμό» οι τρεις επίτροποι της ελληνικής συμμετοχής αρχιτέκτονες Τ. Κουμπής, Θ. Μουτσόπουλος και R. Scoffier θέλησαν να παρουσιάσουν εκείνη την εικόνα της Αθήνας που προκύπτει από την υπέρβαση των κανόνων και των ορίων, από την αυθαίρετη επιβολή της ιδιοτελούς σκοπιμότητας του χρήστη.


Ο επισκέπτης του ελληνικού περιπτέρου με τη νεοβυζαντινή αρχιτεκτονική εισερχόταν σε έναν επιμελέστατα διαμορφωμένο χώρο όπου γινόταν δέκτης μιας σειράς προκλητικών οπτικοακουστικών στοιχείων. Εναλλασσόμενες διαφάνειες πρόβαλλαν στα τοιχώματα του συσκοτισμένου εσωτερικού επιλεγμένες εικόνες από το αστικό και το περιαστικό περιβάλλον της Αθήνας παρουσιάζοντας τεκμήρια αυθαίρετης οικοδομικής δραστηριότητας και χρήσης του δομημένου και του ελεύθερου χώρου: ατελείς οικοδομές, ταράτσες με ηλιακούς θερμοσίφωνες, κεραίες τηλεόρασης, καπνοδόχους, γιγαντοαφίσες, επιγραφές, απλωμένες ευτελείς πραμάτειες στα πεζοδρόμια, παραπήγματα, μάντρες με αυτοκίνητα και σιδερικά, σωροί με μπάζα και απορρίμματα. Ταυτόχρονα μεταδίδονταν ποικίλα ηχητικά τεκμήρια από την καθημερινή πραγματικότητα: φωνές πωλητών, κραυγές, κορναρίσματα αυτοκινήτων, σφυρίγματα, τραγούδια από μεγάφωνα στη διαπασών. Ενα πολύτροπο, πολύχρωμο και πολύβουο τεκμήριο της αθηναϊκής ευτέλειας. Επιγραφές στους τοίχους του εκθεσιακού χώρου με εκτενή θεωρητικά σχόλια κατατόπιζαν τον επισκέπτη για τη φιλοσοφία του εγχειρήματος.


* Η ανάδυση του παρελθόντος


Οι βασικοί άξονες της θεωρίας των οργανωτών της έκθεσης συνοψίζονται στα παρακάτω. Η Αθήνα δεν είναι μια πόλη όπως η Ρώμη, δεν έχει συνέχεια αλλά αντίθετα παρουσιάζει ρήξη με το παρελθόν της. Αυτό το παρελθόν, απομονωμένο, ανήκει αποκλειστικά στους ξένους επισκέπτες, στους τουρίστες. Η ανάδυσή του δημιουργεί πρόβλημα στη σύγχρονη πόλη. Οι αθηναίοι αρχιτέκτονες αντιστέκονται στους κανόνες της δυτικής αρχιτεκτονικής και δημιουργούν αυτόνομα και αντίθετα με εκείνους. Ο εσωτερικός και ο εξωτερικός χώρος δεν έχουν σαφή διαχωρισμό. Η εξυπηρέτηση του προσωρινού και η διαρκής μετατροπή σύμφωνα με νέες ανάγκες που προκύπτουν διακόπτουν τους δεσμούς με το ιστορικό παρελθόν. Οι ίδιοι οι Αθηναίοι παρεμβαίνουν στο έργο του αρχιτέκτονα επιβάλλοντας τις δικές τους λύσεις. Στην Αθήνα διάφορες πληθυσμιακές ομάδες, όπως οι τσιγγάνοι, δημιουργούν τις δικές τους εγκαταστάσεις και επιβάλλουν τη δική τους αισθητική. Η Αθήνα αποτελεί ένα μοναδικό φαινόμενο άναρχης ανάπτυξης που αποτελεί πρότυπο για τις μητροπόλεις του μέλλοντος. Η έκθεση υποστηριζόταν από έναν καλαίσθητο δίγλωσσο (σε ελληνική και αγγλική γλώσσα) τόμο (Athens 2002: Absolute realism / Αθήνα 2002: Απόλυτος ρεαλισμός) που περιλαμβάνει – μαζί με τα εισαγωγικά κείμενα – ενδιαφέροντα άρθρα και αναλύσεις ελλήνων και ξένων αρχιτεκτόνων και διανοουμένων.


* Φαινομενική ασυνέχεια


Η αισθητική θεώρηση και ανάλυση του φαινομένου της αυθαίρετης ανάπτυξης και χρήσης του δομημένου χώρου στην Αθήνα, όσο κι αν φαίνεται αιρετική, αποτελεί μια πρόταση που παρουσιάζει ενδιαφέρον και μπορεί να συζητηθεί. Ωστόσο υπάρχουν κάποια σημεία που δημιουργούν την εντύπωση αυθαίρετης συναγωγής συμπερασμάτων και επιβολής αντιλήψεων που εδραιώνονται σε μονομερή θεώρηση του ζητήματος της σημερινής μορφής της πόλης. Για παράδειγμα η ασυνέχεια του χώρου και η ρήξη του σύγχρονου αστικού περιβάλλοντος με το αρχαίο παρελθόν είναι φαινομενική. Δεν οφείλεται στην απώθηση του ιστορικού παρελθόντος από τους σύγχρονους κατοίκους αλλά στην ανάγκη προστασίας και προβολής των αρχαίων καταλοίπων ως οργανικού στοιχείου της σύγχρονης πόλης.


Η επέκταση των ορίων της σύγχρονης Αθήνας ήταν φυσικό να δημιουργήσει ζώνες έξω από την επιρροή του αρχαίου ιστού. Εξακολουθούν όμως να υπάρχουν γειτονιές και σύγχρονα κτίρια που εμπλέκονται με τις αρχαιότητες και όχι μόνο στο κέντρο της πόλης, αρχαία κτίσματα αποτελούν ορόσημα στη σύγχρονη πραγματικότητα, ενώ στην Ακρόπολη κορυφώνεται ο ορίζοντας της σημερινής Αθήνας. Η αθηναϊκή ιστορία μαρτυρεί για τη συνέχεια του χώρου. Το αρχαίο δομικό υλικό χρησιμοποιήθηκε κατ’ επανάληψη στις επόμενες οικιστικές φάσεις, αρχαία κτίρια, όπως ο Παρθενώνας, τα Προπύλαια, το Ασκληπιείο, το λεγόμενο Θησείο, το Ρολόι του Κυρρήστου, το χορηγικό μνημείο του Λυσικράτη και άλλα, εντάχθηκαν σε λειτουργικές χρήσεις στη βυζαντινή και στη νεότερη εποχή, ενώ το αναμαρμαρωμένο αρχαίο Στάδιο και το Ηρώδειο εξυπηρετούν τη σύγχρονη αθηναϊκή ζωή. Εξάλλου οι διάσπαρτες στον αθηναϊκό χώρο βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησιές που λειτουργούνται και συχνάζουν καθημερινά Αθηναίοι αποτελούν ζωντανούς (όχι απλώς μνημειακούς) συνδέσμους της σημερινής ζωής με το αθηναϊκό παρελθόν.


* Η εικόνα της Αθήνας


Οπως και σε παλαιότερες οικιστικές φάσεις της, η νεότερη Αθήνα αναδύθηκε ανάμεσα στα κατάλοιπα του παρελθόντος. Τα λαϊκά αναφιώτικα και τα απλά ή νεοκλασικά πλακιώτικα κτίρια εδράζονται και συγχρωτίζονται με τα αρχαία, τα βυζαντινά και τα μεταβυζαντινά κτίσματα. Το ίδιο πιστοποιείται και σε άλλες αθηναϊκές περιοχές, ενώ οι σταθμοί του μητροπολιτικού σιδηροδρόμου, προβάλλοντας το αρχαιολογικό υλικό που ανασκάφτηκε κατά τη διάνοιξη του δικτύου, λειτουργούν ως σύνδεσμοι της σύγχρονης πραγματικότητας με το ιστορικό παρελθόν της πόλης. Αλλά εκεί όπου η συνέχεια προβάλλει ισχυρή είναι η χρήση του χώρου. Οι βασικοί οδικοί άξονες της Αθήνας παραμένουν οι ίδιοι με τους αρχαίους, η αγορά της Αθήνας εξακολουθεί να λειτουργεί στην ίδια περιοχή και άλλες ζώνες διατηρούν την ίδια χρήση όπως και στο παρελθόν. Ακόμη και η πολεοδομική αταξία είναι στοιχείο που υπερασπίζεται την ιστορική συνέχεια του αθηναϊκού χώρου δομημένου και στην αρχαιότητα ατάκτως τε και αττικώς κατά τον Φιλόστρατο.


Οι ιδιαιτερότητες της σύγχρονης αντισυμβατικής αθηναϊκής αρχιτεκτονικής προσφέρονται για μελέτη και ανάλυση. Θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε στη διαπίστωση ότι στο δομημένο περιβάλλον της Αθήνας κυριαρχεί «το αυθόρμητο», ότι ο ιδιοκτήτης επεμβαίνει στο έργο του αρχιτέκτονα συμμετέχοντας στις διαδικασίες παραγωγής, ότι σε ατελείς κατασκευές της περιφέρειας – και όχι μόνο – εγκαθίστανται ευρηματικές προσωρινές χρήσεις που διαρκούν και που μεταλλάσσονται, ότι στα πεζοδρόμια τα περίπτερα δημιουργούν «αυθαίρετα, παράγκες, κτίσματα έξω από κάθε νομιμότητα». Και ακόμη ότι «υπάρχουν τα αυθαίρετα των τεράστιων ιδιωτικών συμφερόντων που παραβιάζουν συστηματικά και εκμεταλλεύονται τις ελαστικότητες της κρατικής δομής» ενώ παράλληλα προβάλλουν «οι αξιώσεις που διατυπώνουν οι αδύναμοι, οι φυγάδες, οι μετανάστες για οικείο χώρο». Από το σημείο αυτό όμως ως τη διατύπωση της άποψης ότι αυτό το κλίμα πρέπει όχι μόνο να είναι ανεκτό αλλά και να διατηρηθεί η απόσταση είναι πολύ μεγάλη.


Το ζήτημα που τίθεται από τους επιτρόπους – επιμελητές της αθηναϊκής έκθεσης στη Βενετία είναι πραγματικό. Το φαινόμενο της αυθαίρετης χρήσης του περιβάλλοντος δεν αποτελεί αθηναϊκή ούτε ελληνική αποκλειστικότητα. Ούτε ακόμη είναι πρακτική που βρίσκει την επιδοκιμασία ή την ανοχή του συνόλου των πολιτών. Το προϊόν της αυθαιρεσίας του πολίτη στο δομημένο περιβάλλον είναι συνέπεια της αδυναμίας ή της αδιαφορίας των υπευθύνων οργάνων και των μηχανισμών της πολιτείας και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί κανόνας και μέτρο ύφους. Είναι αποκλειστικά απόρροια του μεγάλου ελλείμματος αγωγής και παιδείας που διαπιστώνεται και σε πολλές άλλες περιπτώσεις.


* Αρνητικές κριτικές


Ο επισκέπτης του ελληνικού περιπτέρου στη Βενετία αποκόμιζε μια αρνητική εικόνα για την Αθήνα. Μια μητρόπολη που έχει να επιδείξει μόνο μια ασυνάρτητη και ασύνετη μορφολογία. Οι εικόνες που επιλέχθηκαν για να προβληθούν στη Βενετία, όσο ρεαλιστικές και αν είναι, όταν συναντώνται διάσπαρτες στον χώρο αποδυναμώνονται και αντιμετωπίζονται ως πολεοδομικό και αισθητικό πρόβλημα, όπως και είναι. Αντίθετα, η συγκέντρωση και η μεθοδική προβολή τους προσδίδουν σε αυτές άλλη δυναμική και επιβάλλοντάς τες ως καθεστώς στον πολεοδομικό ορίζοντα της πόλης δημιουργούν μια εικόνα όχι απόλυτα ρεαλιστική που διασύρει τον αθηναϊκό χαρακτήρα. Ανεξάρτητα από τις προθέσεις των δημιουργών και των υποστηρικτών της έκθεσης (υπουργείο Πολιτισμού, ΣΑΔΑΣ – Πανελλήνια Ενωση Αρχιτεκτόνων) και τις εκτιμήσεις ειδικών, το διεθνές κοινό στο οποίο κατά κύριο λόγο απευθύνεται η Μπιενάλε της Βενετίας σχολίασε την ελληνική συμμετοχή ειρωνικά και υποτιμητικά. Αντίθετα, θετικά ήταν τα σχόλια του κοινού για δύο άλλα ελληνικά εκθέματα, τα προπλάσματα του νέου Μουσείου της Ακρόπολης και ιδιαίτερα του Μουσείου του Ελληνισμού, δημιουργήματος ομάδας ελλήνων αρχιτεκτόνων, το οποίο προτείνει το Ιδρυμα Μείζονος Ελληνισμού και εντυπωσίασε τους επισκέπτες της έκθεσης. Και τα δύο παρουσιάστηκαν στον ίδιο εκθεσιακό χώρο, στις «Κορντερίε» του Βενετικού Ναυστάθμου (Arsenale), πάντα στο πλαίσιο της 8ης Διεθνούς Εκθεσης Αρχιτεκτονικής της Μπιενάλε.


Ο κ. Νίκος Γ. Μοσχονάς είναι ιστορικός, διευθυντής Ερευνών στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών.