Ενας συνηθισμένος βασιλιάς Ελληνικής καταγωγής, μετρημένος και συμπαθής. Ο τενίστας της διπλανής πόρτας είναι ο καλύτερος όλων των εποχών
Στον πολυτελή μικρόκοσμο του τένις, ονόματα όπως Φρεντ Πέρι, Ροντ Λαβέρ, Ρόι Εμερσον, Μπγιορν Μποργκ είναι συνώνυμα του θρύλου. Φωτογραφίες κυρίων με προπολεμικά λευκά βαμβακερά παντελόνια και βαριές ξύλινες ρακέτες ή εικόνες αθλητών με επαναστατικά μούσια των 70ς και κορδέλα στα μαλλιά κοσμούν κάθε λέσχη τένις δίπλα ακριβώς από τις ξύλινες προθήκες με τα έπαθλα. Εδώ και λίγες ημέρες ένας 29χρονος τενίστας ελληνικής καταγωγής με σγουρά καστανά μαλλιά και πυκνά φρύδια μπορεί να υπερηφανεύεται ότι είναι καλύτερος όλων αυτών που τόσα χρόνια τους θαύμαζε είτε στις φωτογραφίες είτε στην τηλεόραση. Την περασμένη Κυριακή μπροστά σε διασημότητες, όπως ο Σον Κόνερι και ο Τομ Χανκς που κάθονταν στις κερκίδες του κεντρικού κορτ του Γουίμπλεντον, ο Πιτ Σάμπρας νίκησε τον Αυστραλό Πατ Ράφτερ στον τελικό και έφθασε τους 13 τίτλους σε τουρνουά Γκραν Σλαμ. Πρόκειται για τα τέσσερα μεγάλα τουρνουά του τένις, το αμερικανικό και το αυστραλέζικο όπεν, το Γουίμπλεντον και το Ρολάν Γκαρός. Κανείς άλλος τενίστας δεν έχει φθάσει τους 13 τίτλους. Ο Εμερσον έχει 12 από τα 60ς και λίγο μετά τον θρίαμβο του Σάμπρας υποκλίθηκε στην ανωτερότητα αυτού του καταπληκτικού Ελληνοαμερικανού. «Είναι ο καλύτερος όλων, το ρεκόρ του δεν θα ξεπερασθεί ποτέ» είπε. Ο ίδιος ο Σάμπρας είχε υποδεχθεί την ιστορική νίκη του, πολεμώντας με τον εαυτό του για να κρατήσει τα δάκρυά του. Ηταν μία από τις λίγες φορές όπου το αυθόρμητο παιδί που κρύβει καλά και μέχρι παρεξηγήσεως μέσα του έβγαινε στην επιφάνεια.
Ο Πιτ Σάμπρας είναι ο βασιλιάς του τένις και πολύ πιθανόν να μείνει για πάντα σε αυτόν τον θρόνο. Οι ιστορίες με βασιλιάδες και πριγκιπόπουλα μοιάζουν με παραμύθια αλλά αυτό του Σάμπρας είναι μάλλον συνηθισμένο: Δύο γονείς μετανάστες, ο Σαμ με καταγωγή από τη Λακωνία και η Γεωργία που τώρα τη φωνάζουν Γκλόρια με καταγωγή από τη Μυτιλήνη. Ενα παιδί που γεννιέται στις αρχές της δεκαετίας του ’70 στην Ουάσιγκτον και μεγαλώνει στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν τα επαναστατικά οράματα των προηγούμενων γενιών έχουν παραχωρήσει τη θέση τους στα μεσοαστικά όνειρα, στην Καλιφόρνια. Ο Πιτ Σάμπρας αποτελεί τον θρίαμβο της μεσοαστικής τάξης και του αμερικανικού ονείρου.
Σαν καλό αμερικανάκι ξεκίνησε το τένις ύστερα από παρότρυνση του μεγάλου αδελφού του Γκας. Η μητέρα τους τους πήρε από το χέρι και ζήτησε από τον κ. Ρόμπερτ Λάνσντορπ να τους μάθει τα μυστικά του τένις. Ο κ. Λάνσντορπ ήταν τότε προπονητής της γνωστής στις ΗΠΑ τενίστριας Τρέισι Οστιν και η οικογένεια Σάμπρας μπορούσε να κάνει αυτή την οικονομική θυσία να τον πληρώνει ονειρευόμενη ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά της. Δεν έκανε λάθος. Το καλοκαίρι του 1990 ο Πιτ Σάμπρας νικάει το αμερικανικό alter ego του Αντρέ Αγκάσι στον τελικό του αμερικανικού όπεν και γίνεται ο νεότερος τενίστας που κατακτά τουρνουά Γκραν Σλαμ. Θα ακολουθήσουν άλλοι 12 τέτοιοι τίτλοι, ένα απίστευτο κατόρθωμα να μείνει επί έξι συνεχόμενα χρόνια στο Νο1 της παγκόσμιας κατάταξης, μια υπέρλαμπρη καριέρα, όχι χωρίς αναποδιές.
Το τένις ήταν και είναι η ζωή του Σάμπρας. Οι ατελείωτες ώρες ατομικής προπόνησης, στην αρχή μάλιστα με προπονητή μια αινιγματική φυσιογνωμία, όπως ο Πιτ Φίσερ, έκαναν τον νεαρό Ελληνοαμερικανό κλειστό και σχετικά απρόσιτο. Οι «New York Times» είχαν γράψει κάποτε ότι κάθε τρίτη λέξη του είναι αυτή που αρχίζει από «F», αλλά τουλάχιστον το κρατάει για τον εαυτό του. Στις δημόσιες εμφανίσεις του είναι εξαιρετικά ευγενικός και λιγομίλητος και συχνά έχει κατηγορηθεί ότι δεν «παίζει» με τα ΜΜΕ. «Το να με λένε βαρετό είναι η εύκολη λύση γι’ αυτούς» απαντά ο ίδιος. «Απλώς δεν μου κάνουν τις σωστές ερωτήσεις και φυσικά δεν τους αφορά η προσωπική μου ζωή». Η αλήθεια βρίσκεται όπως πάντα κάπου στη μέση. Ο Σάμπρας δεν είναι σταρ οι διαφημίσεις του μετρώνται στα δάχτυλα του ενός χεριού και είναι αυτή με το γάλα στο μουστάκι, που την έχουν κάνει όλοι, και μία για την Pizza Hut. Είναι ένας άνθρωπος της διπλανής πόρτας, αν ο γείτονάς σας έπαιζε τένις. Ο αθλητής που δεν βγάζει πάθη τα οποία θα μαγνητίσουν το κοινό. Δεν είχε οικογενειακά προβλήματα, δεν είναι όμορφος ούτε και άσχημος, δεν χόντρυνε, δεν άρχισε να βγαίνει με την Μπάρμπρα Στράιζαντ και δεν ξύρισε τα μαλλιά του, όπως ο Αγκάσι. Ακόμη και οι τραυματικές εμπειρίες του, όταν είδε τον παιδικό φίλο του Βίτας Γκερουλαΐτη και μέσα σε λίγο καιρό τον προπονητή του Τιμ Γκάλικσον να πεθαίνουν στα μέσα των 90ς, έμειναν μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Οι ώρες λυγμών τον έκαναν ακόμη πιο κλειστό και πιο αφοσιωμένο στο τένις.
Αυτός και αυτές
Ο εγωκεντρισμός του είχε αντίκτυπο στις σχέσεις του. Η Ντε Λάινα, μια δικηγόρος, και η Κίμπερλι, μια δευτεροκλασάτη ηθοποιός, είπαν ότι για την αποτυχία των δεσμών τους με τον Σάμπρας έφταιγε το υπερανεπτυγμένο «εγώ» του τενίστα και όχι ότι αυτές ήταν αρκετά χρόνια μεγαλύτερές του. Για μια περίοδο, στις αρχές του 1999, φημολογούνταν ότι έβγαινε με τη γνωστή από το σίριαλ «Τα Φιλαράκια» Τζένιφερ Ανιστον αλλά σε συνέντευξή του πέρυσι το καλοκαίρι είχε διευκρινίσει ότι έβγαινε μαζί της ως φίλος «αφού», όπως είχε πει χαρακτηριστικά, «αυτή είναι Ελληνίδα και εγώ είμαι Ελληνας»! Στις κερκίδες του Γουίμπλεντον εφέτος καθόταν η επίσης ηθοποιός 27χρονη Μπριτζέτ Γουίλσον έπαιζε την κόρη του Αρνολντ Σβαρτσενέγκερ στον «Τελευταίο Ηρωα» και είχε ρόλο στο «Αληθινή ξανθιά» με την οποία ο Σάμπρας έχει αρραβωνιασθεί. «Την αγαπώ πολύ αλλά δεν χρειάζεται να σας πω τίποτε άλλο» απάντησε στις σχετικές ερωτήσεις των δημοσιογράφων ο Σάμπρας. Αυτή τη φορά πάντως στο κεντρικό κορτ του Γουίμπλεντον κάθονταν και οι γονείς του. Για πρώτη φορά ύστερα από οκτώ χρόνια ο Σαμ και η Γεωργία πήγαν να δουν τον γιο τους. Ηταν ο τελικός στον οποίο ο Πιτ θα έγραφε ιστορία. «Κάθε φορά φθάνω στον τελικό και τους προσκαλώ» διηγείται «αλλά κάθε φορά ο πατέρας μου λέει “όχι, όχι, τα πηγαίνεις καλά”… Είναι πολύ νευρικοί και πολύ ντροπαλοί». Η αλήθεια είναι ότι ακόμη και ειδήμονες του τένις έμαθαν για πρώτη φορά πώς μοιάζουν ο πατέρας και η μητέρα Σάμπρας. «Δεν είναι οι τυπικοί γονείς τενίστα» λέει ο Πιτ. «Θα δείτε πολλές περιπτώσεις που οι γονείς ασχολούνται και ανακατεύονται με τα παιδιά τους. Εγώ όταν άρχισα να ταξιδεύω μακριά με τον προπονητή μου, το έκανα μόνος μου. Κράτησαν τις αποστάσεις τους. Δεν ήθελαν ποτέ να είναι παρόντες όταν αγωνίζομαι. Αυτή τη φορά επέμεινα. Τους τηλεφώνησα την Παρασκευή (σ.σ.: δύο ημέρες πριν από τον τελικό) και τους έκλεισα τα εισιτήρια από το Λος Αντζελες για το Λονδίνο. Οταν τελείωσε ο αγώνας μου πήρε λίγος χρόνος για να τους διακρίνω στην κερκίδα. Οταν τους βρήκα ήταν καταπληκτικά».
Δεν πρόκειται για κάτι το εξαιρετικό. Είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Είναι ο καλύτερος τενίστας όλων των εποχών. Και είναι, όπως λέει, «Ελληνας»…



