Κλείνω τη σειρά των επιφυλλίδων μου για τη σημερινή κρίση του ποιητικού λόγου με τη διατύπωση ορισμένων σκέψεων για τις δυνατότητες εξόδου από αυτήν. Ελεγα στις προηγούμενες επιφυλλίδες μου ότι εκείνο που οδήγησε, τις τελευταίες δεκαετίες, τον ελεύθερο στίχο στην ατονία, σε μια προσωδία που ελάχιστα διαφέρει από την προσωδία του καθημερινού λόγου, είναι η ανεπαρκής συνομιλία του με την έμμετρη προσωδία. Και υποδήλωνα ότι η έξοδος από την κρίση θα ήταν να ξαναγίνει η ποιητική προσωδία πραγματικά ποιητική.


Ελπίζω πως δεν θα παρανοηθώ· πως είναι σαφές ότι οι παρατηρήσεις αυτές είναι περιγραφικές, όχι κανονιστικές. Γιατί η πορεία της ποίησης, και της τέχνης γενικότερα, καθορίζεται από τις ποιητικές πράξεις των ποιητών, όχι από τις θεωρητικές προτροπές των μελετητών της. Ωστόσο θα μπορούσαν να διατυπωθούν δύο σκέψεις, συμπληρωματικές μεταξύ τους (αν όχι ταυτόσημες), οι οποίες, επειδή απορρέουν από παρατηρήσεις ιστορικής περισσότερο φύσεως, προσδιορίζουν, πιστεύω, δύο βασικές προϋποθέσεις εξόδου από την κρίση:


1) Η κρίση δεν μπορεί να ξεπεραστεί με την αναβίωση της παλαιάς έμμετρης προσωδίας, την οποία επιχειρούν αρκετοί ποιητές τον τελευταίο καιρό. Γιατί η αναβίωση αυτή έχει αναπόφευκτα τον χαρακτήρα μιας επιστροφής.


2) Καμία προσπάθεια εξόδου από την κρίση δεν θα μπορούσε να ελπίσει πως θα αποβεί αποτελεσματική, αν δεν έχει ως βάση της την εμπειρία του ελεύθερου στίχου.


Πιστεύω πως είναι λίγοι εκείνοι που δεν αισθάνονται ότι χρειαζόμαστε μιαν επαναμάγευση του ποιητικού λόγου: την απομάκρυνση από τη λιμνάζουσα «φυσικότητα» της σημερινής ποιητικής γλώσσας. Με τον όρο επαναμάγευση δεν εννοώ την επανεισαγωγή ενός «ποιητικού» λεξιλογίου ή την καλλιέργεια ενός εξηρμένου λόγου, αλλά την εκ νέου ποιητικοποίηση μιας ποιητικής γλώσσας που έχει χάσει την ποιητική της δύναμη. Με ποιον τρόπο θα μπορούσε να επιτευχθεί αυτό είναι, κατά τον μεγαλύτερο βαθμό, προσωπική υπόθεση του κάθε ποιητή. Θα προσπαθήσω να διατυπώσω ορισμένες προσωπικές σκέψεις επί του θέματος, οι οποίες, ως προϊόν των αναζητήσεων μιας ποιητικής πρακτικής, ενδέχεται να ενδιαφέρουν περισσότερο απ’ ό,τι ένας θεωρητικός προβληματισμός.


Η επαναμάγευση ενός ποιητικού λόγου δεν μπορεί να γίνει με τα μέσα του παρελθόντος αλλά με βάση τα ποιητικά υλικά και τους ποιητικούς τρόπους του παρόντος. Καθώς τα ποιητικά υλικά της εποχής μας ­ εποχής συναισθηματικής διάλυσης και σύγχυσης των αξιών ­ δεν είναι τα υλικά με τα οποία συντίθενται οι «μεγάλες αφηγήσεις» αλλά εκείνα με τα οποία καταγράφονται οι «μικρές» εξιστορήσεις (με τα οποία, ωστόσο, μπορεί κανείς να συντηρήσει και να αναδιατάξει το αίσθημα μιας αρχετυπικής οργανικότητας: το αίσθημα εκείνης της βαθύτατης εσωτερικής αρμονίας, την αναζήτηση της οποίας θεραπεύει η τέχνη), η επαναμάγευση του ποιητικού λόγου σήμερα δεν μπορεί να γίνει παρά με βάση το γλωσσικό υλικό και τους τρόπους που υπαγορεύουν οι εξιστορήσεις αυτές. Δηλαδή με βάση μια γλώσσα που θα καλλιεργεί μιαν ουσιώδη επικοινωνία με τον καθημερινό λόγο (από τον οποίο πρέπει να τρέφεται, λιγότερο ή περισσότερο ­ στην εποχή μας, περισσότερο ­, κάθε ποιητική γλώσσα που θέλει να είναι ζωντανή) και τρόπους που θα μπορούν να δώσουν ικανοποιητική ­ και σύγχρονη ­ ποιητική μορφή στο σημερινό «πεζό» ποιητικό υλικό. Χρειαζόμαστε σήμερα μια ποιητική προσωδία περισσότερο οργανωμένη, περισσότερο ορχηστρωμένη, που να μπορεί να παράγει ισχυρότερη ποιητική ενέργεια με αυτό το υλικό.


Ο δραστικότερος τρόπος για μια τέτοια αναδιάταξη είναι, πιστεύω, μια νέα «εμμετροποίηση» του ελεύθερου στίχου. Υπογραμμίζω τη λέξη νέα και θέτω το εμμετροποίηση εντός εισαγωγικών για να δηλώσω ότι δεν εννοώ την επιστροφή στις παλαιές έμμετρες μορφές αλλά την έναρξη μιας νέας δημιουργικής συνομιλίας με την έμμετρη προσωδία, ούτε την πιστή αναπαραγωγή της προσωδίας του ακμαίου ελεύθερου στίχου αλλά τη δημιουργία ενός νέου «έμμετρου» ελεύθερου στίχου· «έμμετρου» με την έννοια μιας προσωδιακής οργάνωσης ανάλογης με εκείνη του ακμαίου ελεύθερου στίχου, η οποία όμως θα περιέχει σε ισχυρότερο βαθμό απ’ ό,τι το βρίσκουμε σε αυτόν, και σε νέες χρήσεις, το έμμετρο στοιχείο. Γιατί η ποιητική ευαισθησία των μεταμοντέρνων μας καιρών διαφέρει από εκείνη της ακμαίας μοντερνιστικής εποχής κατά τούτο: η έμφαση έπεφτε τότε στην έκφραση του αισθήματος ενός ψυχικού διαμελισμού που ετελείτο ακόμη, ενώ σήμερα, που ο διαμελισμός έχει φτάσει στο έπακρο, αυτό που προεξάρχει στο ποιητικό αίσθημα είναι το αίτημα μιας νέας οργανικότητας.


Πιστεύω πως ο καταλληλότερος σήμερα στίχος θα ήταν εκείνος που θα μπορούσε να εκφράζει όχι μόνο τη σημερινή συναισθηματική διάλυση αλλά και ­ ταυτόχρονα ­ την ισχυρή (ισχυρότερη από εκείνη της εποχής του ακμαίου μοντερνισμού) επιθυμία υπέρβασής της: ένας στίχος που το προσωδιακό του κράμα δεν θα είναι το ίδιο με το κράμα των έμμετρων και ελεύθερων προσωδιακών στοιχείων που χαρακτήριζε τον ακμαίο ελεύθερο στίχο, διότι θα περιέχει αυτό το κράμα, αναδιατεταγμένο και με νέα, ανεκμετάλλευτα ακόμη, στοιχεία αντλημένα από την έμμετρη προσωδία.


Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.