«Κανένας δεν μπορεί να είναι ευφυής φορώντας ένα καπέλο σαν ταψί»


Ο Τζόζεφ Φρανκ Κίτον ο έκτος είχε το ανέκφραστο πρόσωπο επαγγελματία χαρτοπαίκτη και ένα ιδιαίτερα παραγωγικό ταλέντο χάρη στο οποίο διακρίθηκε ως ένας από τους καλύτερους κωμικούς ηθοποιούς του βωβού κινηματογράφου. Γεννημένος σχεδόν επάνω στο σανίδι, κληρονόμησε το πάθος του αλκοολικού πατέρα του για τη σκηνή αλλά και για το ποτό. Γύρισε την πρώτη του ταινία το 1917 και έκτοτε ακολούθησε βήμα βήμα την πορεία του αμερικανικού κινηματογράφου συμμετέχοντας πότε με επιτυχίες και άλλοτε με αποτυχίες (που εν μέρει οφείλονταν στη εξάρτησή του από το αλκοόλ) σε όλα τα στάδια εξέλιξής της.


Αντίθετα από τον μεγαλύτερο ανταγωνιστή του, τον Τσάρλι Τσάπλιν, που χρησιμοποιούσε την κάμερα σαν το όχημα που κατέγραφε την άψογη ερμηνεία του, ο Κίτον επιστράτευε τους νεοανακαλυφθέντες μηχανισμούς του σινεμά για να εξασφαλίζει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα στις κωμωδίες του. Το 1930 πέρασε με μεγάλη επιτυχία το τεστ της μετάβασης από τον βωβό στον ομιλούντα κινηματογράφο, τρία όμως χρόνια αργότερα έχοντας χάσει έδαφος στα μάτια των «μεγάλων αφεντικών», αναγκάστηκε να ενώσει το ταλέντο του μαζί με αυτό του Τζίμι Ντουράντε, προκειμένου να κρατηθεί η κωμωδία («What! Νο beer?») στο ύψος της. Παρ’ ότι και οι επτά ταινίες του Κίτον που ακολούθησαν ήταν χλωμά αντίγραφα της δουλειάς του στον βωβό, έσπασαν τα ταμεία. Ο Κίτον απολύθηκε από την MGM λόγω των αλλεπάλληλων μεθυσμένων επεισοδίων που έφερναν το στούντιο σε δύσκολη θέση, και για μια δεκαετία δεν έβρισκε παρά μικρούς ρόλους.


Ανέλπιστα, η δεκαετία του ’50 και η δημοτικότητα της αμερικανικής τηλεόρασης έδωσαν στον Μπάστερ τη δυνατότητα να κερδίσει το χαμένο έδαφος αλλά και να βρει ένα καινούργιο μέσο για να διοχετεύσει το πολύπλευρο ταλέντο του. Πρωταγωνίστησε σε μία τηλεοπτική σειρά υποδυόμενος τον εαυτό του. Η ιστορία της ζωής του έγινε και αυτή ταινία (με τον Ντόναλντ Ο’Κόνορ στον ρόλο του Κίτον), αν και δεν ανταποκρινόταν απόλυτα στην πραγματικότητα. Ο Κίτον με το ποσό που εισέπραξε αγόρασε ένα σπίτι στο οποίο πέρασε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του. Τη δεκαετία του ’60 ο Μπάστερ Κίτον ανακαλύφθηκε ξανά και έγινε περιζήτητος γυρίζοντας τη μία ταινία μετά την άλλη. Το 1959 του αποδόθηκε ειδικό Οσκαρ «για το μοναδικό του ταλέντο που έδωσε πνοή στις αθάνατες κωμωδίες». Ο Κίτον παντρεύτηκε τρεις φορές και απέκτησε δύο γιους. Πέθανε από καρκίνο του πνεύμονα.