Στην έξοδό μας από την αίθουσα περάσαμε από τις θέσεις όπου κάθονταν οι μικροί θεατές: Τοπίο βιβλικής καταστροφής. Μπαίνουμε στο σινεμά για να παρακολουθήσουμε μια πολλά υποσχόμενη ταινία τρόμου. Ημίφως, προσμονή, χαμηλόφωνες συζητήσεις, εκείνες οι απολαυστικές στιγμές λίγο προτού ξεκινήσει το «ταξίδι». Ξαφνικά εισβάλλει στην αίθουσα ένα κοπάδι από δωδεκάχρονα.

Από εκείνα τα μυστηριώδη πλάσματα με όψη αθώου παιδιού και συμπεριφορά «Κόναν ο Βάρβαρος». Είναι προφανές, δεν έχουν έρθει για να δουν ταινία, αλλά για να κάνουν πάρτι. Δυνατά γέλια, ασταμάτητο μπλα μπλα, κινητά που αναβοσβήνουν σαν τρελαμένοι φάροι μέσα στο σκοτάδι, και ο ξερός ήχος από το μασούλημα του ποπ κορν και από το επίμονο ρούφηγμα στο καλαμάκι του αναψυκτικού να ξύνει τα αφτιά μας. Μερικοί θεατές αντέδρασαν στην αρχή κάνοντας «σσσσσς».

Γρήγορα το πήραν απόφαση πως η φασαρία θα ήταν το απόλυτο soundtrack της βραδιάς. Το έλεγαν και τα αθώα μάτια των ξεσαλωμένων: «Θα κάνουμε ό,τι θέλουμε γιατί δεν μπορούν να μας πειράξουν, είμαστε παιδιά». Τα παιδιά του Σατανά! Γιατί αυτό που ζούσαμε δεν αφορούσε τον παιδικό αυθορμητισμό, ένα case study κοινωνικής αχρειότητας ήταν.

Κάποτε η ταινία τελείωσε – μη ρωτήσετε αν ο δολοφόνος ήταν ο καλοκάγαθος γείτονας ή η υπηρέτρια με το ένα μάτι, θα σας γελάσω γιατί είχα τέτοιο εκνευρισμό που δεν την πολυπαρακολουθούσα. Στην έξοδό μας από την αίθουσα περάσαμε από τις θέσεις όπου κάθονταν οι μικροί θεατές. Τοπίο βιβλικής καταστροφής. Το πάτωμα και τα καθίσματα ήταν γεμάτα ποπ κορν, χυμένα αναψυκτικά και πατημένα πατατάκια.

Λυπήθηκα την καθαρίστρια που περίμενε με τη σκούπα ανά χείρας να αδειάσει η αίθουσα. Τη σκέφτηκε κανένα από αυτά τα παιδιά την ώρα που έραινε με καλαμπόκι τον χώρο γύρω του; Ομως γιατί να τη σκεφτεί; Οι άλλοι είναι πάντα εκεί για να μαζεύουν τα χάλια που αφήνει πίσω του. Το έχει μάθει από τους γονείς του.

Αυτοί, οι γονείς του, φταίνε για την εικόνα που παρουσιάζει; Ιδού το ερώτημα των ερωτημάτων! Να κατηγορήσεις τα παιδιά; Θα σου πουν πως είναι στην ηλικία της τρέλας. Να στραφείς στη μάνα και στον πατέρα τους; Θα σου απαντήσουν ότι «κάνουν ό,τι μπορούν» και πως «τα ίδια θα έκανες και εσύ αν είχες παιδιά». Τότε, να με συγχαρώ ξανά και ξανά που δεν έκανα παιδιά! Γιατί, ας μην κρυβόμαστε, πίσω από κάθε μικρό αγρίμι, υπάρχει συνήθως ένας ενήλικας που το έχει αναθρέψει με μότο «δεν βαριέσαι, παιδί είναι».

Ο οποίος ενήλικας, την ώρα που το σπλάχνο του χαλάει τον κόσμο, πιθανότατα βρίσκεται σε άλλο κόσμο, θεωρώντας πως έχει παραδώσει στην κοινωνία ένα κόσμημα. Και αν είναι παρών, δεν ανοίγει το στόμα του, δεν παρεμβαίνει, καθώς για την ελληνική οικογένεια η λέξη «όρια» ακούγεται περίπου σαν βρισιά. Ετσι βλέπουμε τις αγέλες των 12χρονων να εκπροσωπούν επάξια την οικογένειά τους, γονείς που δεν τόλμησαν ποτέ να πουν «μέχρι εδώ».

Ετσι κι εμείς, παρατηρώντας τη σκοτεινή αίθουσα του σινεφίλ ρομαντισμού να μετατρέπεται σε ρινγκ, νιώσαμε πως παρακολουθούσαμε μια προβολή δίχως τίτλους τέλους, μια ζωντανή μετάδοση της αποτυχίας της σύγχρονης οικογένειας. Για θρίλερ είχαμε πάει, θρίλερ (έστω μαύρη κωμωδία) ζήσαμε. Μόνο που, αν ως αφελείς θεατές πιστεύαμε πως θα το απολαμβάναμε στην οθόνη, καταλήξαμε να το βιώνουμε στο παραδίπλα κάθισμα. Δεν βαριέσαι, θα μου πείτε, παιδιά είναι!