Στις 15 Νοεμβρίου 2023 ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Τζο Μπάιντεν καλωσόρισε τον ομόλογό του της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας Σι Τζινπίνγκ σε μια έπαυλη στο Γούντσαϊντ της Καλιφόρνιας, περίπου 50 χιλιόμετρα έξω από το Σαν Φρανσίσκο.

Οι δύο ηγέτες παρακάθησαν σε γεύμα, περπάτησαν μαζί στον κήπο, έδωσαν τα χέρια μπροστά στις κάμερες – και την αίσθηση ότι η θερμοκρασία στο ψυχρό κλίμα των προηγούμενων μηνών είχε ανέβει κατά μερικούς βαθμούς.

«Ο πλανήτης είναι αρκετά μεγάλος και για τους δυο μας» σχολίασε ο Σι μετά τη συνάντηση. «Τα είπαμε μεταξύ μας σταράτα για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις» πληροφόρησε τους δημοσιογράφους ο Μπάιντεν.

Σύμφωνα με τα όσα διέρρευσαν, δεν υπήρχαν ελέφαντες στο δωμάτιο: και το ζήτημα των ανθρώπινων δικαιωμάτων στην Κίνα τέθηκε και το θέμα της επανένωσης με την Ταϊβάν εθίγη και ο έλεγχος της τεχνητής νοημοσύνης συζητήθηκε. Κατά βάση, ωστόσο, οι δύο υπερδυνάμεις συμφώνησαν ότι είναι ανταγωνίστριες. Και τίποτα δεν υποδεικνύει καλύτερα τον αυξανόμενο μεταξύ τους ανταγωνισμό από τον πόλεμο των μικροτσίπ που έχει ξεσπάσει εδώ και έναν χρόνο.

Στις 7 Οκτωβρίου 2022 το Γραφείο Βιομηχανίας και Ασφάλειας, μια μικρή υποδιαίρεση του αμερικανικού υπουργείου Εμπορίου, εξέδωσε ένα έγγραφο 139 σελίδων αριστουργηματικής γραφειοκρατικής γλώσσας και ασυναγώνιστης μικροσκοπικής τεχνικής λεπτομέρειας με το οποίο επικαιροποιούνταν οι εξαγωγικοί κανόνες των Ηνωμένων Πολιτειών.

Πρόκειται για μια τακτική διαδικασία ενός από τα μικρότερα (προϋπολογισμός 140 εκατομμύρια δολάρια, προσωπικό 350 άτομα) και πιο αφανή τμήματα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, του οποίου ο ρόλος υπήρξε κρίσιμος κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, όταν οι άδειες εξαγωγών αγαθών και τεχνολογίας ελέγχονταν πολύ προσεκτικά για τον φόβο της Σοβιετικής Ενωσης, έκτοτε όμως ουσιαστικά φυτοζωούσε.

Κρυμμένο μέσα στην ακατάσχετη διαδοχή νομικών όρων που συνιστούσαν τον νέο κανονισμό, ήταν κάτι πρωτόγνωρο: η ουσιαστική απαγόρευση εξαγωγής ημιαγωγών σε εταιρείες κινεζικών συμφερόντων.

Η ιδιαιτερότητα της απόφασης ήταν διπλή. Αφενός, ερμηνεύοντας διασταλτικά την έννοια της αμερικανικής προέλευσης σε οποιοδήποτε τέτοιο προϊόν χρησιμοποιεί έστω και ψήγματα αμερικανικής τεχνογνωσίας δέσμευε σχεδόν το σύνολο της δυτικής παραγωγής, αφετέρου αποτελούσε κλιμάκωση σε μια εντεινόμενη την τελευταία δεκαετία οικονομική αντιπαράθεση. Βλέπετε, ο όρος «ημιαγωγός» είναι παραπλανητικός.

Στην πραγματικότητα, μιλάμε για την καρδιά των σημερινών ηλεκτρονικών συστημάτων, τα μικροτσίπ. Και με τη μονοπώλησή τους στόχος των ΗΠΑ είναι η παρεμπόδιση της Κίνας στην κούρσα για την τεχνολογία της τεχνητής νοημοσύνης.

Ημιαγωγοί και σπάνιες γαίες

Κατά μία έννοια, κάθε καταναλωτική συσκευή σήμερα – από τα smartphones έως τα πλυντήρια που συνδέονται στο οικιακό WiFi – είναι ένας μικρός ηλεκτρονικός υπολογιστής. Διαθέτει μικροεπεξεργαστές με τους οποίους λειτουργεί και επικοινωνεί με τις όμοιές της. Τα νέα μοντέλα αυτοκινήτων φέρουν περίπου 1.000 τέτοια στοιχεία. Το ChatGPT της Open AI χρειάστηκε περισσότερα από 10.000, και μάλιστα τα πιο προηγμένα, προκειμένου να ολοκληρώσει τη μαθητεία του.

Η τεχνολογία της τεχνητής νοημοσύνης απαιτεί ασύλληπτη υπολογιστική ισχύ, κορυφαία ποιότητα και γιγαντιαίες ποσότητες μικροτσίπ. Ως πρωτοπόρος της επανάστασης των υπολογιστών, η Δύση είναι αυτάρκης στον συγκεκριμένο τομέα. Η Κίνα, όχι. Σύμφωνα με όσα έγραφε ο Αλεξ Πάλμερ στους «New York Times» τον Ιούλιο του 2023, μόνο το 15,9% της ζήτησης μπορεί να καλυφθεί από την εγχώρια παραγωγή.

Οι εισαγωγές ημιαγωγών είναι θηριώδεις: το 20%-25% των ετήσιων εσόδων της αμερικανικής εταιρείας Nvidia, μιας από τις κορυφαίες στον χώρο, προέρχεται από την κινεζική αγορά, σημείωνε ο Γουίλ Χένσαλ στο «Time» στις 6 Νοεμβρίου 2023. Η απρόσκοπτη ροή υλικού από Δυσμάς προς Ανατολάς στον σύγχρονο Δρόμο του Μεταξιού επέτρεψε στην Κίνα να διαθέτει τον Ιούνιο του 2023 περί τους 134 υπερυπολογιστές αντί 150 των ΗΠΑ κατά την τακτική καταμέτρηση του Εργαστηρίου Υπολογιστικής Καινοτομίας του Πανεπιστημίου του Τενεσί.

Τα δεδομένα βέβαια είναι ελλιπή – εσκεμμένα, πιστεύει ο διευθυντής του προγράμματος, Τζακ Ντονγκάρα. Ενα άρθρο του «Harvard Business Review» τον Φεβρουάριο του 2021 επεσήμαινε ότι η Κίνα ήταν πλέον πρώτη παγκοσμίως ως προς τις πατέντες αναφορικά με την τεχνητή νοημοσύνη. Τον Οκτώβριο του 2023 η απόσταση από τις ΗΠΑ είχε αυξηθεί, σύμφωνα με το Bloomberg. Το άγχος του υποσκελισμού διαχεόταν στο εσωτερικό της αμερικανικής κυβέρνησης για καιρό προτού μετουσιωθεί σε πολιτική.

Παρά το γεγονός ότι η ανησυχία της κυβέρνησης Μπάιντεν έχει να κάνει με δυνητικές εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης στη στρατιωτική τεχνολογία, η απαγόρευση υπήρξε ένα εξαιρετικά δραστικό μέτρο – τόσο ώστε αμερικανοί αναλυτές να το χαρακτηρίζουν «κήρυξη πολέμου».

Τα αντίμετρα ήρθαν στις 3 Ιουλίου 2023 και αφορούσαν τον περιορισμό των εξαγωγών γαλλίου και γερμανίου, μετάλλων της κατηγορίας των «σπανίων γαιών» που αφθονούν στην Κίνα και είναι απαραίτητα για την κατασκευή ημιαγωγών.

Εμμέσως, οι Ηνωμένες Πολιτείες απάντησαν διά του προσεταιρισμού στρατηγικών τεχνολογικών συμμάχων στην πρακτική του αποκλεισμού: τον Ιούλιο του 2023 η Ιαπωνία ανέστειλε την πώληση 23 τύπων ημιαγωγών στην Κίνα, ενώ τον Σεπτέμβριο η Ολλανδία ανακοίνωσε τον περιορισμό των εξαγωγών εργοστασιακής τεχνολογίας αιχμής, κίνηση που φωτογραφίζει την ολλανδική εταιρεία ASML, πρωτοπόρο στη διαδικασία εκτύπωσης ολοκληρωμένων κυκλωμάτων.

Επιλεκτικά, οι κινεζικές αρχές στοχεύουν με τη σειρά τους αμερικανικές επιχειρήσεις: η Micron βρίσκεται πλέον αντιμέτωπη με απαγόρευση εισαγωγής των επεξεργαστών της, η Raytheon και η Lockheed Martin με οικονομικές κυρώσεις.

Στον σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο κόσμο τέτοιου είδους αντιπαραθέσεις προξενούν επιπλοκές. Ο Ερλ Καρ έγραφε στο «Forbes» τον Αύγουστο του 2023 ότι η κατάρρευση της συμφωνίας μεταξύ του γίγαντα της βιομηχανίας των επεξεργαστών Intel και της κινεζικής κυβέρνησης προβλέπεται να δημιουργήσει προβλήματα στη βιομηχανία ημιαγωγών του Ισραήλ.

Το 40%-50% από τις μνήμες που χρησιμοποιούν στις συσκευές τους οι νοτιοκορεατικές εταιρείες Samsung και SK hynix κατασκευάζεται στην Κίνα, επομένως οι περιορισμοί που επέβαλαν οι ΗΠΑ ενδέχεται να προκαλέσουν ελλείψεις στην εφοδιαστική τους αλυσίδα.

Ο μεγαλύτερος ωστόσο κίνδυνος έχει να κάνει με τη δυνητική κλιμάκωση της διένεξης μεταξύ των δύο μερών. Η Κίνα θα μπορούσε να επιδιώξει να μεταφέρει τη διαμάχη σε πεδία δικής της τεχνολογικής υπεροχής, όπως οι μπαταρίες ηλεκτρικών αυτοκινήτων. Σύμφωνα με όσα έγραφε τον Φεβρουάριο του 2023 ο Ζεγί Γιανγκ στο «MIT Technology Review», η καινοτομία στον ραγδαία αναπτυσσόμενο αυτόν τομέα δεν ανήκει μόνο στην Tesla ως κατασκευάστρια εταιρεία αλλά και σε κινεζικές επιχειρήσεις σαν την CATL, η οποία πέτυχε τη μαζική παραγωγή ισχυρών και ταυτόχρονα φθηνών μπαταριών.

Σήμερα η κινεζική βιομηχανία διαθέτει το ουσιαστικό μονοπώλιο του πολλά υποσχόμενου νέου τύπου LFP (φωσφορικού άλατος σιδήρου λιθίου) και υψηλό ποσοστό της αγοράς του παλαιότερου NMC (λιθίου, νικελίου, μαγγανίου, κοβαλτίου), κάτι που δίνει τη δυνατότητα στην κυβέρνηση του Σι Τζινπίνγκ να εφαρμόσει τον περιορισμό των εξαγωγών τους ως αντίδραση στις αμερικανικές κινήσεις.

Ο παράγων Ταϊβάν και η «ασπίδα πυριτίου»

Το χειρότερο σενάριο κλιμάκωσης, όμως, υπερβαίνει τον εμπορικό πόλεμο και σχετίζεται με τη διασύνδεση γεωπολιτικής και τεχνολογίας: ο μεγαλύτερος παραγωγός ημιαγωγών και μικροτσίπ στον κόσμο βρίσκεται σε απόσταση περίπου 81 ναυτικών μιλίων από τις ακτές της Κίνας. Στην Ταϊβάν κατασκευάζονται τα δύο τρίτα της παγκόσμιας παραγωγής, συμπεριλαμβανομένου του 90% του πιο προηγμένου τμήματός της.

Μία και μόνη εταιρεία, η TSMC, η οποία με χρηματιστηριακή αξία περίπου 531 δισεκατομμυρίων δολαρίων είναι η μεγαλύτερη όλης της Ασίας, είναι υπεύθυνη για το ένα τρίτο της παγκόσμιας παραγωγής. Συγκριτικά, σημειώνει ο Αλεξ Πάλμερ στους «New York Times», όλες μαζί οι χώρες του ΟPEC κατέχουν το 40% της αγοράς πετρελαίου. Θεωρητικά, αυτή η «ασπίδα πυριτίου» είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο οι αξιώσεις και οι απειλές της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, η οποία δεν αποδέχθηκε ποτέ μετά τη νίκη της στον εμφύλιο πόλεμο το 1949 ότι η αντίπαλη εθνικιστική Δημοκρατία της Κίνας θα συνέχιζε να υπάρχει αυτόνομη στο νησί, παραμένουν σε ρητορικό επίπεδο.

Είναι επίσης και ο λόγος που οποιαδήποτε έμπρακτη ενέργεια κατά της χώρας θα προκαλούσε την άμεση εμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών. Κάποιοι ωστόσο υποστηρίζουν ότι η πίεση της αμερικανικής κυβέρνησης προς την TSMC να εγκαταστήσει εργοστάσια παραγωγής ημιαγωγών στις ΗΠΑ υπονομεύει τη σημασία της Ταϊβάν και καθιστά πιο πιθανή μια κινεζική στρατιωτική επέμβαση.

Κάποιοι άλλοι, όπως ο πρώην σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του επί προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ Ρόμπερτ Ο’Μπράιεν, θεωρούν ότι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο ο αμερικανικός στρατός θα πρέπει να βομβαρδίσει τα εργοστάσια της Ταϊβάν προκειμένου να μην πέσουν σε κινεζικά χέρια. Περιττό να σημειωθεί ότι και οι δύο αυτές περιπτώσεις θα είχαν καταστροφικές συνέπειες για την παγκόσμια οικονομία.

Κανείς στην Αμερική δεν περιμένει βέβαια ότι ο πόλεμος των μικροτσίπ θα είναι νικηφόρος μακροπρόθεσμα. «Στην καλύτερη περίπτωση δεν είναι παρά μια τακτική καθυστέρησης προκειμένου οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους να επεκτείνουν το προβάδισμά τους σε κομβικές τεχνολογίες» παραδεχόταν ο Αλεξ Πάλμερ των «New York Times».

Η Κίνα δεν είναι η Huawei, την οποία οι κυρώσεις του Ντόναλντ Τραμπ έριξαν από το 18% της παγκόσμιας αγοράς κινητών το 2018 στο 2% το 2022. Εκτιμάται ότι τα ποσά που δαπανά για την εισαγωγή ημιαγωγών ανέρχονται σε 350-400 δισεκατομμύρια δολάρια. Αν ο πακτωλός αυτός στραφεί στην ανάπτυξη μιας εγχώριας βιομηχανίας, μπορεί η επιλογή της απομόνωσης να αποβεί έως και κρυφή ευλογία.

Ωστόσο, οι αρετές του κινεζικού συστήματος (ισχυρή πολιτική βούληση, άμεσα διαθέσιμοι οικονομικοί πόροι, άφθονο εργατικό δυναμικό) δεν είναι σίγουρο ότι θα αποδειχθούν ικανές να πραγματώσουν την τεχνολογική αυτάρκεια. Ο Πάλμερ παρατηρεί ότι μεγάλα επενδυτικά προγράμματα στον τομέα των ημιαγωγών έχουν αποτύχει, πέφτοντας θύματα της ενδημικής διαφθοράς, ενώ δεκάδες χιλιάδες εταιρείες διεκδικούν το κυβερνητικό χρήμα χωρίς να διαθέτουν απαραίτητα την απαιτούμενη εξειδίκευση. Το προσωρινό αδιέξοδο προφανώς εξυπηρετεί την πολιτική των ΗΠΑ.

Το ερώτημα είναι πώς ακριβώς θα πολιτευτεί η Κίνα αν το αδιέξοδο πάρει μονιμότερες διαστάσεις. Ισως να διερευνήσει τους διαύλους των μεσαζόντων και του λαθρεμπορίου, όπως δείχνουν κάποιες πρώιμες κινήσεις. Ισως όμως και να αποφασίσει ότι απαιτείται μια επίδειξη δύναμης, διπλωματικής ή άλλης.

Γι’ αυτό και ο Γκρέγκορι Αλεν, διευθυντής του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών της Ουάσιγκτον, έλεγε στους «New York Times» ότι «δύο ημερομηνίες θα μείνουν στην ιστορία από το 2022: η 24η Φεβρουαρίου, ημέρα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, και η 7η Οκτωβρίου» – ημέρα της έκδοσης του εγγράφου ενός άσημου αμερικανικού κυβερνητικού γραφείου.