Ο τίτλος μπορούσε να πάρει πιο επεξηγηματική μορφή, λ.χ. «Ο Ορφέας του Ρίλκε με τα μάτια του Μπρόντσκι». Υπερίσχυσε η γοητεία του λιτού κατονομαστικού τίτλου «Ορφέας, Ευρυδίκη, Ερμής» που έδωσε στο ποίημά του ο Ρίλκε, με την υποβόσκουσα ιδέα μιας παραδειγματικής σειράς. Το ποίημα αυτό, γραμμένο το 1904, έκανε τον Μπρόντσκι να αναρωτηθεί μήπως είναι το σημαντικότερο ποίημα του αιώνα μας. Του αφιέρωσε ένα μεγάλο δοκίμιο, «Ενενήντα χρόνια μετά», από τα πολύ όψιμα κείμενά του (1994) με έντονη την αίσθηση του κοντινού πια ορίου. Ο Ορφέας και ο Ρίλκε τού προσέφεραν γόνιμη ύλη προκειμένου να δώσει ένα ιδιόμορφο καταστάλαγμα σε κάποιες μόνιμες στοχαστικές αναζητήσεις του. Στο ποίημα του Ρίλκε ο Μπρόντσκι διέκρινε «το αυτοπορτρέτο του ποιητή με τον μεγεθυντικό φακό στο χέρι». Και μέσα απ’ αυτό, γενικότερα, τη μορφή του καλλιτέχνη ­ sub specie aeternitatis.


«Οπως ο σπόρος που κάθε άνοιξη δίνει ένα καινούργιο βλαστάρι» γράφει ο Μπρόντσκι «έτσι και ο μύθος γεννά, από αιώνα σε αιώνα, σε κάθε πολιτισμό, τον εκφορέα του. Αυτό το ποίημα του Ρίλκε δεν είναι τόσο η απόδοση του μύθου όσο η ανάπτυξή του». Παράλληλα υπογραμμίζει ότι η ανάπτυξη του μύθου γίνεται εδώ σύμφωνα με τους κανόνες των αρχαίων ­ σε μία και μοναδική διάσταση που προβάλλει την κύρια ιδιότητα του ήρωα. Η ιδιότητα του Ορφέα, καθορισμένη από την παράδοση, δηλώνεται με το μοτίβο της λύρας. Και καθώς ο μύθος («είδος αποκάλυψης» λέει ο Μπρόντσκι) φωτίζει τις δυνάμεις που ορίζουν την ανθρώπινη μοίρα, ως κλειδί της μοίρας του Ορφέα αποκαλύπτεται η τέχνη που τον περνά από τις σφαίρες του εφήμερου και ορισμένου στην απεραντοσύνη. Ερχεται στον νου αυτό το καταπληκτικό που είχε πει στον «Φιλοκτήτη» του ο Ρίτσος: «απεραντοσύνη σε ανθρώπινα μέτρα».


«Μείγμα πρόζας και απεραντοσύνης» χαρακτηρίζει τον τρόπο του Ρίλκε ο Μπρόντσκι και στην ανάλυσή του επιμένει στην ανάδειξη της ανθρώπινης, γήινης υπόστασης του Ορφέα, υπογραμμισμένης με τον ουδέτερο τόνο της εισηγητικής περιγραφής. (Είναι μια θέση με ρίζες στο έργο του ίδιου του Μπρόντσκι ­ προσγείωση, αποηρωοποίηση όσον αφορά την persona του δημιουργού και μετάθεση του προβολέα προς τη δημιουργία). Υπακούοντας λοιπόν στις θείες προσταγές ο θνητός Ορφέας πορεύεται προς την έξοδο ακολουθούμενος από τον Ερμή και την Ευρυδίκη, δοσμένος απόλυτα στην αποστολή του, κυριευμένος από την αγωνία του (πολύ εύγλωττη η προσγειωτική παρομοίωση του βλέμματός του με τον σκύλο που τρέχει μπρος πίσω) με τα χέρια του να «κρέμονται βαριά» χωρίς να θυμούνται την ανάλαφρη λύρα που λες κι είχε ριζωθεί στην αριστερή του παλάμη.


Σε παρένθεση (ο Μπρόντσκι θα μιλήσει ειδικά για την έντεχνη χρήση της παρένθεσης προκειμένου να αναφερθεί όχι κάτι ασήμαντο αλλά ακριβώς το αντίθετο ­ το πλέον σημαντικό. Την αποκαλεί «τυπογραφικό ανάλογο του συνειδησιακού βάθους». Στην ελληνική ποίηση η αντίστοιχη χρήση της παρένθεσης συνδέεται κατ’ εξοχήν με τον Καβάφη) γίνεται η μνεία του απαγορευτικού όρου: να μη γυρίσει. Ο πυρήνας του μύθου παρουσιάζεται εδώ σαν φευγαλέα υπόμνηση για τον αναγνώστη (άλλη μία ένδειξη αποστασιοποίησης που τόσο πολύ ελκύει τον Μπρόντσκι), υπόμνηση της πλοκής και, ειδικά, της εξάρτησης ενός θνητού.


Σημείο στροφής θα αποτελέσει το πέρασμα στην Ευρυδίκη, την αγαπημένη που αναδύεται μέσα από το μοτίβο της λύρας, και, όπως παρατηρεί ο Μπρόντσκι, το κέντρο βάρους ουσιαστικά μεταφέρεται και πάλι στον Ορφέα. Εδώ μας δίνεται η ουσία της μορφής του, η υψηλή πνοή της τέχνης του, η θεία γέννησή της. Και αυτός ο τρόπος προώθησης της ποιητικής ιδέας σε νέο πεδίο, χωρίς άμεσες, επί τούτου, καταθέσεις και αποδείξεις, με αλλαγή οπτικής γωνίας, μέσα από την εισαγωγή άλλου μοτίβου και άλλου λογικού σχήματος, επίσης είναι ένα από τα δομικά εργαλεία του Μπρόντσκι. Με το άνοιγμα προς το μοτίβο της αγάπης, «στο κέντρο του σύμπαντος αποκαλύπτουμε τη λύρα που στην αρχή ασχολείται με τη μιμητική ανάπλαση της πραγματικότητας και έπειτα ανοίγει την κλίμακα δράσης ­ θυμίζει την παραδοσιακή απεικόνιση των κυμάτων που εκτοξεύει ο πομπός». Ο Μπρόντσκι εντυπωσιάζεται ιδιαίτερα με αυτή τη φυγόκεντρο πορεία της έμπνευσης του Ορφέα και του Ρίλκε ­ από το βιωμένο ανθρώπινο πεδίο στη μεταφυσική, με την κινητήρια δύναμή της που δεν είναι άλλη από την αυθόρμητη ροή του στίχου. Στίχου που αποκτά ένα είδος αυτονομίας και με τις δονήσεις του κινεί τη σκέψη και το συναίσθημα πολύ πιο πέρα από την αρχική σύλληψη. (Ας θυμηθούμε έναν στίχο της Τσβετάγεβα, που για τον Μπρόντσκι είναι το πρώτο όνομα στην παγκόσμια ποίηση του 20ού αιώνα: Τον ποιητή μακριά τον πάει ο λόγος…).


Η στροφή προς τη λύρα φανερώνει την ηρωική τόλμη του αισθήματος και της τέχνης και λειτουργεί σαν προμήνυμα της άλλης μοιραίας στροφής με βαρύτατες απώλειες σε ανθρώπινο επίπεδο, που και πάλι όμως θα τροφοδοτήσουν την απεραντοσύνη της τέχνης. Η κατακόρυφη ανύψωση του ποιητικού τόνου μαρτυρεί, κατά την άποψη του Μπρόντσκι, πως ακριβώς αυτό το σημείο παρουσιάζει ειδικό ενδιαφέρον για τον γερμανό ποιητή: «Θα τολμήσω να υποθέσω πως είναι, κατά κάποιον τρόπο, η φόρμουλα της ποιητικής τέχνης του Ρίλκε και ακόμη η θεώρηση του εαυτού του». Με την οποία, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε, επιθυμεί να ταυτιστεί και ο ίδιος ο Μπρόντσκι.


Ταυτίζει με την ερμηνεία του γερμανού ποιητή τη δική του πεποίθηση στη λυτρωτική λειτουργία της τέχνης που ­ μέσα από την ποιητική αναπαράσταση του κόσμου, μέσα από την υπαρξιακή της στάθμη ­ κερδίζει, πρώτον, την ελευθερία και, έπειτα, τη μάχη με τον χρόνο και με τον θάνατο.


Ως κίνηση απελευθέρωσης, ενώ θαυμάζει τον εκρηκτικό αυθορμητισμό της Τσβετάγεβα, ο ίδιος προτιμά την αποστασιοποιημένη εποπτεία, ακόμη και του εαυτού του, ως απεξάρτηση από όποια δεσμά. Και από αυτή τη σκοπιά επίσης, όπως είχαμε ήδη επισημάνει, εκτιμά ιδιαίτερα τη στάση αποξένωσης από τον ήρωά του που κρατά ο Ρίλκε, καθώς και την εκφραστική του οικονομία, την οποία θεωρεί raison d’ etre της τέχνης. Πάνω σ’ αυτή τη γραμμή νιώθει πολύ κοντά στον Καβάφη, τον οποίο μνημονεύει συχνά και πολύ τιμητικά και στο δοκίμιο που εξετάζουμε τον αναφέρει ως μεγάλο έλληνα ποιητή.


Κάνοντας την ανάγνωση του δοκιμίου του Μπρόντσκι για τον Ρίλκε, μέσα στα συμφραζόμενα όλου του έργου του, ποιητικού και δοκιμιακού, αποκομίζουμε την εντύπωση ότι στήνει ένα εικονοστάσιο της τέχνης, το οποίο συμπληρώνουν κι άλλοι δημιουργοί συνομιλητές του. Ετσι ο τίτλος με τρία ονόματα και αποσιωπητικά έρχεται με τον τρόπο του να υποδηλώσει την απέραντη παραδειγματική σειρά πόνου και άθλου στον βωμό της τέχνης με πρωτομάστορα τον Ορφέα που μάλλον υπονοούσε ο Μπρόντσκι.


Η κυρία Σόνια Ιλίνσκαγια – Αλεξανδροπούλου είναι καθηγήτρια της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.