Πολλά έχουν γραφεί για τα ιστορικά «αμαρτήματα» των Αμερικανών κατά τη διάρκεια της επταετίας, καθώς επίσης και την κρίση της Κύπρου το 1974. Ο ίδιος ο πρόεδρος Κλίντον δήλωσε mea culpa κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα ύστερα από έναν έντονο εσωτερικό διάλογο στην Ουάσιγκτον. Ελληνες και αμερικανοί αναλυτές που επιχειρούν να ερμηνεύσουν το φαινόμενο του «αντιαμερικανισμού» στη μεταπολιτευτική Ελλάδα συμφωνούν ότι οι ρίζες του βρίσκονται στην πολιτική που ακολούθησε η Ουάσιγκτον, ιδιαίτερα κατά την περίοδο 1973-74, όταν ο δρ Χένρι Κίσινγκερ ανέλαβε το πηδάλιο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. «Το Βήμα» φέρνει σήμερα στο φως της δημοσιότητας μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συζήτηση για το πρόβλημα του αντιαμερικανισμού στην Ελλάδα, όπως στοιχειοθετείται από τα αρχεία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Πρόκειται για απόρρητες συζητήσεις οι οποίες διεξήχθησαν πριν από… 28 χρόνια αλλά δείχνουν με τον πλέον ανάγλυφο τρόπο πώς αμερικανοί διπλωμάτες και αναλυτές έβλεπαν τον κίνδυνο έξαρσης του αντιαμερικανισμού για ένα μεγάλο διάστημα μετά την πτώση της χούντας. Γι’ αυτόν τον λόγο διατύπωναν μια σειρά εναλλακτικές προτάσεις σταδιακής ή και θεαματικής αλλαγής της αμερικανικής πολιτικής έναντι της ελληνικής δικτατορίας. Ολες οι προτάσεις απορρίφθηκαν με χαρακτηριστικό κυνισμό από τον τότε υπουργό Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ με τη δικαιολογία ότι δεν προΐσταται «τμήματος πολιτικών επιστημών που πειραματίζεται με εγχειρήματα εκδημοκρατισμού».


Ο σχετικός διάλογος ξεκίνησε με την ανατροπή του Παπαδόπουλου από τον ταξίαρχο Δημήτρη Ιωαννίδη τον Νοέμβριο του 1973. Ο αμερικανός πρεσβευτής Χένρι Τάσκα ήταν ένθερμος απολογητής και υποστηρικτής του Γεωργίου Παπαδόπουλου. Είχε μάλιστα φθάσει στο σημείο να εκτεθεί ανεπανόρθωτα όταν μια αμερικανική κοινοβουλευτική αντιπροσωπεία βρέθηκε στην Αθήνα τις πρώτες ημέρες της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και άκουσε πυροβολισμούς. Ο Τάσκα επιχείρησε να τους πείσει ότι επρόκειτο για «άσχετο θόρυβο» και εν συνεχεία έκανε λόγο για «μια χούφτα αναρχικών».


Μετά το πραξικόπημα της 25ης Νοεμβρίου ο Τάσκα έβλεπε ότι η άνοδος του Ιωαννίδη όχι μόνο απομάκρυνε την πιθανότητα επιστροφής στην ομαλότητα αλλά έφερνε και τον ίδιο σε δύσκολη θέση αφού γινόταν σαφές πως την πρωτοκαθεδρία στις επαφές με τον νέο «ισχυρό άνδρα» θα είχε η CIA και όχι ο ίδιος, όπως συνέβαινε με τον Παπαδόπουλο. Ο πρεσβευτής, αιφνιδιαστικά και χωρίς να προετοιμάσει καθόλου το έδαφος στη γραφειοκρατία της Ουάσιγκτον, άλλαξε τη γραμμή του προτείνοντας την υποστήριξη ενός σχεδίου επιστροφής του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην Αθήνα. Ο Τάσκα ζήτησε να χρησιμοποιήσει το κανάλι επικοινωνίας (CIA) που είχε με τον Ιωαννίδη και τη στρατιωτική ηγεσία για να δώσει το μήνυμα πως «οι ΗΠΑ τάσσονται υπέρ του άμεσου σχηματισμού κυβέρνησης εθνικής ενότητος, ενδεχομένως υπό τον Καραμανλή, προκειμένου να αποκαταστήσει την πολιτική ομαλότητα σε αυτή την τρικυμιώδη όσο και σημαντική χώρα» (τηλεγράφημα από την Αθήνα στις 25 Νοεμβρίου 1973). Ο Τάσκα πρότεινε να οργανωθεί μυστική επιχείρηση για να ασκηθεί πίεση στη νέα ηγεσία ώστε να ακολουθήσει το σχέδιό του. Ενα από τα επιχειρήματά του ήταν η θετική αντίδραση των πολιτικών σε μια τέτοια αμερικανική χειρονομία, οι οποίοι ­ όπως έγραφε ­ θα επανέλθουν μία ημέρα στην εξουσία. Ο πρεσβευτής επεσήμαινε και άλλους κινδύνους από την παραμονή του Ιωαννίδη στην εξουσία: «Ο Ιωαννίδης δεν είναι μόνο ο άνθρωπος που οργάνωσε το πραξικόπημα αλλά παραμένει η κυρίαρχη προσωπικότητα σήμερα. Οι μυστικές μας υπηρεσίες περιγράφουν τον πρόεδρο Γκιζίκη ως έναν αξιωματικό με πολύ μέτρια καριέρα (…) και έναν άνθρωπο που βρίσκεται πλήρως υπό τον έλεγχο του Ιωαννίδη. Η νέα ηγεσία μπορεί να χαρακτηρισθεί φιλοαμερικανική αλλά οι ακραίες θέσεις της σε εσωτερικά θέματα μπορεί να οδηγήσουν σε σκληρή στάση στα εξωτερικά θέματα. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να επηρεάσει τα συμφέροντά μας. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν θα προσπαθήσουν να συνεργασθούν με τις ΗΠΑ αλλά ενδεχομένως να είναι σκληροί στις διαπραγματεύσεις, ίσως και απόλυτοι σε ορισμένα θέματα» (τηλεγράφημα από την Αθήνα στις 26 Νοεμβρίου 1973).


Οι υφιστάμενοι του Κίσινγκερ ήθελαν να αποφύγουν να πάρουν θέση προτού συζητήσουν μαζί του την αλλαγή πολιτικής που πρότεινε ο Τάσκα και γι’ αυτό έστειλαν αμέσως σαφείς οδηγίες στην Αθήνα: «Ολα τα στελέχη της πρεσβείας θα πρέπει να μείνουν έξω από τα εσωτερικά παιχνίδια που διαδραματίζονται τώρα στην Ελλάδα. Η πρεσβεία θα πρέπει να παρακολουθεί τις εξελίξεις αλλά όχι να συμμετέχει σε αυτές. Αν η ηγεσία του πραξικοπήματος έλθει σε επαφή μαζί σας, ακούστε τους, μη δεσμευθείτε για τίποτε και εξηγήστε ότι θα μεταφέρετε τις απόψεις τους στην Ουάσιγκτον» (τηλεγράφημα προς την Αθήνα στις 25 Νοεμβρίου 1973).


Ο Χένρι Κίσινγκερ αποφάσισε ύστερα από διαβουλεύσεις τριών ημερών να απορρίψει πλήρως την πρόταση Τάσκα και έστειλε ένα τηλεγράφημα στον πρεσβευτή στην Αθήνα:


«Σέβομαι τις εκτιμήσεις σας γύρω από τη λεπτή κατάσταση στην Ελλάδα και τη δική μας θέση μετά το πραξικόπημα της 25ης Νοεμβρίου. Είμαι παρ’ όλα αυτά αντίθετος στην άποψη ότι πρέπει να λέμε σε άλλες χώρες πώς να χειρίζονται τις δικές τους υποθέσεις και η στάση μας θα πρέπει να αντικατοπτρίζει αυτή τη θέση. Αν κάποιος απεσταλμένος της νέας ηγεσίας σάς πλησιάσει, θα πρέπει να δηλώσετε ότι:


1. Γνωρίζουμε καλά τα κοινά συμφέροντα των δύο χωρών στον τομέα της ασφάλειας.


2. Δεν έχουμε κανένα σκοπό να παρέμβουμε δημοσίως ή με οιονδήποτε άλλον τρόπο στις ελληνικές εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις.


3. Θα παρακολουθούμε από κοντά και με συμπάθεια τις εξελίξεις και θα αποφύγουμε δηλώσεις που θα καταστήσουν πιο δύσκολη την αποστολή της νέας ηγεσίας.


Δεν θα πρέπει να επιδιώξετε να δώσετε συμβουλές χωρίς να σας ζητηθεί. Αν όμως ερωτηθείτε, θα πρέπει να εξηγήσετε ότι οι ΗΠΑ για λόγους αρχής είναι προσηλωμένες στην έννοια της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας» (τηλεγράφημα προς την Αθήνα στις 28 Νοεμβρίου 1973).


Από τις οδηγίες αυτές ήταν σαφές ότι ο Κίσινγκερ δεν ενδιαφερόταν καθόλου για την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα, ενώ προφανή είναι και τα μηνύματα που θα λάμβανε ο Ιωαννίδης όταν θα του μετέφεραν τις αμερικανικές θέσεις. Ο Τάσκα δεν είχε εντολή να κάνει λόγο για επιστροφή στην ομαλότητα. Μόνο στην περίπτωση που κάποιος τον ρωτούσε έπρεπε να αναφερθεί έμμεσα στην αμερικανική προσήλωση στη δημοκρατία.


» Δεν βλέπω τον λόγο να βιαστούμε να υπερασπιστούμε τον Παπανδρέου «


Ο Χένρι Κίσινγκερ προήδρευσε της μεγάλης σύσκεψης στις 20 Μαρτίου. Το θέμα που συζητήθηκε ήταν, μεταξύ άλλων, το κατά πόσον ο πρεσβευτής κ. Τάσκα θα έπρεπε να δηλώσει ότι οι ΗΠΑ τάσσονται υπέρ της αποκατάστασης της δημοκρατίας στην Ελλάδα κατά την επικείμενη κατάθεσή του στην Επιτροπή Ρόζενταλ του Κογκρέσου. Ακολουθούν αποσπάσματα από τη συζήτηση μεταξύ των βασικών πρωταγωνιστών της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής την περίοδο εκείνη (Proceedings, Secretary’s Analytical Meeting, 20 Μαρτίου 1974):


Γουίλιαμ Θόρτον (υπεύθυνος του Τμήματος Σχεδιασμού): Στην Ελλάδα έχουμε ένα πρόβλημα γιατί μπορεί να έχουμε πολύ στενή συνεργασία τώρα αλλά είναι πιθανόν να αντιμετωπίσουμε σοβαρά προβλήματα σε μερικά χρόνια. Και κάτι ακόμη: η εκτίμησή μας είναι ότι το καθεστώς του Ιωαννίδη δεν θα κρατήσει πολύ καιρό. Η πιο αισιόδοξη εκτίμηση είναι ένας χρόνος.


Χένρι Κίσινγκερ (υπουργός Εξωτερικών): Γιατί; Ποιος θα τον ανατρέψει;


Γ. Θόρτον: Το πιο πιθανόν είναι να έχουμε μια νέα στρατιωτική χούντα. Εν τέλει όμως θα έχουμε ένα δημοκρατικό καθεστώς.


Χένρι Τάσκα (πρεσβευτής στην Αθήνα): Πρόκειται για ένα καθεστώς με ελάχιστη υποστήριξη 20-30 αξιωματικών. Η Αεροπορία είναι ουδέτερη. Στο Ναυτικό ο ναύαρχος Αραπάκης θα ήθελε πολύ να κινηθεί κατά του καθεστώτος εφόσον θα είχε την ευκαιρία. Και στον Στρατό όμως οι μυστικές υπηρεσίες λένε πως υπάρχει αστάθεια (…) καθώς ένας ταξίαρχος με τους λοχαγούς του δίνει εντολές σε στρατηγούς.


Χ. Κίσινγκερ: Αυτό πώς γίνεται;


Χ. Τάσκα: Γιατί ο ταξίαρχος είναι αυτός που έκανε το πραξικόπημα στις 25 Νοεμβρίου.


Χ. Κίσινγκερ: Ποιος είναι ο ταξίαρχος;


Χ. Τάσκα: Ο Ιωαννίδης.


Χ. Κίσινγκερ: Ω, δηλαδή, είναι απλώς ταξίαρχος;


(…)


Τζο Σίσκο (υφυπουργός Εξωτερικών): Το πρόβλημα είναι ότι η ελληνική κοινή γνώμη πιστεύει πως υποστηρίζουμε το σημερινό καθεστώς. Ο Παπαδόπουλος, όπως ξέρετε, δεσμεύθηκε ακόμη και με επιστολή του στον πρόεδρο για τη διενέργεια εκλογών. Αθέτησε όμως τις υποσχέσεις του.


Χ. Κίσινγκερ: Και γιατί αφορά αυτό τα αμερικανικά συμφέροντα; Από πότε πρέπει μια κυβέρνηση να δεσμευθεί έναντι των ΗΠΑ για τη διενέργεια εκλογών; Γιατί πρέπει, δηλαδή, να τους αναγκάσουμε να υποσχεθούν ότι θα κινηθούν προς την αντιπροσωπευτική δημοκρατία;


Χ. Τάσκα: Γιατί, ξέρετε, η Ελλάδα και ο λαός της έχουν μια ιδιαίτερη σημασία για τη Δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Η Βραζιλία και η Χιλή δεν έχουν την ίδια βαρύτητα. Καμία από αυτές τις χώρες δεν έχει έναν Δημητρακόπουλο που επί τέσσερα χρόνια αντιμάχεται την πολιτική μας.


Χ. Κίσινγκερ: Δηλαδή, πρέπει να αφήσουμε αυτή την ομάδα να χαράξει πολιτική;


Χ. Τάσκα: Και πώς να τους σταματήσουμε;


Χ. Κίσινγκερ: Μπορείτε να πείτε ότι το Στέιτ Ντιπάρτμεντ δεν έχει Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης. Ασκεί εξωτερική πολιτική για τις ΗΠΑ. Αντιμετωπίζει όλες τις κυβερνήσεις στο πλαίσιο των αμερικανικών συμφερόντων. Ετσι δεν χρειάζεται να εγκρίνεις ή να απορρίπτεις κάθε κυβέρνηση ξεχωριστά.


Χ. Τάσκα: Αυτή η πολιτική μπορεί να βοηθήσει σε άλλες χώρες αλλά όχι στην Ελλάδα.


Χ. Κίσινγκερ: Γιατί;


Χ. Τάσκα: Γιατί η Ελλάδα βασίζεται στον ξένο παράγοντα από το 1821. Είμαστε κομμάτι των εσωτερικών τους μηχανισμών, είτε μας αρέσει είτε όχι, είμαστε τμήμα του συστήματος και της πολιτικής διαδικασίας. Πρέπει να απεμπλακούμε αλλά θα πάρει χρόνο. Και ως τότε πρέπει να είμαστε υπεύθυνοι.


(…)


Χ. Κίσινγκερ: Ποιος είναι ο ορισμός της δημοκρατίας στην Ελλάδα;


Χ. Τάσκα: Πιστεύω ότι η πλειονότητα των Ελλήνων θα συμφωνούσε σε κάποιο σύστημα.


Χ. Κίσινγκερ: Ωραία, αν αναμειχθούμε στην Ελλάδα, γιατί όχι στη Γιουγκοσλαβία, στο Μαρόκο και στην Αλγερία;


Χ. Τάσκα: Δεν είναι το ίδιο.


Γ. Θόρτον: Κύριε υπουργέ, κανείς δεν πιστεύει ότι μπορούμε να επηρεάσουμε την κατάσταση στην Αλγερία. Στην Ελλάδα τα πράγματα είναι διαφορετικά.


Χ. Κίσινγκερ: Γιατί να μην πούμε ότι δεν ανακατευόμαστε;


Χ. Τάσκα: Γιατί έτσι πάλι εμπλεκόμαστε. Και μάλιστα υπέρ του Ιωαννίδη αυτή τη φορά… Δεν έχουμε πει τίποτε δημοσίως για την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Στις συζητήσεις μου μαζί του του είπα ότι είναι δική τους υπόθεση. Αυτό που με ρωτάνε όλο και περισσότεροι άνθρωποι της αντιπολίτευσης, και μάλιστα πολύ σημαντικοί πρωταγωνιστές που έβαλαν την Ελλάδα στο ΝΑΤΟ, είναι τι άλλαξε από την ώρα που έφυγε ο Ρότζερς από υπουργός Εξωτερικών, οπότε σταμάτησαν οι δηλώσεις υπέρ της επαναφοράς της δημοκρατίας. Είναι πολύ πιθανόν να με ρωτήσουν μάλιστα και στην Επιτροπή Ρόζενταλ του Κογκρέσου.


Χ. Κίσινγκερ: Και τι θα πεις;


Χ. Τάσκα: Τι θα πω; Αυτό θέλω, οδηγίες.


Χ. Κίσινγκερ: Θα τους πεις να ρωτήσουν εμένα. Τι θέλει η Επιτροπή, μία φορά τον χρόνο να κάνουμε τέτοια δήλωση; Μου έχετε θέσει ένα πολύ αφαιρετικό ζήτημα γιατί δεν πρόκειται για επιλογή ανάμεσα στη δημοκρατία και στη μη δημοκρατία… Και εν πάση περιπτώσει προτού αποφασίσει κάποιος θα έπρεπε να κάνει μια εκτίμηση ποια θα είναι η πιθανότερη εξέλιξη των πολιτικών πραγμάτων, πώς δηλαδή θα εξελιχθούν υπό τον Παπανδρέου ή υπό τον σημερινό ηγέτη. Δεν βλέπω τον λόγο να βιαστούμε να υπερασπιστούμε τον Παπανδρέου.


Χ. Τάσκα: Συμφωνώ απολύτως.


Χ. Κίσινγκερ: Αν τους πιέσουμε πολύ θα προκαλέσουμε κρίση και θα δείξουμε ότι δεν έχουμε επιρροή. Μπορεί να τους οδηγήσουμε ακόμη και σε λύσεις τύπου Καντάφι. Μία λύση είναι ο Παπανδρέου. Εχουμε συνεργασθεί μαζί του στο παρελθόν. Αν μπορούσαμε να συνεργαστούμε μαζί του, θα είχαμε μια κυβέρνηση που θα προστάτευε τα συμφέροντά μας και δεν θα σας ανάγκαζε να απολογείσθε στην Επιτροπή Ρόζενταλ. Αν όμως δεν μπορούμε να πετύχουμε αυτή την έκβαση και πρέπει να διαλέξουμε ανάμεσα στα συμφέροντά μας και σε κάποια άλλη εξέλιξη, έχουμε ένα δύσκολο πρόβλημα. Αν μπορούσαμε αύριο το πρωί να φτιάξουμε έναν Παπανδρέου με μια σταθερή κυβέρνηση… Δεν ξέρω όμως πώς μπορούμε να το κάνουμε.


Χ. Τάσκα: Ξέρετε, το πιθανότερο είναι ότι ο Στρατός δεν θα άφηνε τον Παπανδρέου να επιστρέψει και τους κομμουνιστές να έχουν λόγο.


Χ. Κίσινγκερ: Ισως κάνετε λάθος. Γνώριζα τον Παπανδρέου από την εποχή που ήταν αμερικανός καθηγητής και εργαζόταν επάνω σε νομισματικά ζητήματα.


Χ. Τάσκα: Ναι, αλλά δεν τον εμπιστεύονται. Είναι εξαιρετικά σκληρός σε ορισμένες δηλώσεις του. Δηλώνει ότι θα βγάλει την Ελλάδα από το ΝΑΤΟ και θα διώξει τους Αμερικανούς.


Χ. Κίσινγκερ: Δεν λέω ότι πρέπει να επιστρέψει ο Παπανδρέου. Δεν με ενδιαφέρει ποιος θα αναλάβει καθώς είναι ειδικοί ως έθνος στο να προκαλούν απίστευτες κρίσεις με απρόβλεπτες συνέπειες… Εδώ κάνουμε εξωτερική πολιτική, όχι πολιτική για εσωτερικές υποθέσεις άλλων. Δεν αναμειγνυόμαστε σε άλλες χώρες. Αν θέλετε να με πείσετε να αλλάξουμε πολιτική, θέλω να ακούσω ισχυρά επιχειρήματα.


Χ. Τάσκα: Εντάξει. Κάτι ακόμη όμως: αυτοί οι άνθρωποι είναι πρωτόγονοι στους χειρισμούς εξωτερικής πολιτικής. Υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν πως θα μπορούσαν να εμπλακούν σε διενέξεις με την Τουρκία γύρω από το Αιγαίο ή την Κύπρο. Η υπόθεση της εξόρυξης πετρελαίου στο Αιγαίο μάς δείχνει πως μπορούν να πάνε ακόμη και σε πόλεμο. Και αυτό θα δημιουργήσει προβλήματα στην Κύπρο.


Χ. Κίσινγκερ: Αυτό είναι θέμα εξωτερικής πολιτικής και μπορούμε να το χειριστούμε.


Στα πρακτικά κατεγράφη η απόφαση του Κίσινγκερ να μην υπάρξει δήλωση του αμερικανού πρεσβευτή υπέρ της επαναφοράς της δημοκρατίας στην Ελλάδα στην κατάθεσή του στο Κογκρέσο αλλά να παραπέμψει το θέμα στον ίδιο τον αμερικανό υπουργό…


ΦΗΜΕΣ Η «πρόωρη αισιοδοξία»


Στο τέλος του 1973 ο ταξίαρχος Ιωαννίδης βρισκόταν στην εξουσία και οι συνεργάτες του, όπως έμαθε ο Τάσκα, κυκλοφορούσαν τη φήμη ότι η CIA βρισκόταν πίσω από το πραξικόπημα της 25ης Νοεμβρίου ώστε να ενισχύσουν τη θέση τους. Ο ίδιος ο Ιωαννίδης σε συζήτηση που είχε με τον πρώην βουλευτή Γιάννη Τσουδερό ισχυρίστηκε ότι η CIA του είχε προσφέρει ένα εκατομμύριο δολάρια για να ανατρέψει τον Παπαδόπουλο και να φέρει πίσω τον Καραμανλή. Ο Τσουδερός ενημέρωσε τον Τάσκα, ο οποίος απευθύνθηκε στον αρχηγό της CIA Γουίλιαμ Κόλμπι. Εκείνος τον διαβεβαίωσε ότι οι ισχυρισμοί του Ιωαννίδη ήταν εντελώς αναληθείς. Η πληροφορία κυκλοφόρησε όμως στα αθηναϊκά σαλόνια προκαλώντας την «πρόωρη αισιοδοξία» ορισμένων στελεχών της ΕΡΕ, όπως επεσήμανε ο Τάσκα (τηλεγράφημα από την Αθήνα στις 3 Δεκεμβρίου 1973).


Την άνοιξη του 1974 ο Τάσκα επισκέφθηκε την Ουάσιγκτον προκειμένου να πείσει την ηγεσία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για την ανάγκη αλλαγής πολιτικής. Ο προϊστάμενός του τού όρισε μια κρίσιμη σύσκεψη για τις 20 Μαρτίου. Το επιτελείο του ετοίμασε μια μακροσκελή αναλυτική έκθεση η οποία περιείχε μια σειρά εναλλακτικές πολιτικές: από τη διενέργεια μυστικών επιχειρήσεων εναντίον του καθεστώτος ως τη συνέχιση της πολιτικής Κίσινγκερ. Στον πρόλογο οι συντάκτες της ανέφεραν ότι «η περίπτωση της Ελλάδας αποτελεί τμήμα ενός κλασικού διλήμματος που αφορά τις σχέσεις μας με τη Νότια Αφρική, τη Χιλή και άλλες χώρες καθώς η βραχυπρόθεσμη εξυπηρέτηση των αμερικανικών συμφερόντων μπορεί να βλάψει ανεπανόρθωτα τη μακροπρόθεσμη θέση μας». Η έκθεση προέβλεπε: «Οι άνθρωποι που θα κυβερνήσουν την Ελλάδα θα προέρχονται μάλλον από την προδικτατορική πολιτική τάξη. Η μετριοπαθής πολιτική ηγεσία της Ελλάδας θέλει στενούς δεσμούς με το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ και δεν θέλει να στραφεί εναντίον τους. Η στάση της έναντι των ΗΠΑ θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το αν μας βλέπουν ως υποστηρικτές της χούντας. Για να το πούμε απλά, όσο πιο εύκολα διασφαλίσουμε τώρα τη συνεργασία της Ελλάδας σε θέματα ασφάλειας τόσο πιο δύσκολο θα γίνει αυτό με τις διάδοχες κυβερνήσεις» (Secret Discussion Paper for Secretary’s Analytical Meeting, 20 Μαρτίου 1974).