Από το 1949 (όταν η Σοβιετική Ενωση έγινε η δεύτερη χώρα που απέκτησε πυρηνικά όπλα), η ανθρωπότητα έζησε για τέσσερις δεκαετίες κάτω από τη δαμόκλειο σπάθη του πυρηνικού ολοκαυτώματος. Το 1961 ο πρόεδρος Κένεντι εξέφραζε την έντονη ανησυχία του για το ενδεχόμενο μέσα στα επόμενα χρόνια ο αριθμός των πυρηνικών χωρών να έχει φθάσει τις 20-25. Οι προβλέψεις αυτές δεν επαληθεύθηκαν. Ο αριθμός των πυρηνικών δυνάμεων σήμερα ανέρχεται σε οκτώ.
Από το 1947 εμφανίζεται στο εξώφυλλο της έγκυρης επιστημονικής επιθεώρησης «Bulletin of the Atomic Scientists» το «ρολόι του ολοκαυτώματος» (Doomsday Clock), οι δείκτες του οποίου δείχνουν την εκτιμούμενη απόσταση από έναν πυρηνικό πόλεμο. Οι δείκτες έχουν κινηθεί 17 φορές, από τα 16 λεπτά (1991) ως τα 2 λεπτά (1953) και σήμερα βρίσκονται στα επτά λεπτά. H ανησυχία επικεντρώνεται σε τρεις περιοχές: στη Βόρεια Κορέα, στο Ιράν και στην πιθανότητα πυρηνικού πολέμου Πακιστάν – Ινδίας.
Σήμερα οκτώ χώρες διαθέτουν πυρηνικά όπλα. Παρ’ ότι έχει σημειωθεί πρόοδος στις προσπάθειες μείωσης των πυρηνικών όπλων ΗΠΑ και Ρωσίας, οι αριθμοί παραμένουν υψηλοί. Οι ΗΠΑ διαθέτουν επισήμως 7.100 κεφαλές (στην πραγματικότητα 10.700), η Ρωσία 8.600 (συνολικά, με τις αποθηκευμένες, 20.000), η Κίνα 410, η Γαλλία 350, η Βρετανία 185, το Ισραήλ γύρω στις 200, η Ινδία 50-90 και το Πακιστάν 40-80. Ανησυχία υπάρχει για τις πυρηνικές δραστηριότητες της Βόρειας Κορέας και του Ιράν, τακτικών πελατών του πακιστανικού «πυρηνικού σουπερμάρκετ». Ενα από τα σενάρια που απασχολούν τους ειδικούς σε περίπτωση ανοιχτής πυρηνικοποίησης της Βόρειας Κορέας είναι ένα αποτέλεσμα «ντόμινο», με μια αλληλουχία γεγονότων που θα οδηγούσαν στην πυρηνικοποίηση Ιαπωνίας, Ταϊβάν και Νότιας Κορέας. Αντιστοίχως, πυρηνικοποίηση του Ιράν ίσως οδηγούσε σε ανάλογη κίνηση και την Τουρκία. Πρόκειται βεβαίως για καθαρά υποθετικά σενάρια, με έναν μεγάλο αριθμό μεταβλητών και προϋποθέσεων.
Το 2003 οι ΗΠΑ και η Ρωσία συμφώνησαν στην περαιτέρω μείωση των πυρηνικών τους οπλοστασίων (σε 1.700-2.200), διαδικασία που προχωρεί ωστόσο με αρκετά αργούς ρυθμούς λόγω τεχνικών και οικονομικών προβλημάτων (κυρίως για τη Ρωσία). Οι υπόλοιπες πυρηνικές δυνάμεις δεν έχουν εκδηλώσει πρόθεση συμμετοχής σε διαπραγματεύσεις μείωσης των πυρηνικών τους οπλοστασίων.
Εντονος προβληματισμός υπάρχει (και μάλιστα απασχόλησε ιδιαίτερα τους υπευθύνους ασφαλείας των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας) όσον αφορά το ενδεχόμενο απόκτησης (με διάφορους τρόπους: κλοπή, κατασκευή, παραχώρηση) και χρήσης όπλων μαζικής καταστροφής από μη κρατικές οντότητες (κυρίως τρομοκρατικές οργανώσεις, όπως για παράδειγμα η ιαπωνική παραθρησκευτική οργάνωση Αούμ Σινρίκιο).
H κατασκευή πυρηνικών όπλων θεωρείται πολύ δύσκολη, αλλά η χρήση μιας «βρώμικης βόμβας», δηλαδή μιας ποσότητας πυρηνικού υλικού (όχι ιδιαίτερα δύσκολο να βρεθεί από τους χιλιάδες τόνους που βρίσκονται στην πρώην ΕΣΣΔ ή σε άλλες χώρες με περιορισμένα μέτρα φύλαξης, και εδώ θα πρέπει να γίνει αναφορά στη «διαπλοκή» μεταξύ διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος και τρομοκρατίας) που θα ανατινασσόταν με τη χρήση συμβατικών εκρηκτικών στο κέντρο μιας μεγαλούπολης θα πρέπει να θεωρηθεί, δυστυχώς, ένα ρεαλιστικό ενδεχόμενο. Μια τέτοια έκρηξη που θα διασκόρπιζε ραδιενεργά υλικά σε μια απόσταση πολλών οικοδομικών τετραγώνων θα προκαλούσε σχετικά μικρό αριθμό θυμάτων αλλά θα μόλυνε την περιοχή για αρκετές εκατοντάδες χρόνια και θα είχε τεράστιες οικονομικές και ψυχολογικές συνέπειες.
Και ενώ θα ανέμενε κανείς ότι η κυρίαρχη στρατιωτική δύναμη του πλανήτη, οι ΗΠΑ, θα αναλάμβαναν ηγετικό ρόλο στις προσπάθειες απονομιμοποίησης και μείωσης των πυρηνικών όπλων – και εδώ θα πρέπει να τονιστεί η ιδιότητα των πυρηνικών όπλων ως «εξισορροπητών ανισοτήτων» (great equalisers), αφού σε κάποιον βαθμό εξισώνουν τις οικονομικά και τεχνολογικά ισχυρές και ασθενέστερες δυνάμεις (π.χ. ΗΠΑ με Ρωσία και Κίνα) -, οι ΗΠΑ ετοιμάζουν νέα πυρηνικά όπλα μικρής ισχύος για την καταστροφή υπόγειων, καλά προστατευμένων στόχων (στο πλαίσιο σχεδίων για την εξουδετέρωση των πυρηνικών εγκαταστάσεων των χωρών του «άξονα του Κακού»).
Το συμπέρασμα χωρών όπως το Ιράν και η Βόρεια Κορέα από την πρόσφατη αμερικανοβρετανική επίθεση κατά του Ιράκ είναι ότι μόνο η κατοχή πυρηνικών όπλων ίσως αποτρέψει μια αμερικανική επίθεση εναντίον τους και προχωρούν προς την υλοποίηση της πυρηνικής επιλογής. Μάλιστα ιδιαίτερη ανησυχία έχουν προκαλέσει οι αποκαλύψεις σχετικά με το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και η έντονη φημολογία περί προληπτικού πλήγματος από το Ισραήλ, πιθανόν με τη σιωπηρή συναίνεση ή και ενθάρρυνση των ΗΠΑ.
Το πρόβλημα είναι ότι, πέραν των περιφερειακών συνεπειών, η αμερικανοϊσραηλινή λογική της «προληπτικής επίθεσης» μπορεί να υιοθετηθεί και από άλλες χώρες που θέλουν να δράσουν εναντίον γειτόνων κατά παράβαση της διεθνούς νομιμότητας, δημιουργώντας ένα πολύ επικίνδυνο προηγούμενο.
Μοχάμετ ελ Μπαραντέι Διαμεσολαβητής χωρίς στηρίγματα
«Το 2005 διεξάγεται η (ανά πενταετία) Διάσκεψη Αναθεώρησης της Συνθήκης για τη Μη Διασπορά των Πυρηνικών Οπλων (Nuclear Nonproliferation Treaty). H συνθήκη βάλλεται από την Ουάσιγκτον ως ανεπαρκής για να ελέγξει τη διασπορά των πυρηνικών όπλων. Κύριο ζητούμενο είναι η ενίσχυση του καθεστώτος επαλήθευσης με την πραγματοποίηση αιφνιδιαστικών επιτόπιων επιθεωρήσεων από τη Διεθνή Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας (IAEA), αλλά και η αποτροπή πρόσθετων αποχωρήσεων κρατών από τη Συνθήκη. Μεγάλη πρόκληση για το 2005: το Ιράν (αφού η Βόρεια Κορέα έχει ήδη αποχωρήσει από τη Συνθήκη). Ο αιγύπτιος γενικός διευθυντής της IAEA Μοχάμετ Ελ Μπαραντέι, θα κληθεί να παίξει διαμεσολαβητικό ρόλο μεταξύ Ευρώπης, ΗΠΑ και Ιράν. Παρά την αντίδραση των ΗΠΑ επανεξελέγη για τρίτη θητεία.»