Τις τρεις τελευταίες δεκαετίες ζούμε στην Ελλάδα υπό το καθεστώς ποικίλων αναβιώσεων και ήταν επόμενο ότι θα ερχόταν και η σειρά της Ακροπόλεως να ονομασθεί «άγιος τόπος» της ελληνικής θρησκείας. Τούτη η απόπειρα αναβίωσης είναι ανεδαφική και ματαιόδοξη, όπως και οι λιτανείες για την ανομβρία, άλλωστε, που έλκουν από την αρχαία λατρεία και υιοθετήθηκαν από τη χριστιανική Εκκλησία, γεγονός που δεν τις γλιτώνει από τον ψόγο για φολκλορισμό. Κι όποτε ξαναβλέπουμε στην τηλεόραση τις γονατοδρομίες και τα τάματα στη χάρη των θαυματουργών λειψάνων υποπτευόμαστε αφενός ότι οι σημερινοί Ελληνες παραμένουν, ακουσίως έστω, περισσότερο «εθνικοί» και λιγότερο «χριστιανίζοντες» και αφετέρου ότι εξακολουθούν να είναι επίκαιρες οι λογοτεχνικές σελίδες του Ανδρέα Λασκαράτου για τα λατρευτικά μας έθιμα στο βιβλίο του Τα μυστήρια της Κεφαλληνίας. Με αφορμή λοιπόν την πρόσφατη συζήτηση περί «νεοπαγανιστών» και «νεοχριστιανών» και συνυπολογίζοντας στο μεταξύ και τη διένεξη που σοβεί μεταξύ Πατριαρχείου και Ελληνικής Εκκλησίας, υπογραμμίζω ότι για να σκεφθούμε ψύχραιμα πάνω στο ελληνοχριστιανικό ζήτημα προαπαιτούνται διευκρινίσεις και περιορισμοί όπως οι ακόλουθοι:
1) Και οι δύο όροι της ζεύξης είναι –ισμοί και δηλώνουν την τάση. Στη νεοελληνική του ανάγνωση ο «χριστιανισμός» περιορίζεται κατά κανόνα στην ορθόδοξη εκδοχή του ενώ με τον «ελληνισμό» εξυπονοείται ο ελληνικός πολιτισμός αμέριστος, άρα η ζεύξη είναι ετεροβαρής.
2) Ο ελληνισμός υποστασιώνεται στα πολιτισμικά του δεδομένα και δεν προϋπήρξε μήτε υπάρχει χωρίς αυτά ενώ ο χριστιανισμός προέρχεται από τη θρησκευτική πίστη και δεν επικαλείται πολιτισμικά δεδομένα εποχής για την κοσμοθεωρησιακή ηγεμονία που διεκδικεί.
3) Παρ’ όλες τις δογματικές αποκλίσεις του ο χριστιανισμός συνιστά ενιαία κοσμοθεωρία ενώ ο ελληνισμός είναι πολιτισμός μέσα στον οποίο εμφωλεύουν διαφορετικές έως αντιφατικές κοσμοθεωρήσεις: ο κυνισμός δεν είναι συμβατός με τον νεοπλατωνισμό και οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι έχουν μεν κοινό παρονομαστή αλλά οι αριθμητές τους κάμνουν τη διαφορά. Εξάλλου δεν μπορεί κανείς να θέλει να διατηρήσει τη διανοητική του σοβαρότητα και μολοντούτο να συντάσσεται ιδεολογικά και με τον Επίκουρο και με τον Πλάτωνα, όπως δεν επιτρέπεται ο εγρήγορος χριστιανός να ζέψει το παλαιό με το νέο ημερολόγιο και τον πατριάρχη με τον πάπα.
4) Οπως ο χριστιανισμός δεν συνοδεύεται πάντα από τον ελληνισμό, έτσι και ο δεύτερος δεν είναι συμπληρώσιμο μέγεθος: ο ελληνισμός και ο χριστιανισμός βαίνουν παράλληλα και τέμνονται στη γεωμετρία των εγκόσμιων συμβιβασμών.
5) Ο Καβάφης έχει δίκιο: ο «εν μέρει εθνικός [=ειδωλολάτρης], κι εν μέρει χριστιανίζων» σύρος σπουδαστής Μυρτίας του 4ου αιώνα μ.X. είναι δοσμένος «στες τολμηρότερες ερωτικές επιθυμίες» αλλά μπορεί από καιρού εις καιρόν «να ξαναβρίσκει το πνεύμα του, σαν πριν, ασκητικό»: είναι ο άνθρωπος που μετεωρίζεται μεταξύ των ηδονών και της ασκητικής ανάνηψης. Κι αν η πόντιση του Μυρτία στις ηδονές επιτυγχάνεται με λιγότερη ενδεχομένως προπαίδευση, η επιστροφή του στο «ασκητικό» πνεύμα προαπαιτεί την ελλην(ιστ)ική παιδεία: «δυναμωμένος με θεωρία και μελέτη». Δεν θ’ αρκούσε εξάλλου σ’ έναν κατ’ εξοχήν διαλεκτικό ποιητή να μας παρουσιάσει τη διελκυστίνδα από την αμαρτία στην ανάνηψη και τούμπαλιν· ο καβαφικός ήρωας συνθέτει τα αντιτιθέμενα διακηρύσσοντας ότι η αισθησιακή ηδονή από τη μια και η πούρα πνευματική ανύψωση από την άλλη ενεργοποιούνται στο πεδίο της ελλην(ιστ)ικής παιδείας από την οποία έλκει και η τρέχουσα ελληνοχριστιανική μας κουλτούρα.
Συμπερασματικά, δεν φθάνει να κοπτόμαστε για τον ελληνισμό ή/και τον χριστιανισμό αδιαφοροποίητα σαν ιδεολογικοί τουρίστες ορώντες πόρρωθεν. Εφόσον αποφασίσουμε να ασχοληθούμε με τον ελληνισμό στα σοβαρά θα πρέπει να εγκύψουμε τόσο ώστε να συνταχθούμε με την εκδοχή που θα μας γητέψει (λ.χ. με τον επικουρισμό) ενώ αν, αντιθέτως, δεν προσχωρήσουμε σε μιαν ορισμένη φιλοσοφικοπολιτική τάση παρά καθηλωθούμε στον ιδεολογικό χυλό της «θαυμαστής ελληνικής αρχαιότητας» εν γένει, θα σημαίνει ότι μεταχειριζόμαστε τον ελληνισμό ως τουριστικό έκθεμα και μόνον. Μα κι εφόσον έχουμε ασπασθεί τον χριστιανισμό στ’ αλήθεια, επάγεται ότι ενστερνιζόμαστε ένα συγκεκριμένο δόγμα (λ.χ. την ορθοδοξία). Γιατί ο ανετάριστος ελληνισμός κι ο ακαθόριστος χριστιανισμός μοιάζουν με το σεξαπίλ που διαχέεται αστάθμητο επιζητώντας ωστόσο τη γείωσή του στις χειροπιαστές καμπυλότητες που θα συμβάλουν στην ποθητή τελείωση. Παρομοίως ο αρχικά θολός κι αόριστος «Θεός» ταυτίζεται καθώς ωριμάζει η πίστη με εκείνον της Καινής Διαθήκης ή με τον αλλιώτικο του Κορανίου κ.ο.κ. H δήλωση «Πιστεύω σε μια ανωτέρα δύναμη» κρατά «και την πίτα (του Θεού) αφάγωτη και τον σκύλο (της κοσμικότητας) χορτάτο» και για τούτο είναι, αν μη αναξιοπρεπής, πάντως διπλωματικά λιποβαρής· σαν αλγεβρικός τύπος που δεν καταδέχεται να γίνει πρακτική αριθμητική.
Ο κ. Μίμης Σουλιώτης είναι αναπληρωτής καθηγητής Λογοτεχνίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.



