Τα ομολογιακά αμοιβαία κεφάλαια ή σταθερού εισοδήματος, όπως λέγονταν μέχρι πρότινος, στοχεύουν στην εξασφάλιση μιας υψηλής ετήσιας απόδοσης, αντίστοιχης ή και μεγαλύτερης των υψηλότερων επιτοκίων της αγοράς. Τα αμοιβαία κεφάλαια αυτού του τύπου επενδύουν σχεδόν αποκλειστικά σε ομόλογα και άλλους τίτλους σταθερής απόδοσης, κυρίως του ελληνικού Δημοσίου, και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο θεωρούνται τα αμοιβαία κεφάλαια με τον μικρότερο επενδυτικό κίνδυνο, απευθύνονται δηλαδή στον πλέον συντηρητικό επενδυτή.
Είναι προφανές ότι τόσο τα ομολογιακά αμοιβαία κεφάλαια όσο και τα αμοιβαία διαχείρισης διαθεσίμων απευθύνονται σε επενδυτές που δεν είναι διατεθειμένοι να αναλάβουν μεγάλο κίνδυνο, αλλά την ίδια στιγμή επιθυμούν μια καλή και σταθερή απόδοση. Είναι πρόδηλο ότι, αν ο επενδυτής δεν επιθυμεί να αναλάβει καθόλου επενδυτικό κίνδυνο, προσανατολίζεται στα ομολογιακά αμοιβαία κεφάλαια που θα του διασφαλίσουν μια σχεδόν βέβαιη αλλά την ίδια στιγμή και περιορισμένη απόδοση.
Στο διάστημα Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 1998 οι αποδόσεις των ομολογιακών αμοιβαίων αναλύονται ως εξής:
Το σύνολο των 68 ομολογιακών αμοιβαίων που διαχειρίζονται οι ελληνικές ΑΕΔΑΚ παρουσίασε θετικές αποδόσεις. Τα 41 αμοιβαία αυτής της κατηγορίας, δηλαδή το 60% του συνόλου, είχαν απόδοση που υπερέβη τον μέσο όρο των αποδόσεων της κατηγορίας. Ως μερίδιο αγοράς, δηλαδή με βάση υπολογισμού το ενεργητικό τους, τα αμοιβαία που είχαν απόδοση μεγαλύτερη του μέσου όρου αποτελούν το 92% του συνόλου.



