Παράσταση νίκης
Επειτα από αρκετές αναβολές το πρώτο SUV στην ιστορία της Aston Martin και το αυτοκίνητο στο οποίο οι Βρετανοί έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους για ένα καλύτερο μέλλον είναι γεγονός και δείχνει να έχει όλα τα προσόντα για να αρθεί στο ύψος των προσδοκιών.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Κάθε νέο μοντέλο έχει βαρύνουσα σημασία για τον κατασκευαστή του. Στη δε περίοδο που διανύουμε θα μπορούσε να θεωρηθεί ακόμα μεγαλύτερη, με δεδομένο και ότι οι εποχές που ένα αυτοκίνητο προέκυπτε απλά και μόνο για να ικανοποιήσει το «καπρίτσιο» ενός μέλους του ΔΣ μιας εταιρείας έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί, δίνοντας τη θέση τους σε αυτοκίνητα που έχουν πραγματικά λόγο ύπαρξης.
Το 2020, με τα όσα παράδοξα μπορεί κανείς να του καταλογίσει, είναι μια χρονιά κατά την οποία εμφανίστηκαν εξαιρετικά σημαντικά νέα μοντέλα που το καθένα για διαφορετικούς λόγους αναλαμβάνει να επωμιστεί έναν εξίσου σημαντικό ρόλο.
Σε αυτά δεν μπορεί να μη συμπεριλάβει κανείς το VW ID.3, το οποίο, ως το πρώτο ευρείας παραγωγής ηλεκτροκίνητο μοντέλο του γερμανικού ομίλου, έχει αναλάβει τον διόλου ευκαταφρόνητο ρόλο να συστήσει τη νέα ηλεκτρική εποχή της μεγαλύτερης αυτοκινητοβιομηχανίας του κόσμου. Ενα επίσης σημαντικό μοντέλο για την εφετινή χρονιά είναι το νέο Land Rover Defender, με δεδομένο ότι η αποδοχή του ή μη από το κοινό θα κρίνει εν πολλοίς τη μελλοντική επιτυχία της βρετανικής φίρμας που τελευταία ασθμαίνει επικίνδυνα σε οικονομικούς όρους με συνέπειες και για το προϊοντικό της portfolio.
Το διακύβευμα
Οσο σημαντικά και αν είναι ωστόσο τα δύο παραπάνω μοντέλα, δεν συγκρίνονται με το στοίχημα όσων έδωσαν το πράσινο φως και, εν τέλει, δημιούργησαν την DBX. Ο λόγος είναι ότι το βρετανικό SUV δεν αποτελεί καν ένα μοντέλο από το οποίο «απλώς» η Aston Martin προσδοκά μια καλύτερη προοπτική σε ένα ακαθόριστο χρονικά, απώτερο μέλλον. Η DBX είναι «καταδικασμένη» να επιτύχει εδώ και τώρα καθώς σε διαφορετική περίπτωση θα τεθεί εν αμφιβόλω το αύριο της βρετανικής φίρμας.
Εχοντας, λοιπόν, ακολουθήσει το μακρύ ταξίδι της από τα σχεδιαστήρια ως τη διαδικασία των δοκιμών εξέλιξης, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να οδηγήσουμε ένα αντίτυπο της DBX, πλέον ως έκδοσης παραγωγής, προκειμένου να διαπιστώσουμε κατά πόσο διαθέτει τα απαιτούμενα προκειμένου να εκπληρώσει τις υψηλές προσδοκίες που την περιβάλλουν.
Ξεκαθαρίζοντας εξ αρχής τη θέση μας ως evo, η εμφάνιση των λεγόμενων SUV επιδόσεων υπήρξε από καταβολής τους, εδώ και περίπου μια εικοσαετία, κάπως προβληματική τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη δική μας θεώρηση πραγμάτων. Για να διευκρινίσουμε, τα πρώτα αυτοκίνητα του είδους, αρχικά η BMW X5 και στη συνέχεια η Porsche Cayenne, απέδειξαν μεν ότι μοντέλα που έχουν εξελιχθεί με όρους και προσανατολισμό off-road μετακίνησης μπορούν κάλλιστα να λειτουργήσουν ως ασφάλτινες προτάσεις αξιώσεων, θα αποτελούν πάντα δε περισσότερο το είδος του αυτοκινήτου το οποίο επιλέγει κανείς για να καλύψει μια συγκεκριμένη ανάγκη, παρά εκείνο το είδος για το οποίο θα αναζητήσει χώρο στο γκαράζ του ή ένα ακόμα γκαράζ όπου θα τα φυλά ως κόρη οφθαλμού.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι τόσο το είδος όσο και τα προαναφερθέντα μοντέλα δεν είναι αξιοθαύμαστα δείγματα μηχανικής, κάθε άλλο, ωστόσο σύμφωνα με τη δική μας οπτική δεν είναι αυτό που θα όριζε κανείς ως την αγαπημένη του οδηγική μηχανή.
Σε κόντρα… ρόλο
Επιστρέφοντας στην DBX, σε αντίθεση με την πλειονότητα των ανταγωνιστικών της μοντέλων, ή μάλλον, για την ακρίβεια, σε αντίθεση με όλους τους «αντιπάλους» της, σχεδιάστηκε με status μοναδικότητας από την Aston Martin. Ετσι, σε αντιδιαστολή με ό,τι συμβαίνει σε πολλές περιστάσεις, η DBX και τα μέρη που τη συναποτελούν δεν χρειάστηκε να… λάβουν υπόψη μια μελλοντική αναμόρφωση για χρήση σε κάποια διαφορετική, πιο προσιτή ή πιο high-end θέση της προϊοντικής πυραμίδας. O μόνος περιορισμός της είναι ότι έπρεπε να αποτελέσει μια αυθεντική Aston Martin.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μια «σχετική» απόλυτη ελευθερία για τους Marek Reichman και Matt Becker, οι οποίοι υπογράφουν την αισθητική και την εξέλιξη αντιστοίχως. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο τελευταίος είχε τον απόλυτο έλεγχο στον σχεδιασμό της αρχιτεκτονικής του μοντέλου, αποφασίζοντας από το ακριβές σημείο στήριξης της ανάρτησης έως τη θέση του V8 κινητήρα κάτω από το καπό, ενώ ο Μ. Reichman, από την πλευρά του, τη δυνατότητα να σχεδιάσει το SUV ακριβώς όπως ήθελε, χωρίς να χρειαστεί να κάνει τον οποιοδήποτε συμβιβασμό σε σχέση με το όραμά του για την εξωτερική εμφάνιση όσο και για το εσωτερικό της DBX.
Αμφότεροι συμφωνούν ότι η διαδικασία εξέλιξης της DBX υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες ευθύνες που έχουν αναλάβει κατά τη διάρκεια της πολύχρονης καριέρας τους αλλά και ένα project που τους επεφύλαξε μια πρωτόγνωρη ελευθερία.
Από λευκό χαρτί
Από σχεδιαστική άποψη το αποτέλεσμα δεν είναι αυτό που θα αποκαλούσε κανείς κλασική Aston Martin.
Ταυτόχρονα δεν μπορείς να μη θαυμάσεις τον τρόπο που ο επικεφαλής σχεδιασμού της βρετανικής φίρμας κατάφερε να «κρύψει» τον όγκο της DBX με σοφιστικέ αισθητικά τερτίπια και εμμονική προσέγγιση στη λεπτομέρεια, που τελικά καθιστούν το δημιούργημα της Aston πολύ πιο ευχάριστο στα μάτια και, ας μου επιτραπεί η έκφραση, λιγότερο «προσβλητικό» από άλλους εκπροσώπους του είδους της.
Στα επιμέρους στοιχεία, αξίζει να παρατηρήσει κανείς την περίτεχνη κατασκευή του πίσω τμήματος με το ducktail και το οπτικό αποτέλεσμα που προκύπτει από τον συνδυασμό της πανοραμικής ηλιοροφής και της θύρας αποσκευών. Σε ό,τι αφορά την όψη της, αν και απέχει από την κομψότητα μιας DB11 ή την «ταγμένη» στη λειτουργικότητα φόρμα της Vantage ή της DBS, είναι εξόχως επιβλητική, κερδίζοντας το παιχνίδι των εντυπώσεων που είναι εν συνόλω θετικές για την εξωτερική αισθητική της.
Το δε εσωτερικό της δεν έχει καμία σχέση με οτιδήποτε άλλο προσφέρει η Aston Martin απέχοντας γαλαξιακές αποστάσεις από όσα γνωρίζαμε μέχρι σήμερα για τη βρετανική φίρμα. Πρωτίστως η θέση οδήγησης, η οποία δείχνει να καταφέρνει το ιδανικό, μιας και είναι σχετικά χαμηλή, χωρίς όμως να στερεί τη θέαση προς οποιοδήποτε άκρο του αμαξώματος. Δευτερευόντως, η ποιότητα σε όρους σχεδίασης, υλικών και φινιρίσματος έχει ξεκάθαρα περάσει σε άλλο επίπεδο θέτοντας νέες προδιαγραφές για τη βρετανική φίρμα.
Οι τελευταίες βέβαια θα κληθούν να αντεπεξέλθουν και σε ένα πολύ διαφορετικό σε σχέση με τις συνήθειες της Aston Martin test αξιοπιστίας και ανθεκτικότητας, το οποίο υπαγορεύεται από τον νέο οικογενειακό προσανατολισμό του μοντέλου.
To μόνο μελανό σημείο που εντοπίζει κανείς στη διαμόρφωση του θαλάμου επιβατών είναι ότι αν και η DBX επωφελείται από όλα εκείνα τα ηλεκτρονικά καλούδια τα οποία υπόσχεται η… προέλευσή τους (η ηλεκτρονική πλατφόρμα προέρχεται από τη Mercedes-Benz), δεν διαθέτει οθόνη με τεχνολογία αφής, στοιχείο το οποίο θα μπορούσε να απογοητεύσει ορισμένους με τα δεδομένα και τα μέτρα της εποχής.
Επί το έργον
Οπως και να έχει σε επίπεδο gadget, αυτό που εντυπωσιάζει περισσότερο στην περίπτωση της DBX είναι η αρχιτεκτονική της. Η διαφορά στην προσέγγιση είναι τόσο διαφορετική που χρειάζεται να διανύσει κανείς μόνο λίγα μέτρα για να διαπιστώσει ότι ο M. Becker δεν έλαβε υπόψη κανένα δεδομένο για την κατηγορία, καθιστώντας την Aston Martin, στην πρώτη της απόπειρα για το είδος, ισάξια με ένα SUV που κάνει τον ανταγωνισμό να δείχνει σόλοικος τόσο σε όρους επιδόσεων όσο και πολυτέλειας.
Και αν αυτό δεν είναι αρκετό για να εντυπωσιάσει, μπορώ επίσης να πω ότι στην πραγματικότητα η DBX υπερέχει σε ό,τι αφορά την αίσθηση που προσφέρει ακόμα και σε σχέση με τα «αξιότερα» sportswagons, του Audi RS6 συμπεριλαμβανομένου, έχοντας ταυτόχρονα την ικανότητα να ακολουθήσει τους δρόμους τους λιγότερους ταξιδεμένους με ευκολία ανάλογη οποιουδήποτε off-road αντιπάλου της.
Ταυτόχρονα με τα παραπάνω, καταφέρνει να αποτελεί ένα καλύτερο GT σε σχέση με την DB11 και πολλά άλλα της κατηγορίας, ενώ με την ίδια ακριβώς ευκολία μπορεί να επιτρέψει στον οδηγό της να αφεθεί σε ένα αέναο drifting, επιδεικνύοντας αξιοζήλευτα χαρακτηριστικά και έλεγχο για το σκαρί της που συνοψίζεται σε μήκος 5,0 μέτρων και βάρος 2.245 κιλών. Και κάπως έτσι αντιλαμβάνεται κανείς το μέγεθος του επιτεύγματος του M. Becker και της ομάδας του.
Συνοψίζοντας, η DBX έχει περισσότερο χαρακτήρα και προσωπικότητα από όλες τις παραπάνω κατηγορίες αυτοκινήτων. Το στήσιμο της αερανάρτησης είναι από τα καλύτερα που έχουμε δοκιμάσει ποτέ σε αυτοκίνητο, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για την ποιότητα της μετακίνησης ανεξαρτήτως τού ποιο είναι το ζητούμενο.
Η ισορροπία, ο έλεγχος και το κράτημα που προσφέρει υπό πίεση επιβεβαιώνουν το σπορ DNA και τα αλάνθαστα sportscar αντανακλαστικά της Aston Martin, ενώ με τα ίδια ακριβώς συστατικά έχει «σμιλευτεί» και το σύστημα διεύθυνσης, το οποίο είναι ακριβές, γραμμικό και εξαιρετικά καλοζυγισμένο τόσο σε απόκριση όσο και σε πληροφόρηση.
Η ευελιξία που επιδεικνύει σε περιβάλλον πίστας και η σιδηρά πυγμή με την οποία απομακρύνεται ντριφτάροντας από την κορυφή μιας στροφής… αγωνιστικού πεδίου μεταφράζεται αυτομάτως σε ένα είδος ακρίβειας που, σε «πολιτικό» περιβάλλον, θα ντρόπιαζε ακόμα και ορισμένα σπορ τετράθυρα μοντέλα.
Σε απόλυτες τιμές, μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι η DBX είναι το μόνο αυτοκίνητο του είδους που προσφέρει τέτοιον βαθμό εμπλοκής και διασκέδασης στον οδηγό του και το μοναδικό SUV που θα συνιστούσα σε κάποιον που θα ήθελε να αγοράσει SUV ή αναζητεί μια εναλλακτική λύση σε ένα γρήγορο station wagon.
Eίναι επίσης το καλύτερο αυτοκίνητο που κατασκευάζει σήμερα η Aston Martin η οποία, αν αντιμετωπίσει τα μελλοντικά της προϊόντα με την DBX ως οδικό χάρτη, είναι σίγουρο ότι πολύ γρήγορα θα αφήσει πίσω της διά παντός τα όποια προβλήματα την ταλανίζουν στο παρόν.

