Πιο πολύ από οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση που έκλεισε στις μέρες της πανδημίας μού έλειψαν τα cafés. Την έλλειψη του σινεμά την κάλυψα βλέποντας μια σειρά από ωραίες ταινίες στο σπίτι – κάποιες τις είχα ξεχάσει, κάποιες τις ανακάλυψα. Στα θέατρα ό,τι καλό υπήρχε το είχα δει: και αυτά και οι χειμωνιάτικες μουσικές σκηνές τον Απρίλιο ολοκληρώνουν τη σεζόν τους. Τα εστιατόρια τα τιμώ, αλλά και σπίτι μπορείς να κάνεις θαύματα στην κουζίνα χωρίς να είσαι παίκτης του «Master Chef». Το περίφημο ηλεκτρονικό εμπόριο σου δίνει τη δυνατότητα να αγοράσεις ό,τι θέλεις – από βιβλία και ρούχα μέχρι κατσαβίδια και έπιπλα. Τα cafés όμως δεν μπορείς να τα βρεις στο Διαδίκτυο.

Είμαι θαμώνας των cafés – φανατικός. Εκεί προτιμώ να δίνω ακόμα και επαγγελματικά ραντεβού – φυσικά σε αυτά περνάω την ώρα μου, ίσως έχω περάσει και τη μισή ζωή μου. Νομίζω πως η μέρα μου οργανώνεται γύρω από την πιθανότητα να βρεθώ σε ένα café. Η σταθερότερη καθημερινή μου συνήθεια είναι να περνάω από ένα προτού πάω στη δουλειά. Το κάνω πάνω από είκοσι χρόνια τώρα – όταν αλλάζω δουλειά ή ωράρια αλλάζει και το café. Δεν είμαι από αυτούς που πίνουν βιαστικά έναν εσπρέσο αδιαφορώντας για τους ανθρώπους που βρίσκονται τριγύρω (ίσα-ίσα…), αλλά δεν νοιάζομαι τόσο για τους άλλους πελάτες όσο για τους ανθρώπους που δουλεύουν στο café. Στα πιο πολλά από τα cafés που συχνάζω ξέρω τους ιδιοκτήτες και το προσωπικό. Δεν είναι άνθρωποι με τους οποίους απλώς συναντιέμαι, είναι δικοί μου άνθρωποι – κάτι ανάμεσα σε φίλους και συγγενείς. Ξέρω τι καλό υπάρχει σε κάθε café που συχνάζω, καθώς και τον λόγο που με οδηγεί σε αυτό: δεν μπαίνω στο πρώτο που θα βρω και αν δεν μείνω ευχαριστημένος δύσκολα θα ξαναπάω. Δεν βιάζομαι για τις τελικές κρίσεις, αλλά είμαι πολύ αυστηρός. Δεν θέλω να ενοχλώ με απαιτήσεις, αλλά δεν θέλω και να με αντιμετωπίζουν σαν περαστικό. Ολος ο στριμμένος εαυτός μου, που σε άλλες κοινωνικές συναναστροφές κρύβω επιμελώς, εδώ βγαίνει στην επιφάνεια σε όλο το καταπιεσμένο μεγαλείο του. Αν ο καφές δεν μαρτυρά μια κάποια μαστοριά, δεν ξαναπατάω. Αν όποιος σερβίρει είναι μονίμως μουτρωμένος, δεν θα με ξαναδεί. Αν οι άνθρωποι δεν είναι ευγενικοί και αν η φασαρία είναι για κάποιον λόγο μεγάλη, θα ψάξω αλλού να βρω μια όαση. Αν, από την άλλη, όταν βρίσκω την ησυχία μου, ώστε να μπορώ να διαβάζω εφημερίδες, να γράφω, να μιλάω στο τηλέφωνο ή απλά να κοιτάζω το φλιτζάνι αμήχανος, το café θα γίνει το δεύτερο σπίτι μου. Ενας προορισμός. Αν υπήρχε θρησκεία του καφέ, εγώ θα ήμουν ένας αληθινά πιστός – ίσως και ένας ιεραπόστολος. Ολοι θα έβλεπαν τη λατρεία μου για τα cafés, καθώς και ότι μπαίνω σε αυτά που αγαπώ χωρίς καν να χρειάζεται να βλέπω: και να μου δέσεις τα μάτια, τα βήματά μου θα με οδηγήσουν σε αυτά από μόνα τους. Και ο υπεύθυνος θα μου φέρει τον καφέ μου χωρίς να με ρωτήσει.    

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω