Εισόδημα στο οποίο επιβάλλεται ο φόρος είναι, σύμφωνα με τον φορολογικό νόμο, το εισόδημα που προέρχεται από κάθε πηγή ύστερα από την αφαίρεση των δαπανών για την απόκτησή του. Ο φόρος, τα πρόστιμα και οι πρόσθετοι φόροι δεν αναγνωρίζονται για έκπτωση από το εισόδημα αυτό.
Το εισόδημα ανάλογα με την πηγή της προέλευσής του διακρίνεται ως εξής κατά κατηγορία:
Α-Β. Εισόδημα από ακίνητα.
Γ. Εισόδημα από κινητές αξίες.
Δ. Εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις.
Ε. Εισόδημα από γεωργικές επιχειρήσεις.
Στ. Εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες.
Ζ. Εισόδημα από υπηρεσίες ελευθερίων επαγγελμάτων και από κάθε άλλη πηγή.
Για να βρεθεί το συνολικό εισόδημα αθροίζονται τα επί μέρους εισοδήματα των κατηγοριών Α’ ως Ζ’, τα οποία αποκτώνται από κάθε φυσικό πρόσωπο είτε κατά το οικονομικό έτος το προηγούμενο από τη φορολογία είτε κατά το ημερολογιακό ή διαχειριστικό ή γεωργικό έτος το οποίο έληξε μέσα στο προηγούμενο από τη φορολογία οικονομικό έτος. Κατά την άθροιση αυτή συμψηφίζονται τα θετικά και αρνητικά στοιχεία των επί μέρους εισοδημάτων. Ειδικά το αρνητικό στοιχείο (ζημιά) του εισοδήματος από εμπορικές, γεωργικές, βιομηχανικές, βιοτεχνικές, μεταλλευτικές και ξενοδοχειακές επιχειρήσεις που προκύπτει από τα βιβλία του υποχρέου τα οποία τηρούνται επαρκώς και ακριβώς, αν δεν καλύπτεται με συμψηφισμό θετικού στοιχείου εισοδήματος άλλης πηγής, είτε γιατί δεν υπάρχει τέτοιο στοιχείο εισοδήματος είτε γιατί αυτό που υπάρχει είναι ανεπαρκές, μεταφέρεται για να συμψηφισθεί ολόκληρο στην πρώτη περίπτωση ή κατά το υπόλοιπο αυτού στη δεύτερη, διαδοχικώς στα πέντε επόμενα οικονομικά έτη κατά το υπόλοιπο που απομένει κάθε φορά, με την προϋπόθεση ότι κατά τα έτη αυτά τα βιβλία του υποχρέου τηρούνται επαρκώς και ακριβώς.
Αρνητικό στοιχείο εισοδήματος από πηγή που βρίσκεται στην αλλοδαπή συμψηφίζεται μόνο με θετικά εισοδήματα του φορολογουμένου που προκύπτουν στην αλλοδαπή.
Εκχώρηση εισοδημάτων
Ο φορολογικός νόμος παρέχει στον φορολογούμενο τη δυνατότητα να μη φορολογηθεί για εισόδημα που δεν εισέπραξε σε δύο περιπτώσεις. Ετσι, ορίζεται ότι εισοδήματα από την εκμίσθωση ακινήτων και από τόκους δανείων που θεωρούνται ότι έχουν αποκτηθεί, τα οποία αποδεδειγμένα δεν έχουν εισπραχθεί από τον δικαιούχο, επιτρέπεται να μη συνυπολογίζονται στο συνολικό καθαρό εισόδημά του εφόσον εκχωρηθούν στο Δημόσιο χωρίς αντάλλαγμα. Η εκχώρηση γίνεται με απλή έγγραφη δήλωση του υποχρέου σε φόρο, η οποία υποβάλλεται στον αρμόδιο για τη φορολογία του προϊστάμενο της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας μέσα στο οικονομικό έτος στο οποίο τα εισοδήματα αυτά υπόκεινται σε φόρο. Μαζί με τη δήλωση αυτή παραδίδονται στον προϊστάμενο της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας τα αποδεικτικά έγγραφα της εκχωρουμένης απαίτησης και με την ίδια δήλωση ο εκχωρών βεβαιώνει ότι δεν κατέχει κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Το Δημόσιο υποκαθίσταται στα δικαιώματα του εκχωρητή.
Με τη διάταξη της παρ. 1 άρθρου 8 Ν. 2873/2000 ορίστηκε ότι με απόφαση του υπουργού Οικονομικών καθορίζονται ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης εκχώρησης εισοδημάτων στο Δημόσιο, τα δικαιολογητικά που συνυποβάλλονται με αυτήν, η διαδικασία βεβαίωσης των ποσών των εισοδημάτων που εκχωρούνται στο Δημόσιο καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια που είναι αναγκαία.
Η απόφαση αυτή δεν είχε εκδοθεί ως τις 20 Μαρτίου 2001.
Η φορολογία συζύγων – ανήλικων παιδιών
Κατά τη διάρκεια του γάμου οι σύζυγοι έχουν υποχρέωση να υποβάλλουν κοινή δήλωση των εισοδημάτων τους, στα οποία ο φόρος, τα τέλη και οι εισφορές που αναλογούν υπολογίζονται χωριστά στο εισόδημα καθενός συζύγου. Σε αυτή την περίπτωση, το τυχόν αρνητικό αποτέλεσμα του εισοδήματος του ενός συζύγου δεν συμψηφίζεται με τα εισοδήματα του άλλου συζύγου.
Ειδικά το εισόδημα του ενός συζύγου το οποίο προέρχεται από επιχείρηση που εξαρτάται οικονομικά από τον άλλο σύζυγο προστίθεται στα εισοδήματα του άλλου συζύγου και φορολογείται στο όνομά του.
Το εισόδημα των ανήλικων παιδιών προστίθεται στα εισοδήματα του γονέα που έχει το μεγαλύτερο συνολικό εισόδημα και φορολογείται στο όνομά του. Αν οι γονείς έχουν ίσο ποσό συνολικού εισοδήματος, το εισόδημα του ανήλικου παιδιού προστίθεται στο εισόδημα του πατέρα και φορολογείται στο όνομά του.
Με τη διάταξη της παρ. 1 άρθρου 3 Ν. 2873/2000 ορίστηκε ότι τα παραπάνω δεν ισχύουν και το ανήλικο παιδί έχει δική του φορολογική υποχρέωση για τα εισοδήματα που προκύπτουν από:
* Την παροχή εργασίας του ανήλικου παιδιού με σχέση εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ή μίσθωσης έργου.
* Περιουσιακά στοιχεία που περιήλθαν στο παιδί από κληρονομιά.
* Περιουσιακά στοιχεία που περιήλθαν στο ανήλικο παιδί από χαριστική παροχή, εκτός από εκείνα που προήλθαν από χαριστική παροχή κάποιου γονέα.
* Περιουσιακά στοιχεία που περιήλθαν στο ανήλικο παιδί από χαριστική παροχή γονέα ο οποίος έχει αποβιώσει κατά τον χρόνο που προκύπτει το εισόδημα από αυτά τα περιουσιακά στοιχεία.
* Συντάξεις που απονεμήθηκαν στο ανήλικο παιδί λόγω θανάτου του πατέρα ή της μητέρας.
* Περιουσιακά στοιχεία που με βάση δικαστική απόφαση περιέρχονται στο ανήλικο παιδί ως υποκατάστατα στοιχείων που αναφέρονται στις προηγούμενες περιπτώσεις.
Για τα εισοδήματα αυτά το ανήλικο παιδί έχει δική του φορολογική υποχρέωση, με εξαίρεση το εισόδημα από περιουσιακά στοιχεία που περιήλθαν σε αυτό από χαριστικές παροχές από τους γονείς του καθώς και το αντίστοιχο υποκατάστατό τους.
Το εισόδημα από περιουσιακό στοιχείο που περιήλθε στο ανήλικο παιδί με χαριστική παροχή γονέα του φορολογείται στο όνομα του γονέα που το παρεχώρησε. Αν η αξία του υποκατάστατου υπερβαίνει την αξία του περιουσιακού στοιχείου το οποίο εκποιήθηκε, το εισόδημα που προκύπτει θεωρείται ότι αποτελεί μέρος χαριστικής παροχής που έγινε στο παιδί από τον γονέα του που έχει το μεγαλύτερο ποσό εισοδήματος και φορολογείται επιμεριζόμενο αναλόγως στο όνομα αυτού του γονέα.



