Οι Ελληνες ψήφισαν ξεκάθαρα. Οσοι θέλουν εκσυγχρονισμό, ευρωπαϊκή προοπτική για τη χώρα, σοβαρότητα και μόχθο, πατριωτισμό και σύνεση καθώς και το ευρύτερο δυνατό κοινωνικό άνοιγμα, που δεν αυτοακυρώνεται αμέσως από τον πληθωρισμό, επέλεξαν τον Σημίτη και τον Συνασπισμό. Θα τους είχαν ακολουθήσει και αρκετοί άλλοι, από τον χώρο του Κέντρου, αν δεν υπήρχαν τα βάρη της ιστορίας. Ολοι αυτοί και πιθανότατα μερικοί άλλοι αποτελούν την Κεντροαριστερά. Που δεν διαφέρει ως προς την πολιτική ουσία σε τίποτε από τα μεγάλα δημοκρατικά σοσιαλιστικά ευρωπαϊκά κόμματα που επίσης «στεγάζουν» πολλές οργανωμένες και μη τάσεις.


Αυτό ήταν και το μεγάλο, το σημαντικό «μάθημα» των εκλογών της περασμένης Κυριακής. Που επιβεβαιώνεται και από τα επιμέρους αποτελέσματα: ο κ. Εβερτ έπαιξε τον υπερεθνικισμό και την πολιτική των παροχών και έχασε. Ο κ. Σαμαράς καταποντίστηκε. Ο κ. Τσοβόλας που προσπάθησε να παίξει τον Εβερτο-Σαμαρά του ΠαΣοΚ στέρησε ίσως τους «εμπνευστές» του από αρκετές ψήφους, δεν κατάφερε όμως παρά να εμποδίσει την επανεκλογή μερικών «ακροδεξιών προοδευτικών» του κινήματος, που στηρίζονται στο γνωστό τρίπτυχο του λαϊκισμού, των δήθεν κοινωνικών παροχών και του δήθεν αδιαπραγμάτευτου εθνικισμού τους.


Αυτό το μεγάλο μάθημα πολλοί προσπαθούν τώρα να το πνίξουν με απίστευτες θεωρίες έξω από κάθε αρχή και κάθε ηθική. Μας λένε ότι η εκλογή της 22ας Σεπτεμβρίου μετατόπισε σημαντικά σε βάρος της «Κεντροδεξιάς» το σύνορο που την χωρίζει από την Κεντροαριστερά. Και για να το «αποδείξουν» καταλογίζουν στην Κεντροδεξιά τα κουκιά της Νέας Δημοκρατίας και της (τέως;) Πολιτικής Ανοιξης και στην Κεντροαριστερά τα κουκιά του ΠαΣοΚ, του Συνασπισμού, του Τσοβόλα και του ΚΚΕ. Με την ίδια λογική θα μπορούσαν να προσθέσουν τον κ. Λεβέντη στην Κεντροδεξιά και τους διάφορους μαρξιστές όλων των τάσεων στην Κεντροαριστερά!


Ολα αυτά θα ήταν απλώς αστεία αν δεν είχαν έναν συγκεκριμένο και πονηρό στόχο: να αποδείξουν ότι ο κ. Σημίτης οφείλει να ακολουθήσει όχι το πρόγραμμά του αλλά το πρόγραμμα των κομματικά και διακομματικά ηττημένων. Να αποδεχθεί τα εθνικιστικά τους αδιέξοδα. Να αποδεχθεί τον λαϊκισμό τους. Να συνεχίσει τους διεθνείς λεονταρισμούς στα εύκολα και θεαματικά και τις πραγματικές συνθηκολογήσεις στα ουσιαστικά κατά το παράδειγμα του «πατριωτικού παρελθόντος» που μας οδήγησε από το «βυθίσατε το Χόρα» στο Νταβός, από τους αστερίσκους στα ανακοινωθέντα του ΝΑΤΟ στις παρακλήσεις για νέα στρατηγεία του στην Ελλάδα, από τον Ασαντ, τον Καντάφι και τον Γιαρουζέλσκι στην επίκληση αμερικανικών παρεμβάσεων με διάφορες αντιπαροχές. Πάντα όμως, τότε όπως και αργότερα, σε βάρος των ευρωπαίων εταίρων μας.


Ολοι γνωρίζουμε ότι «Κεντροαριστερά», όπως αυτή που περιγράφεται από την επομένη των εκλογών, απλώς δεν υπάρχει. Διότι δεν είναι ένα αλλά περισσότερα τα σύνορα που τέμνουν την ελληνική (και ευρωπαϊκή) πολιτική πραγματικότητα. Βεβαίως, η Νέα Δημοκρατία αποδέχτηκε να στεγάζει στους κόλπους της και νοσταλγούς της χούντας και ακροδεξιούς και φιλελεύθερους και κεντρώους. Πρόβλημά της και πρόβλημα μερικών αξιοπρεπών στελεχών της η συμβίωση με όλα τούτα, αν και το εκλογικό αποτέλεσμα θα έπρεπε να προβληματίζει πολλούς. Οσο για τον κ. Σαμαρά, σαφές είναι ότι η οξεία «ιμιοπάθεια» του κ. Εβερτ του αφαίρεσε κάθε μη προσωπικό ρόλο ύπαρξης.


Η Κεντροαριστερά που υπάρχει περιλαμβάνει το σημιτικό ΠαΣοΚ και τον Συνασπισμό. Δεν περιλαμβάνει τον κ. Τσοβόλα, απλούστατα διότι ο κ. Τσοβόλας και οι οπαδοί του δεν έχουν απολύτως καμία σχέση με τον δημοκρατικό σοσιαλισμό: είναι τα ορφανά του πρώην αυριανισμού και (ο καθένας μπορεί να συγκρίνει λόγους και προγράμματα) οι θέσεις του δεν διαφέρουν σε τίποτε το ουσιώδες και ακόμη λιγότερο ως προς το ήθος και την αμνησία των προσωπικών παρελθόντων από τις θέσεις της Πολιτικής Ανοιξης και του κ. Σαμαρά. Μένει το ΚΚΕ: το ίδιο δηλώνει ότι δεν έχει καμία σχέση με τους άλλουςΩ όλους τους άλλους!


Είναι δεδομένο ότι το μεγαλύτερο κομμάτι της Νέας Δημοκρατίας, το σύνολο σχεδόν του σημερινού ΠαΣοΚ και ο Συνασπισμός έχουν ευρωπαϊκό προσανατολισμό: δίνουν τις μάχες τους για την Ελλάδα και την ευρωπαϊκή προοπτική όχι εναντίον των ευρωπαϊκών θεσμών αλλά μέσα σε αυτούς. Είναι δεδομένο ότι στις 22 Σεπτεμβρίου η πλειοψηφία στράφηκε συχνά εναντίον των υπερεθνικιστών ακόμη και επιλέγοντας σε κάθε ψηφοδέλτιο μεταξύ των υποψηφίων: «επέζησαν» όσοι από αυτούς φρόντισαν προεκλογικά να ευθυγραμμισθούν βάζοντας τόνους νερού στο ως πρόσφατα δυνατό γαλανόλευκο κρασί τους. Είναι επίσης δεδομένο ότι η πλειοψηφία αρνήθηκε τις εύκολες παροχές των κάθε λογής λαϊκισμών και επέλεξε τη σοβαρότητα και την προσπάθεια. Οσοι προσπαθούν να μας πουν τώρα ότι ο Σημίτης πρέπει να το παίξει Τσοβόλας και Εβερτ απλώς αναζητούν μία «ρεβάνς» σε βάρος της λαϊκής θέλησης.